Google

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

http://pneumatikotita.forumotion.com/

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ
ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Πρωτ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Κοσμήτορας
της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Την Κυριακή της Απόκρεω «μνείαν ποιούμεθα της δευτέρας και αδεκάστου παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Η φράση «μνείαν ποιούμεθα» του Συναξαρίου βεβαιώνει, ότι η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, βιώνει στη λατρεία της τη Β’ Παρουσία του Χριστού μας ως «γεγονός» και όχι ως κάτι το ιστορικά αναμενόμενο. Και αυτό, διότι με τη Θεία Ευχαριστία μεθιστάμεθα στην ουράνια βασιλεία, στη μεταϊστορία. Σ’ αυτή την προοπτική προσεγγίζεται ορθόδοξα και το θέμα: παράδεισος-κόλαση.
Στα Ευαγγέλια (Ματθ.κεφ.25) γίνεται λόγος για «βασιλεία» και «πυρ αιώνιον». Στην περικοπή αυτή, που διαβάζεται στη Λειτουργία της Κυριακής της Απόκρεω, «βασιλεία» είναι ο κατά Θεόν προορισμός του ανθρώπου. Το «πυρ» είναι «ητοιμασμένον» για τον διάβολο και τους αγγέλους του (δαίμονες), όχι διότι το θέλησε ο Θεός, αλλά διότι αυτοί δεν μετανοούν. Η «βασιλεία» είναι «ητοιμασμένη» για τους πιστούς στο θέλημα του Θεού. «Βασιλεία» (=άκτιστη δόξα) είναι ο παράδεισος, «πυρ» (αιώνιο) είναι η κόλαση («κόλασις αιώνιος»,στ.46). Στην αρχή της ιστορίας ο Θεός καλεί στον παράδεισο, στην κοινωνία με την άκτιστη Χάρη Του. Στο τέλος της ιστορίας ο άνθρωπος αντιμετωπίζει παράδεισο και κόλαση. Τι σημαίνει αυτό θα το δούμε στη συνέχεια. Σπεύδουμε όμως να πούμε, ότι είναι κεντρικότατο θέμα της πίστεως μας, λυδία λίθος του Χριστιανισμού ως Ορθοδοξίας.

1. Ο λόγος για παράδεισο και κόλαση στην Καινή Διαθήκη είναι συχνός. Στο Λουκ.23,43 ο Χριστός λέει στον ληστή: «σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω». Στο παράδεισο όμως αναφέρεται και ο ληστής λέγοντας(23.42): «μνήσθητι μου Κύριε […] εν τη βασιλεία σου». Κατά τον Βουλγαρίας Θεοφύλακτο (P.G.123,1106) «ο γαρ ληστής έστι μεν εν παραδείσω, ήτοι τη βασιλεία». Ο Απ. Παύλος (Β’Κορ. 12, 3-4) ομολογεί ότι ήδη σ’ αυτόν τον κόσμο, «ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Στην Αποκάλυψη διαβάζουμε : «Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο έστιν εν τω παραδείσω του Θεού μου» (2,7) Και ο Αρέθας Καισαρείας ερμηνεύει : «παράδεισον την μακαρίαςν και αιωνίζουσαν εκληπτέον ζωήν». (P.G. 106,529). Παράδεισος-αιώνιος ζωή-βασιλεία Θεού ταυτίζονται.
Για την κόλαση: Ματθ.25.46 («εις κόλασιν αιώνιον»),25,41 (πυρ αιώνιον),25,30 «σκότος εξώτερον»,5,22 «γέεννα πυρός». Α’Ιω. 4,18 («…ότι ο φόβος κόλασιν έχει»). Με όλους αυτούς τους τρόπους δηλώνεται αυτό που εννοούμε με τον όρο «κόλασις».
2. Παράδεισος και κόλαση δεν είναι δυο διαφορετικοί τόποι. Αυτή η εκδοχή είναι ειδωλολατρική. Είναι δύο διαφορετικές καταστάσεις (τρόποι), που προκύπτουν από την ίδια άκτιστη πηγή και βιώνονται ως δυο διαφορετικές εμπειρίες. Ή μάλλον είναι η ίδια εμπειρία, βιούμενη διαφορετικά από τον άνθρωπο, ανάλογα με τις εσωτερικές προϋποθέσεις του. Η εμπειρία αυτή είναι η θέα του Χριστού μέσα στο άκτιστο φως της θεότητας Του, μέσα στη «δόξα» Του. Από τη Β’ Παρουσία και σ’όλη την ατελεύτητη αιωνιότητα, όλοι οι άνθρωποι θα βλέπουν τον Χριστό στο άκτιστο φως Του. Και τότε «εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάσταστιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιω.5.29). Ενώπιον του Χριστού χωρίζονται οι άνθρωποι («πρόβατα» και «ερίφια», δεξιά και αριστερά Του). Διακρίνονται δηλαδή σε δύο ομάδες. Αυτούς που βλέπουν τον Χριστό ως παράδεισο («υπέρκαλον αγλαΐαν») και αυτούς που Τον βλέπουν ως κόλαση («πυρ καταναλίσκον», Εβρ.12,29).
Παράδεισος και κόλαση είναι η ίδια πραγματικότητα. Αυτό δείχνει ο εικονισμός της Β’ Παρουσίας. Από τον Χριστό απορρέει ένας ποταμός, φωτεινός ως χρυσίζον φως, στο άνω μέρος, όπου βρίσκονται οι άγιοι και ποταμός πύρινος στο κάτω μέρος, όπου βρίσκονται οι δαίμονες και οι αμετανόητοι («οι μηδέποτε μετανοήσαντες», όπως λέγει ένα τροπάριον των Αίνων της ημέρας). Γι’ αυτό στο Λουκ. 2,34 λέγεται περί του Χριστού ότι «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών». Ο Χριστός γίνεται σε άλλους μεν, όσους Τον δέχθηκαν και ακολούθησαν την προτεινόμενη από Αυτόν θεραπεία της καρδιάς, ανάστασις στην αιώνια ζωή Του και σ’ όλους που Τον απέρριψαν, πτώση και κόλαση.
Πατερικές μαρτυρίες : Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (Κλίμαξ) λέγει, ότι το άκτιστο φως του Χριστού είναι «πυρ καταναλίσκον και φωτίζον φως». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Ε.Π.Ε 11,498) παρατηρεί: «Ούτος, φησί, βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι Αγίω και πυρί· τω φωτιστικώ δηλονότι και κολαστικώ, κατ’ αξίαν εκάστου της ευατού διαθέσεως κομιζομένου το κατάλληλον». Και αλλού (Συγγράματα, εκδ. Χρήστου, Β’ σ.145): Το φως του Χριστού «ει δ’εν ον, τοις πάσιν μεθεκτόν, ου ενιαίως, αλλά διαφόρως μετέχεται…».
Συνεπώς, παράδεισος και κόλαση δεν είναι απλώς ανταμοιβή και τιμωρία(καταδίκη), αλλά ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε καθένας μας τη θέα του Χριστού, ανάλογα με την κατάσταση της καρδιάς μας. Ο Θεός ουσιαστικά, δεν τιμωρεί, μολονότι για παιδαγωγικούς λόγους και στη Γραφή γίνεται λόγος για τιμωρία. Όσο πνευματικότερος γίνεται κανείς, τόσο ορθότερα κατανοεί τη γλώσσα της Γραφής και της παραδόσεως μας. Η κατάσταση του ανθρώπου (καθαρός-ακάθαρτος, μετανοημένος-αμετανόητος) συντελεί στο να δεχόμεθα το Φως του ως παράδεισο ή κόλαση.
3. Το ανθρωπολογικό πρόβλημα στην Ορθοδοξία είναι, πώς ο άνθρωπος θα βλέπει αιώνια τον Χριστό ως παράδεισο και όχι ως κόλαση. Πώς θα μετέχει, δηλαδή, στην ουράνια και αιώνια «βασιλεία» Του. Και εδώ φαίνεται η διαφορά του Χριστιανισμού ως Ορθοδοξίας από τα διάφορα θρησκεύματα. Τα τελευταία υπόσχονται κάποια «ευδαιμονία» και μάλιστα μετά θάνατον. Η Ορθοδοξία δεν είναι ζήτηση ευδαιμονίας, αλλά θεραπεία από την αρρώστια της θρησκείας, όπως συνεχώς κηρύσσει πατερικά ο π.Ιωάννης Ρωμανίδης. Η Ορθοδοξία είναι ένα ανοικτό νοσοκομείο μέσα στην ιστορία («ιατρείον πνευματικόν» κατά τον Ι.Χρυσόστομο), που προσφέρει τη θεραπεία της καρδίας(κάθαρση) για να προχωρήσει κανείς στον «φωτισμό» της από το Άγιο Πνεύμα και τελικά να φθάσει στη «θέωση», τον μοναδικό προορισμό του ανθρώπου. Αυτή η πορεία, όπως πληρέστατα έχουν περιγράψει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης και ο Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος (Βλάχος), είναι η θεραπεία του ανθρώπου, όπως την βιώνουν όλοι οι Άγιοι μας.
Η ζωή στο σώμα του Χριστού (στην Εκκλησία) αυτό το νόημα έχει. Αυτός είναι ο λόγος υπάρξεως της Εκκλησίας. Σ’ αυτό αποβλέπει όλο το λυτρωτικό έργο του Χριστού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Δ’ Ομιλία περί Β’ Παρουσίας) λέγει, ότι η προαιώνια βουλή του Θεού για τον άνθρωπο είναι να «χωρήσαι την μεγαλειότητα της θείας βασιλείας». Να φθάσει ο άνθρωπος στη θέωση. Αυτός είναι ο σκοπός της δημιουργίας. Και συνεχίζει : «Αλλά και η θεία και απόρρητος κένωσις, η θεανδρική πολιτεία, τα σωτήρια πάθη, τα μυστήρια πάντα(δηλαδή όλο το επί γης έργο του Χριστού) δια τούτο το τέλος (σκοπό) προμηθώς (προνοητικώς) και πανσόφως προωκονόμηται».
4.Σημασία όμως έχει, ότι δεν ανταποκρίνονται όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτή την πρόσκληση του Χριστού και γι’ αυτό δεν μετέχουν όλοι κατά τον ίδιο τρόπο στην άκτιστη δόξα Του. Αυτό διδάσκεται από τον Χριστό στην παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου(Λουκ, κεφ.16). Ο άνθρωπος αρνείται την προσφορά του Χριστού, γίνεται εχθρός του Θεού και απορρίπτει την προσφερόμενη από τον Χριστό σωτηρία(Αυτό είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, διότι εν Αγίω Πνεύματι δεχόμεθα την κλήση του Χριστού). Αυτοί είναι οι «μηδέποτε μετανοήσαντες» του ύμνου. Ο Θεός «ουδέποτε εχθραίνει», παρατηρεί ο Ι.Χρυσόστομος, εμείς γινόμασθε εχθροί Του(εχθραίνομεν), Τον απορρίπτουμε. Ο αμετανόητος άνθρωπος δαιμονοποιείται, επειδή αυτός το επιλέγει. Ο Θεός δεν το θέλει αυτό. Γρηγόριος Παλαμάς: «…ου γαρ εμόν εστί τούτο προηγούμενον θέλημα, ουκ εις τούτο υμάς εποίησα, ουκ εφ’ υμάς ητοίμασα την πυράν· δια τους αμετάβλητον έχοντας της κακίας την έξιν δαίμονας προανκαύθη το άσβεστον πυρ, οις υμάς συνήψεν η κατ’ εκείνους αμετανόητος γνώμη». «Αυθαίρετος (=εκούσια) εστίν η μετά των πονηρών αγγέλων συμβίωσις» (όπ.π) Είναι δηλαδή ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου.
Πλούσιος και Λάζαρος βλέπουν την ίδια πραγματικότητα, τον Θεό στο άκτιστο φως Του. Ο πλούσιος φθάνει στην Αλήθεια, στη θέα του Χριστού, αλλά δεν μπορεί να μετάσχει σ’ αυτήν, όπως ο Λάζαρος. Ο Λάζαρος «παρακαλείται» (παρηγορείται), εκείνος όμως «αδυνάται»(βασανίζεται). Ο λόγος του Χριστού «έχουσι Μωσέα και τους προφήτας», για αυτούς που είναι ακόμη στον κόσμο αυτό, σημαίνει ότι όλοι είμεθα αδικαιολόγητοι. Διότι υπάρχουν οι Άγιοι, που έχουν την εμπειρία της θεώσεως και μας καλούν να ενταχθούμε στον τρόπο της δικής τους ζωής και να φθάσουμε στη θέωση, όπως εκείνοι. Άρα, οι κολαζόμενοι, όπως ο πλούσιος, είναι αδικαιολόγητοι.
Η στάση προς τον συνάνθρωπο δείχνει την εσωτερικότητα του ανθρώπου και για αυτό είναι το κριτήριο της Κρίσεως κατά τη Β’ Παρουσία (Ματθ. Κεφ. 25). Δεν σημαίνει ότι, παραθεωρείται η πίστη, η πιστότητα του ανθρώπου στον Χριστό. Αυτή προϋποτίθεται, διότι η στάση απέναντι στον άλλο δείχνει, αν έχουμε Θεό μέσα μας ή όχι(πρβλ ανάλογες φράσεις στην ποτισμένη από την ορθοδοξία γλώσσα μας: ο αθεόφοβος· δεν έχει Θεό μέσα του…) Οι πρώτες Κυριακές του Τριωδίου στρέφονται γύρω από τη στάση μας απέναντι στον συνάνθρωπο. Την πρώτη Κυριακή ο Φαρισαίος (φαινομενικά ευσεβής) δικαιώνει (αγιοποιεί) τον ευατό του και απορρίπτει (εξουθενώνει) τον Τελώνη. Την β’ Κυριακή ο «πρεσβύτερος» αδελφός (επανάληψη του ευσεβοφανούς Φαρισαίο) λυπείται για την επιστροφή (σωτηρία) του αδελφού του. Φαινομενικά ευσεβής και αυτός, είχε νόθο ευσέβεια, που δεν γεννούσε αγάπη. Την γ’ Κυριακή (Απόκρεω) η στάση αυτή φθάνει στο κριτήριο της αιώνιας ζωής μας.
5. Η εμπειρία του παραδείσου ή της κολάσεως είναι υπέρ λόγον και αίσθησιν. Είναι άκτιστη πραγματικότητα και όχι κτιστή. Οι Φράγκοι έπλασαν τον μύθο, ότι και ο παράδεισος και η κόλαση είναι κτιστές πραγματικότητες. Μύθος είναι, οτι οι κολαζόμενοι δεν θα βλέπουν τον Θεό, ως και ο λόγος περί απουσίας του Θεού. Οι Φράγκοι επίσης εξέλαβαν το πυρ της κολάσεως ως κτιστό(π.χ. ο Δάντης). Η ορθόδοξη παράδοση μένει πιστή στη Γραφή, ότι και οι κολασμένοι θα βλέπουν τον Θεό (π.χ. ο πλούσιος της παραβολής), αλλά ως «πυρ καταναλίσκον». Οι Φράγκοι σχολαστικοί δέχθηκαν την κόλαση ως τιμωρία και στέρηση της λογικής ενοράσεως της θείας ουσίας. Βιβλικά όμως και πατερικά κόλαση είναι η αποτυχία του ανθρώπου και η άρνησή του να συνεργασθεί με τη Θεία Χάρη, για να φθάσει στη «φωτιστική» θέα του Θεού(παράδεισος) και στην ανιδιοτελή αγάπη(πρβλ. Α’ Κορ. 13.8: «ου ζητεί τα ευατής»). Δεν υπάρχει συνεπώς απουσία Θεού, παρά μόνο παρουσία Του. Γι’ αυτό είναι φρικτή η Β’ Παρουσία («Ω ποία ώρα τότε…», ψάλλουμε στους Αίνους). Είναι πραγματικότητα αδιάψευστη, στην οποία είναι μόνιμα προσανατολισμένη η Ορθοδοξία(«προσδοκώ ανάσταστιν νεκρών…»). Οι κολαζόμενοι , όσοι έχουν πώρωση καρδίας, όπως οι Φαρισαίοι (Μαρκ. 3,5: «εν τη πωρώσει της καρδίας αυτώ») βλέπουν αιώνια το πυρ ως σωτηρία! Διότι η κατάστασή τους δεν επιδέχεται άλλη μορφή σωτηρίας. «Τελειούνται» και αυτοί, φθάνουν στο «τέλος» της πορείας τους, αλλά μόνο οι δίκαιοι τελειώνονται σωζόμενοι. Εκείνοι τελειώνονται κολαζόμενοι. Σωτηρία γι΄ αυτούς είναι η κόλαση, αφού στη ζωή της επεδίωξαν μόνο την ευδαιμονία. Ο πλούσιος της παραβολής «απήλαυσε τα αγαθά του». Ο Λάζαρος υπέμεινε αγόγγυστα «τα κακά». Αυτό εκφράζει ο Απ. Παύλος (Α΄ Κορ. 3,13-15): «Εκάστου το έργον, οποίον εστί το πυρ αυτό δοκιμάσει. Ει τίνος του έργον μένει , ο επωκοδόμησεν, μισθόν λήψεται· ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός». Δίκαιοι και αμετανόητοι περνούν από το άκτιστο «πυρ» της θείας παρουσίας. Ο ένας όμως περνά αλώβητος, ο δε άλλος καίνεται. «Σώζεται», αλλά όπως περνά κανείς μέσα από τη φωτιά. Ο Ευθύμιος Ζιγαβινός (ιβ’ αι.) παρατηρεί σχετικά: «Πυρ τον Θεόν ως φωτίζοντα μεν και λαμπρύνοντα τους καθαρούς, φλογίζοντα δε και σκοτίζοντα τους ρυπαρούς». Και ο Θεοδώρητος Κύρου για το «σωθήσεται» γράφει: «σωθήσεται δια πυρός και αυτός δοκιμαζόμενος», όπως δηλαδή περνά κανείς μέσα από τη φωτιά. Αν έχει κάλυμμα κατάλληλο δεν καίγεται, διαφορετικά «σώζεται» μεν, αλλά τσουρουφλισμένος!
Το πυρ της κολάσεως , συνεπώς, δεν έχει σχέση με το φραγκικό «πουργατόριο» (καθαρτήριο), ούτε κτιστό είναι, ούτε τιμωρία, ούτε κάποια ενδιάμεση κατάσταση. Μια τέτοια θεώρηση είναι μετάθεση της ευθύνης στον Θεό. Η ευθύνη είναι όλη δική μας, αποδοχή ή απόρριψη της προσφερόμενης από τον Θεό σωτηρίας(θεραπείας). Ο «πνευματικός θάνατος» είναι η θέα του ακτίστου φωτός, της θείας δόξης, ως πυρός, φωτιάς. Ο άγιος Ι. Χρυσόστομος, στον Θ’ Λόγο του στην Α’ Κορινθ. Σημειώνει: «αθάνατος η κόλασις…οι αμαρτάνοντες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον. Το δε «κατακαήσεται», τουτ’ έστιν, ουκ οίσει (δεν θα αντέξει) του πυρός την ρώμην». Και συνεχίζει: «Ο δε λέγει (δηλαδή ο Παύλος), τούτο εστιν· ουχί και αυτός ούτως απολείται, ως τα έργα, εις το μηδέν χωρών(=στην ανυπαρξία), αλλά μένει εν τω πυρί. Σωτηρία γουν το πράγμα καλεί… Και γαρ και ημίν έθος λέγειν «εν τω πυρί σώζεται», περί των μη κατακαιομένων ευθέως υλών».
Οι σχολαστικές αντιλήψεις-ερμηνείες, που μέσω του έργου του Δάντη (Κόλαση) πέρασαν και στο δικό μας χώρο, έχουν συνέπειες που φθάνουν σε ειδωλολατρικές εκδοχές. Π.χ. ο χωρισμός παραδείσου-κολάσεως, ως δυο διαφορετικών τόπων. Αυτό γίνεται λόγω της μη διακρίσεως κτιστού και ακτίστου. Επίσης η άρνηση της αιωνιότητας της κολάσεως, με την έννοια της «αποκαταστάσεως» των πάντων ή με την έννοια του «καλού Θεού» (Bon Dieu). Ο Θεός είναι όντως «αγαθός»(Ματθ. 8,17), αφού προσφέρει σωτηρία σ’ όλους. «Πάντας θέλει σωθήναι…» (Α’ Τιμ. 2,4). Είναι φοβερός όμως ο λόγος του Χριστού μας, που ακούεται στις κηδείες: «Ου δύναμαι απ’ εμαυτού ποιείν ουδέν· καθώς ακούω κρίνω και η κρίσις η εμή δικαία εστίν» (Ιω. 5.30). Πλαστή είναι εξάλλου και η έννοια της «θεοδικίας», που εφαρμόζεται σ’ αυτή την περίπτωση. Όλα ανάγονται τελικά στον Θεό ( θα σώσει ή θα κολάσει), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η «συνέργεια» ως παράγων σωτηρίας. Σωτηρία είναι δυνατή μόνο στα όρια συνεργίας-συνεργασίας του ανθρώπου με τη Θεία Χάρη. Κατά τον Ι. Χρυστόστομο, «Το πλέον, σχεδόν δε το παν, του Θεού εστίν, ημίν δε μικρόν τι αφήκεν». Αυτό το «τι» είναι η αποδοχή της προσκλήσεως του Θεού. Ο ληστής σώθηκε «βαλών κλείδα το, μνήσθητι μου»! Ειδωλολατρική είναι και η αντίληψη για Θεό οργιζόμενο κατά του αμαρτωλού, ενώ ο Θεός, όπως είδαμε. «ουδέποτε εχθραίνει». Αυτή είναι δικανική αντίληψη για τον Θεό, που οδηγεί και στην εκδοχή των «επιτιμίων» στην εξομολόγηση ως ποινών και όχι ως φαρμάκων (θεραπευτικών μέσων).
6. Το μυστήριο παραδείσου-κολάσεως βιώνεται και στη ζωή της Εκκλησίας μέσα στον κόσμοι. Στα μυστήρια πραγματοποιείται μέθεξη του πιστού στη Χάρη, για να ενεργοποιηθεί η Χάρη στη ζωή μας με την εν Χριστώ πορεία μας. Κυρίως δε στη Θ. Ευχαριστία το άκτιστο, η θεία κοινωνία, γίνεται μέσα μας ή παράδεισος ή κόλαση, ανάλογα με την κατάστασή μας. Κυρίως η μετοχή στη θεία κοινωνία είναι μετοχή στον παράδεισο ή την κόλαση μέσα στην ιστορία. Γι΄ αυτό συνδέεται η μετοχή στη θεία κοινωνία με την όλη πνευματική πορεία του πιστού. Όταν προσερχόμεθα ακάθαρτοι και αμετανόητοι, κολαζόμασθε (καιόμεθα). Γίνεται δε μέσα μας η Θεία Κοινωνία «κόλαση» και «πνευματικός θάνατος». Όχι διότι μεταβάλλεται σε κάτι τέτοιο φυσικά, αλλά διότι η ακαθαρσία μας δεν μπορεί να τη δεχθεί ως «παράδεισο> Δεδομένου δε ότι η θεία κοινωνία ονομάζεται « φάρμακον αθανασίας» (άγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, β’ αι..), συμβαίνει ακριβώς ό,τι και με ένα φάρμακο. Αν ο οργανισμός μας δεν έχει προϋποθέσεις να το δεχθεί, τότε παρενεργεί το φάρμακο και αντί να θεραπεύει, σκοτώνει. Όχι διότι ευθύνεται αυτό, αλλά η κατάσταση του οργανισμού μας. Πρέπει δε να λεχθεί, ότι αν δεν δεχθούμε τον χριστιανισμό ως θεραπευτική διαδικασία και τα μυστήρια ως φάρμακα πνευματικά, τότε οδηγούμεθα στη θρησκειοποίηση του χριστιανισμού, δηλαδή στην ειδωλολατρικοποίησή του. Και αυτό δυστυχώς γίνεται συχνότατα, όταν νοούμε τον χριστιανισμό ως «θρησκεία».
Η παρούσα ζωή εξάλλου, αξιολογείται από το φως του διδύμου παραδείσου/ κολάσεως. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνη αυτού» συνιστά ο Χριστός μας (Ματθ .6.33). «Προς ετέρου βίου παρασκευήν άπαντα πράττομεν…» λέγει ο Μ. Βασίλειος στους Νέους (κεφ.3) Η ζωή μας πρέπει να είναι διαρκής προετοιμασία για τη μετοχή στον «παράδεισο», δηλαδή στην κοινωνία με το Άκτισο (πρβλ. Ιωάν. 17.3) Και αυτό αρχίζει ήδη στον κόσμο αυτό. Γι’ αυτό λέγει ο απ. Παύλος: «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β’ Κορ 6.2). Κάθε στιγμή της ζωής μας έχει σωτηριολογική σημασία. Ή κερδίζουμε την αιωνιότητα, την αιώνια κοινωνία με τον Θεό, ή τη χάνουμε. Για αυτό τα ανατολικά θρησκεύματα και λατρείες που κηρύσσουν μετενσαρκώσεις, αδικούν τον άνθρωπο. Διότι μεταθέτουν το πρόβλημα σε άλλες (ανύπαρκτες φυσικά) ζωές. Μία ζωή όμως υπάρχει, στην οποία ή σωνόμαστε ή χανόμαστε. Γι’ αυτό συνεχίσει ο Μ. Βασίλειος: «α μεν ουν αν συντελή προς τούτον (=τον βίον) ημίν, αγαπάν τε και διώκειν παντί σθένει χρήναι φαμέν, τα δε ουκ εξικνούμενα προς εκείνον, ως ουδενός άξια παροράν». Αυτό είναι το κριτήριο του χριστιανικού βίου. Ο Χριστιανός επλέγει συνεχώς ό,τι συντελεί στη σωτηρία του. Σ’ αυτή τη ζωή κερδίζουμε τον παράδεισο ή τον χάνουμε και καταλήγουμε στην κόλαση. Γι’ αυτό λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης : «Ο πιστεύων ςι αυτόν ου κρίνεται· ο μη πιστεύων ήδη κέκριται, ότι μη πεπίστευκεν εις το όνομα του μονογενούς υιού του Θεού» (3,18)
Έργο της Εκκλησίας, συνεπώς, δεν είναι να «στέλνει» στον παράδεισο ή στην κόλαση, αλλά να ετοιμάζει τον άνθρωπο για την τελική κρίση. Το έργο του Κλήρου είναι θεραπευτικό και όχι ηθικολογικό-ηθικοπλαστικό, με την κοσμική έννοια του όρου. Η ουσία της εν Χριστώ ζωής διατηρείται στα μοναστήρια, όταν είναι φυσικά ορθόδοξα, δηλαδή πατερικά. Σκοπός της προσφερόμενης από την Εκκλησία θεραπείας δεν είναι η δημιουργία «χρηστών» πολιτών και κατ’ ουσίαν ευχρήστων, αλλά πολιτών της ουράνιας (άκτιστης) βασιλείας. Αυτοί είναι οι Ομολογητές και οι Μάρτυρες, οι αληθινοί πιστοί, οι Άγιοι.
Έτσι όμως ελέγχεται και η ιεραποστολή μας. Πού καλούμε; Στην Εκκλησία-Νοσοκομείο/ Θεραπευτήριο ή σε μια ιδεολογία, που ονομάζεται χριστιανική; Αντί για θεραπεία ζητούμε συνήθως εξασφάλιση θέσεως στον «παράδεισο». Γι’ αυτό ασχολούμεθα με τελετές και όχι με θεραπεία. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια απόρριψη της λατρείας. Αλλά χωρίς άσκηση (ασκητικό βίο, πράξη θεραπείας) η λατρείας δεν μπορεί να μας αγιάσει. Μένει ανενέργητη μέσα μας ή απορρέουσα από αυτήν χάρη. Η Ορθοδοξία δεν υπόσχεται ότι στέλνει τον άνθρωπο σε κάποιο παράδεισο ή σε κάποια κόλαση, αλλά έχει τη δύναμη, όπως φαίνεται στα άφθαρτα και θαυματουργικά λείψανα των Αγίων της (αφθαρσία= θέωση) , να προετοιμάσει τον άνθρωπο, ώστε να βλέπει αιώνια την Άκτιστη Χάρη και Βασιλεία του Χριστού ως παράδεισο και όχι ως κόλαση.

Η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος

Η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος

7. Παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού. Μέσα σ’ αυτήν υπάρχει η τρυφή όλων των μακαρισμών. Σ’ αυτόν τον παράδεισο ο μακάριος Παύλος τράφηκε με υπερφυσική τροφή. Και αφού γεύθηκε εκεί το ξύλο της ζωής, έκραξε λέγοντας: «αυτά που μάτι δεν τα είδε, ούτε αυτί τα άκουσε, κι ούτε που τα’ βαλε ο λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούν» (1 Κορ. 2, 9). Από αυτό το ξύλο της ζωής εμποδίστηκαν ο Αδάμ με τη συμβουλή του διαβόλου.
Το ξύλο της ζωής είναι η αγάπη του Θεού, από την οποία εξέπεσε ο Αδάμ και δεν μπόρεσε πια να χαρεί, παρά δούλευε και έχυνε τον ιδρώτα του στη γη των αγκαθιών. Όσοι στερήθηκαν την αγάπη του Θεού, δηλ. τον παράδεισο, τρώνε με την εργασία τους, μέσα στ’ αγκάθια, το ψωμί του ιδρώτα, και αν ακόμη βαδίζουν στον ίσιο δρόμο των αρετών. Είναι το ψωμί που επέτρεψε ο Θεός στον πρωτόπλαστο να φάει μετά την έκπτωσή του. Μέχρι να βρούμε λοιπόν την αγάπη, η εργασία μας είναι στη γη των αγκαθιών και μέσα σ’ αυτά σπέρνουμε και θερίζουμε, κι ας είναι ο σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μας κεντάνε τα αγκάθια και, όσο και να δικαιωθούμε, ζούμε μέσα σ’ αυτά με τον ιδρώτα του προσώπου μας.
Όταν όμως μέσα στον έμπονο και δίκαιο αγώνα μας, βρούμε την αγάπη του Θεού, τρεφόμαστε με ουράνιο άρτο και δυναμώνουμε, χωρίς να εργαζόμαστε με αγωνία και χωρίς να κουραζόμαστε, όπως οι χωρίς αγάπη άνθρωποι. Ο ουράνιος άρτος είναι ο Χριστός, που ήρθε κάτω σε μας από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο την αιώνια ζωή. Και αυτή η ζωή είναι η τροφή των αγγέλων.
Όποιος βρήκε των αγάπη, κάθε μέρα και ώρα τρώγει το Χριστό κι από αυτό γίνεται αθάνατος (Ιω. 6, 58). Διότι «ο τρώγων – λέει - από τον άρτο που εγώ θα του δώσω, ποτέ (“εις τον αιώνα”) δε θα πεθάνει». Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος που τρώγει από τον άρτο της αγάπης, που είναι ο Ιησούς. Ότι βέβαια, αυτός που τρώγει από την αγάπη, τρώγει το Χριστό, το Θεό των πάντων, το μαρτυρεί ο απόστολος Ιωάννης, όταν λέει ότι «ο Θεός είναι αγάπη» (1 Ιω. 4, 8). Λοιπόν όποιος ζει στην αγάπη, λαμβάνει από το Θεό ως καρπό τη ζωή, και σ’ αυτό τον κόσμο οσφραίνεται από τώρα εκείνο τον αέρα της ανάστασης, στον οποίο εντρυφούν οι κοιμηθέντες δίκαιοι.

ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ

ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ Ο ΠΑΠΟΥΛΑΚΗΣ



Ο Όσιος Ιωακείμ ο Παπουλάκης γεννήθηκε στο μικρό χωριουδάκι Καλύβια, απέναντι από το Σταυρό της Ιθάκης, το έτος 1786. Οι γονείς του ονομάζονταν 'Αγγελος και Αγνή και ήσαν πιστοί χριστιανοί. Ο μικρός Ιωάννης (έτσι ονομαζόταν ο Άγιος πριν γίνει μοναχός) πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια διότι πέθανε η μητέρα του όταν αυτός ήταν ακόμα πολύ μικρός. Ο πατέρας του Άγγελος ξαναπαντρεύτηκε μια σκληρή γυναίκα, η οποία δεν έχανε ευκαιρία να τιμωρεί και να βασανίζει τον μικρό Ιωάννη. Ο Ιωάννης απο μικρό παιδί ξεχώριζε από τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Με πολλή αγάπη και δυνατή πίστη στο Χριστό, δεν έλειπε ποτέ από την εκκλησία, νήστευε, προσευχόταν συνεχώς και σκορπούσε αγάπη και καλωσύνη στους ανθρώπους. Με πολύ ζήλο μελετούσε θρησκευτικά βιβλία και κυρίως το Ιερό Ευαγγέλιο. Νέος εργάστηκε ως ναυτικός. Σε κάποιο από τα ταξίδια του, έφυγε από το πλοίο και πήγε στο Άγιον Όρος. Εκει έγινε μοναχός στην Ι. Μονή Βατοπαιδίου και από Ιωάννης ονομάστηκε Ιωακείμ. Στο μοναστήρι έμεινε 20 περίπου χρόνια και έγινε υπόδειγμα αρετής και πνευματικής προκοπής ανάμεσα στους υπόλοιπους μοναχούς. Όταν ξέσπασε το 1821 η Ελληνική Επανάσταση φεύγει από το μοναστήρι κι έρχεται ως Ιεραπόστολος στην Πελοπόννησο. Από εκεί φυγαδεύει στα Επτάνησα πολλούς γέρους και γυναικόπαιδα μαζί με τον παπα-Γιάννη Μακρύ από τον Πύλαρο της Κεφαλονιάς. Τα Επτάνησα τότε τα κατείχαν οι Άγγλοι, ύπουλοι εχθροί της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Ο Άγιος Ιωακείμ νιώθοντας τον κίνδυνο, δεν επιστρέφει στο μοναστήρι του, αλλά έρχεται στην πατρίδα του Ιθάκη, όπου για σαράντα περίπου χρόνια, πηγαίνοντας ακούραστος σε κάθε χωριό και κάθε σπίτι του νησιού, διδάσκει το λόγο του Θεού, βοηθά τους απόρους και τους φτωχούς, κτίζει εκκλησίες, ενημερώνει και ελέγχει τους κατοίκους στα θέματα της πίστης. Ζώντας ο ίδιος με μεγάλη άσκηση και σε εκούσια φτώχεια, αποτελεί το στήριγμα, την παρηγοριά, την ελπίδα όλων των κατοίκων της Ιθάκης. Για την μεγάλη του αρετή και την υψοποιό του ταπείνωση ο Θεός τον προίκισε με το ιαματικό και προφητικό χάρισμα, με σκοπό την μετάνοια και την ψυχική σωτηρία των ανθρώπων. Για αυτό και στις καρδιές και συνειδήσεις των ντόπιων ανέκαθεν ο Παπουλάκης ήταν ο Αγιός τους. Ο Άγιος Ιωακείμ κοιμήθηκε στις 2 Μαρτίου 1868. Η επίσημη αναγνώρισή του ως Αγίου της εκκλησίας μας έγινε τον Μάρτιο του 1998. Η μνήμη του εορτάζεται την 23ην Μαΐου εκάστου έτους, (ημέρα ανακομιδής Ιερών λειψάνων).
Το παραπάνω απόσπασμα, είναι απο το βιβλίο του Κωνσταντίνου Π. Κανέλλου - Ο Όσιος Ιωακείμ ο Ιθακήσιος (1786-1868)

Η ελεήμων καρδία Αββάς Ισαάκ ο Σύρος


Η ελεήμων καρδία


1. τι είναι καρδία ελεήμων; Είναι να φλέγεται από αγάπη ή καρδιά για όλη την κτίση: Για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και για τα ζώα και για τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα. Και καθώς ό άνθρωπος τα φέρνει στη μνήμη του και τα σκέφτεται, τα μάτια του τρέχουν δάκρυα. Από την πολλή και σφοδρή συμπάθεια πού συνέχει την καρδιά του και από την πολλή εμμονή σ' αυτή την κατάσταση, μικραίνει ή καρδιά του και δεν μπορεί να υποφέρει ή να ακούσει ή να δει κάποια βλάβη ή κάτι έστω και λίγο λυπηρό να γίνεται στην κτίση. Γι' αυτό και για τα άλογα ζώα και για τους εχθρούς της αλήθειας και γι' αυτούς πού τον βλάπτουν προσεύχεται συνεχώς με δάκρυα, ζητώντας από το Θεό να τους φυλάξει και να τους συγχωρήσει. Ομοίως προσεύχεται και για τα ερπετά από την πολλή του ευσπλαχνία, πού συγκινεί την καρδιά του, υπερβαίνοντας το ανθρώπινο μέτρο και φτάνοντας στην ομοιότητα του Θεού.

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ


Η γνωριμία μας με το Θεό Οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου
Πως θα γνωρίσουμε το Θεό


Πολύ μας αγαπάει ο Κύριος’ αυτό το έμαθα από το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε Εκείνος κατά το μέγα Του έλεος. Γέρασα και ετοιμάζομαι για το θάνατο και γράφω την αλήθεια από αγάπη για τους ανθρώπους. Το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε ο Κύριος, θέλει να σωθούν όλοι, να γνωρίσουν όλοι το Θεό.Ήμουνα χειρότερος κι από έναν βρωμερό σκύλο, εξαιτίας των αμαρτιών μου’ σαν άρχισα όμως να ζητώ συγχώρηση από το Θεό, Αυτός μου έδωσε όχι μόνο τη συγχώρηση αλλά και το Άγιο Πνεύμα. Έτσι, εν Πνεύματι Αγίω, γνώρισα το Θεό.Βλέπεις αγάπη που έχει ο Θεός για μας; Ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε να περιγράψει την ευσπλαχνία Του;Αδελφοί μου, πέφτω στα γόνατα και σας παρακαλώ, πιστεύετε στο Θεό, πιστεύετε πως υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, που μαρτυρεί για το Θεό σ’ όλες τις εκκλησίες μας, αλλά και στην ψυχή μου. Το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη. Και η αγάπη αυτή πλημμυρίζει όλες τις ψυχές των ουρανοπολιτών αγίων. Και το ίδιο Άγιο Πνεύμα είναι στη γη, στις ψυχές όσων αγαπούν το Θεό. Εν Πνεύματι Αγίω οι ουρανοί βλέπουν τη γη, ακούνε τις προσευχές μας και τις προσκομίζουν στο Θεό.
*
Ζούμε στη γη και δεν βλέπουμε το Θεό, δεν μπορούμε να Τον δούμε. Αλλά σαν έρθει το Άγιο Πνεύμα στην ψυχή, τότε θα δούμε το Θεό, όπως Τον είδε ο άγιος Στέφανος (Πραξ. 7, 55-56). Η ψυχή και ο νους αναγνωρίζουν αμέσως με το Άγιο Πνεύμα ότι Αυτός είναι ο Κύριος. Έτσι ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος, με το Άγιο Πνεύμα, αναγνώρισε στο μικρό βρέφος τον Κύριο (Λουκ. 2, 25-32). Έτσι και ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, με το Άγιο Πνεύμα επίσης, αναγνώρισε τον Κύριο και Τον υπέδειξε στους ανθρώπους. Και στον ουρανό και στη γη ο Θεός γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα, όχι με την επιστήμη. Και τα παιδιά που δεν σπούδασαν καθόλου, γνωρίζουν τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Χωρίς το Άγιο Πνεύμα κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό και πόσο πολύ μας αγαπάει. Ακόμα κι αν διαβάζουμε ότι μας αγάπησε και έπαθε από αγάπη για μας, σκεφτόμαστε γι’ αυτά μόνο με το νου, αλλά δεν καταλαβαίνουμε όπως πρέπει, με την ψυχή, την αγάπη του Χριστού. Όταν όμως μας διδάξει, τότε γνωρίζουμε με ενάργεια και αισθητά την αγάπη’ τότε γινόμαστε όμοιοι με τον Κύριο.
*
Καθένας μας μπορεί να κρίνει για το Θεό κατά το μέτρο της χάριτος του Αγίου Πνεύματος που γνώρισε. Γιατί πώς είναι δυνατό να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε για πράγματα που δεν είδαμε ή δεν ακούσαμε και δεν ξέρουμε; Οι άγιοι λένε πως είδαν το Θεό. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που λένε ότι δεν υπάρχει Θεός. Είναι φανερό πως μιλούν έτσι, γιατί δεν Τον γνώρισαν΄ αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου πως ο Θεός δεν υπάρχει. Οι άγιοι μιλούν για πράγματα που πραγματικά είδαν και γνωρίζουν. Δεν λένε, για παράδειγμα, πως είδαν ένα άλογο μήκους ενός χιλιομέτρου ή ένα πλοίο δέκα χιλιομέτρων, που δεν υπάρχουν. Κι εγώ νομίζω, πως, αν δεν υπήρχε Θεός, δεν θα μιλούσαν καν γι’ Αυτόν στη γη. Οι άνθρωποι όμως θέλουν να ζουν σύμφωνα με το δικό τους θέλημα και γι’ αυτό λένε πως δεν υπάρχει Θεός, βεβαιώνοντας έτσι μάλλον πως υπάρχει. Όλων των λαών η ψυχή αισθανόταν πως υπάρχει ο Θεός, αν και δεν ήξεραν να λατρεύουν τον αληθινό Θεό. Το Άγιο Πνεύμα όμως δίδαξε πρώτα τους προφήτες, έπειτα τους αποστόλους, ύστερα τους αγίους πατέρες και επισκόπους μας, κι έτσι έφτασε ως εμάς η αληθινή πίστη. Εμείς γνωρίσαμε τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Και όταν Τον γνωρίσαμε, τότε στερεώθηκε σ’ Αυτόν η ψυχή μας.Γνωρίστε, λαοί, ότι πλαστήκαμε για να δοξάζουμε τον ουράνιο Θεό, και να μην προσκολλάστε στη γη, γιατί ο Θεός είναι Πατέρας μας και μας αγαπάει σαν πολυπόθητα παιδιά Του.Όποιος δεν γνωρίζει τη χάρη, δεν την επιζητεί. Οι άνθρωποι προσκολλήθηκαν στη γη, γι’ αυτό οι πιο πολλοί δεν ξέρουν πως τίποτα το γήινο δεν μπορεί να συγκριθεί με τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος.
*
Πολλοί φιλονικούν για την πίστη - και δεν υπάρχει τέλος σ’ αυτές τις φιλονικίες-, ενώ, αντί να φιλονικούμε, πρέπει να προσευχόμαστε μόνο στο Θεό και την Παναγία, και ο Κύριος θα μας δώσει το φωτισμό χωρίς φιλονικίες, και μάλιστα γρήγορα. Πολλοί μελέτησαν όλες τις θρησκείες, αλλά δεν γνώρισαν την αληθινή πίστη όπως πρέπει. Όποιος όμως προσεύχεται στο Θεό με ταπείνωση να τον φωτίσει, σ’ αυτόν ο Κύριος θα δώσει να μάθει πόσο αγαπάει τον άνθρωπο. Οι υπερόπτες ελπίζουν να μάθουν τα πάντα με τον νου τους, αλλά ο Θεός τους έθεσε όρια.
*
Ο Κύριος είπε: «Όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται... ίνα θεωρή την δόξαν την εμήν» (πρβλ. Ιω. 12, 26’ 17, 24). Οι άνθρωποι όμως δεν κατανοούν τις Γραφές, τις βρίσκουν σχεδόν ακατανόητες. Μόνο όταν τους διδάξει το Άγιο Πνεύμα, τότε όλα γίνονται κατανοητά και η ψυχή αισθάνεται σαν να είναι στους ουρανούς. Γιατί το ίδιο Άγιο Πνεύμα είναι στους ουρανούς και στη γη και στην Αγία Γραφή και στις ψυχές όσων αγαπούν το Θεό. Χωρίς Πνεύμα Άγιο οι άνθρωποι πλανώνται και αδυνατούν να γνωρίσουν αληθινά το Θεό και την ανάπαυση κοντά Του, έστω κι αν μελετούν συνεχώς.
*
Ω αδελφοί, σας παρακαλώ και σας ικετεύω στο όνομα της ευσπλαχνίας του Θεού: Πιστεύετε στο Ευαγγέλιο και στη μαρτυρία της Αγίας Εκκλησίας, και τότε θα γευθείτε, ήδη απ’ αυτή τη γη, τη μακαριότητα του παραδείσου. Αληθινά, η βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας: Η αγάπη του Θεού χαρίζει στην ψυχή τον παράδεισο. Πολλοί πρίγκιπες και άρχοντες εγκατέλειψαν τους θρόνους τους, όταν γνώρισαν την αγάπη του Θεού. Κι αυτό είναι ευνόητο, γιατί η αγάπη του Θεού είναι φλογερή. Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος η χαρά της ψυχής φτάνει ως τα δάκρυα, και τίποτα επίγειο δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Πόσο ευτυχισμένοι είμαστε εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί! Τι Θεό έχουμε! Είναι αξιολύπητοι όσοι δεν γνώρισαν το Θεό. Αυτοί δεν βλέπουν το αιώνιο φως, και μετά το θάνατο πορεύονται στο αιώνιο σκοτάδι. Αυτό το ξέρουμε, γιατί το Άγιο Πνεύμα πληροφορεί μέσα στην Εκκλησία τους αγίους για το τι υπάρχει στον ουρανό και τι στον άδη. Ω, πόσο αξιολύπητοι είναι οι πλανεμένοι άνθρωποι! Αυτοί δεν μπορούν να ξέρουν τι είναι η αληθινή χαρά. Μερικές φορές διασκεδάζουν και γελούν, αλλά το γέλιο και η απόλαυση, που δοκιμάζουν, θα μεταβληθούν σε θρήνο και θλίψη. Δική μας χαρά είναι ο Χριστός. Με τα πάθη Του μας έγραψε στο βιβλίο της ζωής, και στη βασιλεία των ουρανών θα είμαστε αιώνια με το Θεό και θα βλέπουμε τη δόξα Του και θα ευφραινόμαστε μαζί Του. Η χαρά μας είναι το Άγιο Πνεύμα. Είναι τόσο γλυκό και ευχάριστο! Αυτό μαρτυρεί στην ψυχή για τη σωτηρία.
*
Τα επίγεια μαθαίνονται με την επίγεια διάνοια, ενώ ο Θεός και όλα τα επουράνια γνωρίζονται μόνο με το Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό παραμένουν απρόσιτα στο νου που δεν αναγεννήθηκε.

Τι μας εμποδίζει να γνωρίσουμε το Θεό
Η απιστία προέρχεται από την υπερηφάνεια. Ο υπερήφανος ισχυρίζεται πως θα γνωρίσει τα πάντα με το νου του και την επιστήμη, αλλά η γνώση του Θεού παραμένει ανέφικτη γι' αυτόν, γιατί ο Θεός γνωρίζεται μόνο με αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος.
*
Ο Κύριος αποκαλύπτεται στις ταπεινές ψυχές. Σ' αυτές δείχνει τα έργα Του, που είναι ακατάληπτα για το νου μας. Με τον φυσικό μας νου μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τα γήινα πράγματα, κι αυτά μερικώς, ενώ ο Θεός και όλα τα ουράνια γνωρίζονται με το Άγιο Πνεύμα.Μερικοί μοχθούν σ΄ όλη τους τη ζωή για να μάθουν τι υπάρχει στον ήλιο ή στη σελήνη ή κάτι παρόμοιο, αλλ' αυτά δεν ωφελούν την ψυχή. Αν όμως προσπαθούσαμε να γνωρίσουμε τι υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, τότε θα βλέπαμε στην ψυχή του αγίου τη βασιλεία των ουρανών, ενώ στην ψυχή του αμαρτωλού σκοτάδι και κόλαση. Και είναι ωφέλιμο να το ξέρουμε, γιατί θα είμαστε αιώνια είτε στη βασιλεία είτε στην κόλαση.
*
Ο νωθρός στην προσευχή εξετάζει με περιέργεια τα πάντα, όσα βλέπει στη γη και στον ουρανό, αλλά δεν γνωρίζει ποιος είναι ο Κύριος ούτε προσπαθεί να το μάθει. Κι όταν ακούει διδασκαλία για το Θεό, λέει:"Μα πώς είναι δυνατό να γνωρίσουμε το Θεό; Κι εσύ από που Τον γνωρίζεις;".Θα σου πω: Μαρτυρεί το Άγιο Πνεύμα, Αυτό γνωρίζει και μας διδάσκει."Άλλα μήπως το Πνεύμα είναι ορατό;".Οι απόστολοι Το είδαν να κατεβαίνει σε πύρινες γλώσσες, κι εμείς Το αισθανόμαστε μέσα μας. Είναι γλυκύτερο από καθετί γήινο. Αυτό γεύονταν οι προφήτες και μιλούσαν στο λαό, και ο λαός τους πρόσεχε. Οι άγιοι απόστολοι έλαβαν Άγιο Πνεύμα και κήρυξαν σωτηρία στον κόσμο χωρίς να φοβούνται τίποτα, γιατί τους ενίσχυε αυτό το Πνεύμα. Το ίδιο και οι μάρτυρες και οι ασκητές πήγαιναν χαρούμενοι στο μαρτύριο και την κακοπάθεια. Γιατί το Άγιο Πνεύμα, το αγαθό και γλυκύ, έλκει την ψυχή στην αγάπη του Κυρίου. Κι έτσι η ψυχή, χάρη στη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος, δεν φοβάται τα βασανιστήρια.
*
Πολλοί άνθρωποι λένε σήμερα πως δεν υπάρχει Θεός. Μιλούν έτσι γιατί στην καρδιά τους ζει υπερήφανο πνεύμα, που τους υποβάλλει ψέματα εναντίον της Αλήθειας και της Εκκλησίας του Θεού. Νομίζουν πως είναι σοφοί, ενώ στην πραγματικότητα δεν αντιλαμβάνονται καν ότι τέτοιοι λογισμοί δεν είναι δικοί τους, αλλά προέρχονται από τον εχθρό. Αν όμως κανείς τους δεχθεί στην καρδιά του και τους αγαπήσει, τότε γίνεται συγγενής με το πονηρό πνεύμα. Και είθε να μη δώσει ο Θεός σε κανένα να πεθάνει σε τέτοια κατάσταση.Αντίθετα, στην καρδιά των αγίων ζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που τους κάνει συγγενείς του Θεού. Οι άγιοι νιώθουν ολοκάθαρα πως είναι πνευματικά παιδιά του ουράνιου Πατέρα, και γι' αυτό λένε: "Πάτερ ημών...".
*
Η υπερηφάνεια εμποδίζει την ψυχή να μπει στο δρόμο της πίστεως. Στον άπιστο δίνω μια συμβουλή. Ας πει: "Κύριε, αν υπάρχεις, φώτισε με, και θα Σε υπηρετήσω μ΄ όλη μου την καρδιά και μ' όλη μου την ψυχή". Και ο Κύριος θα φωτίσει οπωσδήποτε μια τέτοια ταπεινή σκέψη και προθυμία για την υπηρεσία του Θεού. Δεν πρέπει όμως να λέει: "Αν υπάρχεις, παίδεψέ με". Γιατί αν έρθει η τιμωρία, είναι δυνατό να μη βρει τη δύναμη να ευχαριστήσει το Θεό και να μετανοήσει.Όταν ο Κύριος σε φωτίσει, τότε η ψυχή σου θα Τον αισθανθεί, θα αισθανθεί πως την συγχώρησε και την αγαπάει. Θα το μάθεις με την πείρα σου, και η χάρη του Αγίου Πνεύματος θα μαρτυρεί στην ψυχή τη σωτηρία, και θα θέλεις τότε να διακηρύσσεις σ’ όλο τον κόσμο: "Πόσο πολύ μας αγαπάει ο Κύριος!".Ο Απόστολος Παύλος, όσο δεν γνώριζε τον Κύριο, Τον καταδίωκε. Όταν όμως Τον γνώρισε, τότε γύρισε σ΄ όλη την οικουμένη κηρύσσοντας το Χριστό.Για να σωθείς, είναι ανάγκη να ταπεινωθείς. Γιατί τον υπερήφανο, και με τη βία να τον βάλεις στον παράδεισο, κι εκεί δεν θα βρει ανάπαυση. Κι εκεί δεν θα είναι ικανοποιημένος και θα λέει: "Γιατί δεν είμαι εγώ στην πρώτη θέση;". Αντίθετα, η ταπεινή ψυχή είναι γεμάτη αγάπη και δεν επιδιώκει πρωτεία, αλλά επιθυμεί για όλους το καλό και ευχαριστιέται με όλα.
*
Δείξαμε μεγάλη αμέλεια και δεν καταλαβαίνουμε πια αν υπάρχει η κατά Χριστόν ταπείνωση και αγάπη. Βέβαια, η ταπείνωση αυτή και η αγάπη γίνονται γνωστές μόνο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εμείς όμως δεν ξέρουμε ότι, για να προσελκύσουμε τη χάρη κοντά μας, πρέπει να την ποθήσουμε μ' όλη μας την ψυχή. Άλλα πώς θα ποθήσουμε κάτι που δεν το γνωρίζουμε καθόλου; Και όμως, όλοι μας τη γνωρίζουμε τη χάρη, έστω και λίγο, γιατί το Άγιο Πνεύμα κινεί κάθε ψυχή στην αναζήτηση του Θεού.Ω, πώς πρέπει να παρακαλούμε τον Κύριο να δώσει στην ψυχή το ταπεινό Άγιο Πνεύμα! Η ταπεινή ψυχή έχει μεγάλη ανάπαυση, ενώ η υπερήφανη βασανίζει η ίδια τον εαυτό της. Ο υπερήφανος δεν γνωρίζει την αγάπη του Θεού και βρίσκεται μακριά Του. Υπερηφανεύεται πως είναι πλούσιος ή επιστήμων ή ένδοξος, μα δεν ξέρει την τραγικότητα της φτώχειας και της απώλειάς του, αφού δεν γνώρισε το Θεό. Απεναντίας, εκείνον που αγωνίζεται εναντίον της υπερηφάνειας, τον βοηθάει ο Κύριος να νικήσει αυτό το πάθος.
*
Είναι αδύνατο ν' αγαπήσουμε και να γνωρίσουμε τον Κύριο, αν δεν ζήσουμε σύμφωνα με τις εντολές Του. Ο άνθρωπος όμως από μόνος του είναι ανίκανος να τηρήσει τις εντολές του Θεού. Γι' αυτό ο Ιησούς είπε: «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν" (Ματθ. 7, 7). Αν δεν ζητάμε, βασανίζουμε μόνοι μας τον εαυτό μας και χάνουμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
*
Στον αγώνα μας πρέπει να είμαστε ανδρείοι. Ο Κύριος αγαπάει την ανδρεία και συνετή ψυχή. Αν δεν έχουμε ανδρεία και σύνεση, τότε πρέπει να τα ζητάμε από το Θεό και να υπακούμε στους πνευματικούς, γιατί σ΄ αυτούς ζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο άνθρωπος μάλιστα, που ο νους του έπαθε βλάβη από δαιμονική ενέργεια, ιδίως αυτός πρέπει να υπακούει στον πνευματικό και να μην εμπιστεύεται καθόλου τον εαυτό του.Οι ψυχικές συμφορές μας έρχονται από την υπερηφάνεια, ενώ τις σωματικές τις παραχωρεί πολλές φορές ο Θεός από αγάπη για μας, όπως έγινε με τον πολύαθλο Ιώβ.Είναι πολύ δύσκολο να διαγνώσεις μέσα σου την υπερηφάνεια. Να όμως μερικά συμπτώματα: Αν σε προσβάλλουν δαίμονες ή σε βασανίζουν κακοί λογισμοί, αυτό σημαίνει πως δεν έχεις ταπείνωση. Γι' αυτό, έστω κι αν δεν αντιλήφθηκες την υπερηφάνειά σου, ταπεινώσου. Αν είσαι οξύθυμος ή, όπως λένε, νευρικός, αυτό είναι αληθινή συμφορά. Κι αν πάσχεις από παροξυσμούς και φοβίες, θα γιατρευτείς με τη μετάνοια, με το ταπεινό φρόνημα και με την αγάπη για τον αδελφό σου, ακόμα και για τους εχθρούς. Όποιος δεν αγαπάει τους εχθρούς, σε αυτόν δεν έχει κατοικήσει ακόμα η χάρη του Θεού.
*
Στην πλάνη πέφτει κανείς είτε από απειρία είτε από υπερηφάνεια. Κι αν είναι από απειρία, ο Κύριος θεραπεύει γρήγορα αυτόν που πλανήθηκε. Αν όμως είναι από υπερηφάνεια, τότε θα υποφέρει για πολύν καιρό η ψυχή, ώσπου να μάθει την ταπείνωση, και τότε θα θεραπευθεί από τον Κύριο.Στην πλάνη πέφτουμε, όταν νομίζουμε πως είμαστε πιο συνετοί και έμπειροι από τους άλλους, ακόμα κι από τον πνευματικό μας πατέρα. Έτσι σκέφτηκα κι εγώ με την απειρία μου, και γι' αυτό υπέφερα. Ευχαριστώ βαθιά το Θεό, γιατί έτσι με ταπείνωσε, με νουθέτησε και δεν πήρε το έλεός Του από μένα. Και τώρα σκέφτομαι πως χωρίς εξομολόγηση στον πνευματικό δεν είναι δυνατό ν΄ απαλλαγούμε από την πλάνη, γιατί στον πνευματικό έδωσε ο Θεός τη χάρη του "δεσμείν και λύειν".

Η κοινωνία με το Θεό
Όποιος αγαπάει τον Κύριο, σκέφτεται πάντα Εκείνον. Η θύμηση του Θεού γεννάει την προσευχή. Αν δεν θυμάσαι τον Κύριο, τότε και δεν θα προσεύχεσαι’ και χωρίς την προσευχή, δεν θα παραμείνει η ψυχή στην αγάπη του Θεού, γιατί η χάρη του Αγίου Πνεύματος έρχεται με την προσευχή.Η προσευχή προφυλάσσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, γιατί ο νους, όταν προσεύχεσαι, είναι απασχολημένος με το Θεό και στέκεται με ταπεινό Πνεύμα ενώπιον του Κυρίου, τον Οποίο γνωρίζει η ψυχή του προσευχομένου.Ο αρχάριος όμως χρειάζεται χειραγωγό, επειδή η ψυχή, πριν έρθει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, έχει μεγάλο πόλεμο εναντίον των εχθρών και δεν μπορεί να διακρίνει η ίδια, αν η γλυκύτητα που δοκιμάζει, προέρχεται από τον εχθρό. Αυτό μπορεί να το διακρίνει μόνο εκείνος που γεύθηκε ο ίδιος το Άγιο Πνεύμα. Αυτός αναγνωρίζει τη χάρη κατά τη γεύση.Όποιος θέλει να ασκεί την προσευχή χωρίς χειραγωγό και, μέσα στην υπερηφάνειά του, φαντάζεται ότι μπορεί να τη διδαχθεί από τα βιβλία, αυτός βρίσκεται κιόλας στην πλάνη. Τον ταπεινό όμως τον προστατεύει ο Κύριος· έτσι, αν πράγματι δεν υπάρχει έμπειρος οδηγός, αυτός καταφεύγει στον υπάρχοντα πνευματικό, και ο Κύριος θα τον σκεπάσει χάρη στην ταπείνωσή του. Σκέψου ότι στον πνευματικό ζει το Άγιο Πνεύμα, και αυτός θα σου πει το ωφέλιμο. Αν όμως σκεφτείς πως ο πνευματικός ζει με αμέλεια και διερωτηθείς, "Πώς είναι δυνατό να έχει το Άγιο Πνεύμα;", θα υποστείς εξαιτίας αυτής της σκέψης σου μεγάλο πειρασμό, και ο Κύριος θα σε ταπεινώσει και θα επιτρέψει να πέσεις σε κάποια πλάνη.Η προσευχή δίνεται στον προσευχόμενο. Η προσευχή που γίνεται μόνο από συνήθεια, χωρίς καρδιά συντριμμένη για τις αμαρτίες της, δεν είναι αρεστή στο Θεό.
*
Ω άνθρωπε, μάθε την κατά Χριστόν ταπείνωση, και ο Κύριος θα σου χαρίσει να γευθείς τη γλυκύτητα της προσευχής. Κι αν θέλεις να προσεύχεσαι καθαρά, γίνε ταπεινός, γίνε εγκρατής, εξομολογήσου ειλικρινά και θα σε αγαπήσει η προσευχή. Γίνε υπάκουος, υποτάξου ευσυνείδητα στις αρχές, μείνε ευχαριστημένος με όλα, και τότε ο νους σου θα καθαριστεί από μάταιους λογισμούς. Να θυμάσαι πως σε βλέπει ο Κύριος, γι’ αυτό πρόσεχε, μήπως λυπήσεις με κάτι τον αδελφό· μην τον κατακρίνεις και μη τον στενοχωρήσεις ούτε μ’ ένα βλέμμα, και το Πνεύμα το Άγιο θα σε αγαπήσει και θα σε βοηθήσει σε όλα.
*
Το Άγιο Πνεύμα μοιάζει πολύ με αγαπημένη, γνήσια μητέρα. Η μητέρα αγαπάει το παιδί της και πονάει γι’ αυτό. Έτσι και το Άγιο Πνεύμα σπλαχνίζεται, συγχωρεί, θεραπεύει, νουθετεί και χαροποιεί. Και αναγνωρίζεται το Άγιο Πνεύμα στην ταπεινή προσευχή.
*
Όποιος αγαπάει τους εχθρούς, αυτός γρήγορα θα γνωρίσει τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Όποιος όμως δεν τους αγαπάει – γι’ αυτόν δεν θέλω ούτε καν να γράψω. Όμως τον λυπάμαι, γιατί βασανίζει τον εαυτό του και τους άλλους και δεν θα γνωρίσει τον Κύριο.
*
Στις εκκλησίες τελούνται οι ιερές ακολουθίες και το Πνεύμα του Θεού κατοικεί σ’ αυτές. Η ψυχή, ωστόσο, είναι ο καλύτερος ναός του Θεού, και όποιος προσεύχεται εσωτερικά, γι’ αυτόν όλος ο κόσμος έγινε ναός του Θεού. Αυτό όμως δεν είναι για όλους.Πολλοί προσεύχονται προφορικά ή προτιμούν να προσεύχονται με βιβλία. Και αυτό καλό είναι και ο Κύριος δέχεται την προσευχή τους. Αν όμως κανείς προσεύχεται και σκέφτεται άλλα πράγματα, ο Κύριος δεν εισακούει αυτή την προσευχή.
*
Η αδιάλειπτη προσευχή προέρχεται από την αγάπη και χάνεται εξαιτίας της κατακρίσεως, της αργολογίας και της ακράτειας. Όποιος αγαπάει το Θεό, αυτός μπορεί να Τον σκέφτεται μέρα και νύχτα, γιατί το ν’ αγαπάς το Θεό καμιά εργασία δεν το παρεμποδίζει.


Η αληθινή ελευθερία
Όλοι μας ταλαιπωρούμαστε στη γη και ζητάμε ελευθερία, μα λίγοι ξέρουν τι είναι η ελευθερία και που βρίσκεται.Κι εγώ θέλω επίσης ελευθερία και την αναζητώ μέρα και νύχτα. Έμαθα πως βρίσκεται κοντά στο Θεό και δίνεται απ’ Αυτόν σ’ όσους έχουν ταπεινή καρδιά, σ’ όσους μετανόησαν και έκοψαν το θέλημά τους ενώπιον του Κυρίου. Σ’ όποιον μετανοεί, ο Θεός δίνει την ειρήνη Του και την ελευθερία να Τον αγαπάει. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο στον κόσμο από την αγάπη του Θεού και του πλησίον. Σ’ αυτά βρίσκει η ψυχή ανάπαυση και χαρά.
*
Η καρδιά μου πονάει για όλο τον κόσμο και προσεύχομαι με δάκρυα γι’ αυτόν, να μετανοήσουν όλοι και να γνωρίσουν το Θεό, να ζήσουν με αγάπη και να γευθούν τη γλυκύτητα της ελευθερίας του Θεού.Ω, όλοι οι άνθρωποι, προσευχηθείτε και κλάψτε για τις αμαρτίες σας, για να σάς συγχωρήσει ο Κύριος. Όπου υπάρχει άφεση αμαρτιών, εκεί βρίσκεται η ελευθερία της συνειδήσεως και η αγάπη, έστω και λίγη.
*
Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Αυτή είναι η αληθινή ελευθερία: η αγάπη για το Θεό και τον πλησίον. Εδώ βρίσκεται και η ελευθερία και η ισότητα. Στην κοσμική τάξη είναι αδύνατο να υπάρξει ισότητα- αυτό όμως δεν έχει σημασία για την ψυχή. Δεν μπορεί να είναι ο καθένας βασιλιάς ή άρχοντας, πατριάρχης ή ηγούμενος ή διοικητής. Μπορεί όμως ο καθένας, σε όποια τάξη κι αν ανήκει, ν’ αγαπάει το Θεό και να είναι ευάρεστος σ’ Εκείνον- κι αυτό είναι το σπουδαίο. Και όσοι αγαπούν περισσότερο το Θεό στη γη, θα έχουν περισσότερη δόξα στη βασιλεία των ουρανών και θα είναι πιο κοντά στον Κύριο. Ο καθένας θα δοξαστεί κατά το μέτρο της αγάπης του.
*
Η θεία χάρη δεν αφαιρεί την ελευθερία, αλλά συνεργεί μόνο στην εκπλήρωση των εντολών του Θεού. Ο Αδάμ βρισκόταν στην κατάσταση της χάριτος, αλλά δεν του αφαιρέθηκε το αυτεξούσιο. Οι άγγελοι παραμένουν επίσης στο Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν τους έχει αφαιρεθεί η ελεύθερη βούληση.
*
Ο Κύριος έδωσε στη γη το Άγιο Πνεύμα· και όσοι το έλαβαν, αισθάνονται τον παράδεισο μέσα τους.Ίσως πεις: "Γιατί λοιπόν δεν έχω κι εγώ μια τέτοια χάρη;". Επειδή εσύ δεν παραδόθηκες στο θέλημα του Θεού, αλλά ζεις σύμφωνα με το δικό σου θέλημα.
*
Παρατηρήστε εκείνον που αγαπάει το θέλημά του: Δεν έχει ποτέ ειρήνη στην ψυχή του και δεν ευχαριστιέται με τίποτα. Γι' αυτόν όλα γίνονται όπως δεν θα έπρεπε. Όποιος όμως δόθηκε ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, έχει την καθαρή προσευχή και η ψυχή του αγαπάει τον Κύριο.
*
Έτσι δόθηκε στο Θεό η Υπεραγία Παρθένος: "Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου" (Λουκ. 1, 38).Αν λέγαμε κι εμείς, "Ιδού ο δούλος Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου", τότε τα ευαγγελικά λόγια του Κυρίου θα ζούσαν στις ψυχές μας, η αγάπη του Θεού θα βασίλευε σ΄ όλο τον κόσμο και η ζωή στη γη θα ήταν απερίγραπτα ωραία.Αλλά μολονότι τα λόγια του Κυρίου ακούγονται τόσους αιώνες σ΄ όλη την οικουμένη, οι άνθρωποι δεν τα καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να τα παραδεχθούν. Όποιος όμως ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αυτός θα δοξαστεί και στον ουρανό και στη γη.

(Από τη σειρά των φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής.)

Απόγνωση, αποθάρρυνση και θάρρος


Απόγνωση, αποθάρρυνση και θάρρος
(Μνήμη Αγίου Νήφωνος)
γέροντος ιωσήφ του ησυχαστή

Στην πνευματική μας πορεία, υπάρχει κάτι πού είναι ο μεγαλύτερος σκόπελος. Και είναι τόσο πολύ σημαντικό, γιατί αυτό, εάν το προσέξη ο άνθρωπος, πολλά κερδίζει. Εάν όμως δεν το προσέξη, πολύ ζημιώνεται. Ο σκόπελος αυτός λέγεται αποθάρρυνσι, απογοήτευσι και ευρίσκεται μέσα στην πρακτική υφή της ζωής μας. Όπως και άλλες φορές είπαμε, οι αρχές και οι γραμμές βάσει των οποίων γίνεται το ξεκίνημά μας, είναι η ορθή πίστι και η αγαθή προαίρεσι. Η πρακτική όμως, η κατ᾽ ενέργεια, η ενεργοποιός μερίς του ανθρώπου, είναι εκείνη η οποία τον αποδεικνύει πιστό, δηλαδή επισφραγίζει την ομολογία του. Μέσα σε αυτή την πρακτική, ο άνθρωπος είτε προβιβάζεται και επιτυγχάνει, είτε υποβιβάζεται και χάνει. Το σημείο εκείνο το οποίο είναι τόσο επωφελές για μας, έγκειται σε τούτο, στο να μην χάνωμε το θάρρος μας, αλλά να συνεχίζωμε, παρ᾽ όλες τις δυσχέρειες και τις επιπλοκές πού υπάρχουν μέσα στην ενεργητικότητα της πρακτικής.

Η αμαρτία επιδιώκει να απατήση τον άνθρωπο, διότι η φύσι της, αν την ερευνήσωμε, είναι απάτη. Στην ουσία δεν υπάρχει κακό, αλλά το νόημα είναι πού το μεταβάλλει. Επειδή ακριβώς μεταβαλλόμενη δια του νοήματος μία πράξι γίνεται ένοχη, εάν δεν καλυφθή από την πρόφασι της απάτης, δεν πλανάται ο νους του ανθρώπου. Όπως δεν είναι δυνατό να βαδίση κανείς στην καταστροφή του και στην απώλειά του, βλέποντας τον προκείμενο κίνδυνο. Για να αψηφά τον κίνδυνο, πρέπει αυτός να συγκαλυφθή με κάποιο τρόπο, ούτως ώστε να απατήση τον άνθρωπο και να πέση στην παγίδα. Αυτός είναι ο απατηλός τρόπος της προβολής της αμαρτίας, του κάκου και με αυτό τον τρόπο συλλαμβάνεται ο άνθρωπος, ελέγχεται ως άπιστος και ότι οι υποσχέσεις του προς τον Θεό, πώς θα τον αγαπά εξ όλης της ψυχής, είναι ψευδείς.
Ένας μεγάλος ισχυρός παράγων, ο οποίος είναι ο συντελεστής της επιτυχίας μας, είναι ακριβώς το να κρατήση ο άνθρωπος το θάρρος του. Μου εδόθη αφορμή από την βιογραφία του μεγάλου Πατρός μας Νήφωνος, Επισκόπου Κωνσταντιανής, πού σήμερα εορτάζομε, ο οποίος πολλά έχει να μας διδάξη στο θέμα του θάρρους. Σε αυτό έχει ιδιαίτερη επίδοσι.
Καθένας από τους μεγάλους και κορυφαίους Πατέρας, έχει μία επίδοσι ιδιαίτερη, παρ᾽ όλο πού όλοι έχουν φθάσει στο τέρμα της κατά άνθρωπο τελειότητας. Εν τούτοις κατά ένα ιδιαίτερο φυσικά τρόπο επέτυχαν περισσότερο σε ένα τομέα, τον οποίο και εκφράζουν. Ειδικά στο πρόσωπο αυτού του μεγάλου φωστήρος, ευρίσκεται ακριβώς αυτός ο παράγων του θάρρους.
Στην πραγματικότητα αποθάρρυνσι δεν υπάρχει, για τον εξής λόγο. Το εάν είμεθα πιστοί και ιδίως αν ακολουθούμε αυτό τον ιδιαίτερο δρόμο πού οδηγεί -ανθρωπίνως - στην τελειότητα, δεν είναι αυτό τυχαίο, ούτε εξ ιδιαιτέρας μόνο προθέσεως. Οι περισσότεροι από μας ευρεθήκαμε στην ζωή αυτή καθαρώς

από ένα θαυματουργικό τρόπο της επεμβάσεως της Χάριτος του Θεού. Αυτός μας οδήγησε, γιατί ακριβώς μας είχε προορίσει. Έχοντας επίγνωσι ότι είμεθα προσκεκλημένοι, προορισμένοι και δεδικαιωμένοι ήδη, δεν τίθεται πλέον θέμα αποθαρρύνσεως, δεν τίθεται θέμα ερεύνης και αμφιβολίας. Τώρα γεννάται το δεύτερο θέμα, το πρακτικότατο. Στην ώρα της ενεργείας της μάχης, ενδέχεται ο άνθρωπος να πέση.
Αλάνθαστος άνθρωπος δεν υπάρχει, και ιδίως όταν είναι ακόμα ατελής και εμπαθής. Πολλά πράγματα δεν τα γνωρίζει, πολλά πράγματα δεν δύναται. Αλλά και απειρία έχει και άνισο πόλεμο διεξάγει, διότι οι εχθροί μας είναι πνεύματα, δεν είναι όπως εμείς, σώματα, τα οποία υφίστανται, τρόπο τινά, διάφορες τροπές και αλλοιώσεις. Όλα αυτά και τα τόσα αλλά τα οποία άλλες φορές ερμηνεύσαμε, είναι εκείνα πού μας προκαλούν ολισθήματα, αποτυχίες και γενικά λάθη.
Ο διάβολος, ο οποίος είναι πονηρός και γνωρίζει την σημασία της αποθαρρύνσεως πόσο είναι ισχυρά, δίδει το μεγαλύτερο βάρος εδώ, κατά την γνώμη των -Πατέρων, στο να προκαλέση αποθάρρυνσι, μετά το λάθος του αγωνιστή. Να του κόψη το θάρρος, γιατί το θάρρος είναι όπως στο σώμα το κεφάλι, πού είναι το κεντρικώτερο μέρος από το οποίο και εξαρτάται ολόκληρο το σώμα. Έτσι και στην ενεργητικότητα του ανθρώπου- το μεγαλύτερο μέρος είναι ακριβώς το θάρρος, ο ζήλος, η ορμή, από όπου πηγάζει η ενέργεια.
Το θέμα της μετανοίας και της πρακτικής πίστεως δεν είναι αφηρημένο, είναι συγκεκριμένο. Πιστεύει κανείς και βαδίζειῥ και όχι μόνο βαδίζει, αλλά εντατικά αγωνίζεται, επιμένει και κρούει, περιμένοντας ότι θα του ανοίξουν. Όταν όμως χάση το θάρρος; Τότε σταματά, δεν βαδίζει πλέον, ούτε κρούει, ούτε ζητεί, ούτε αιτεί και τρόπον τινά παραδίδεται άνευ όρων. Είναι πάρα πολύ μεγάλης σημασίας το θέμα του θάρρους, στο να το κράτη κανείς και να το ανακτά, όταν το βλέπη να κινδυνεύη και ποτέ να μην το προδίδη.

Η αμαρτία ποτέ δεν εμφανίζεται όπως είναι, γυμνή, αφηρημένη, γιατί εάν εμφανισθή έτσι, δεν απατά εύκολα τον νου του ανθρώπου, ώστε να αμαρτήση. Έρχεται κεκαλυμμένη από μια πρόφασι και με τον δόλο αυτό απατά τον άνθρωπο.
Ξέροντάς το λοιπόν αυτό, ποτέ δεν προδίδομε το θάρρος μας υπό οποιανδήποτε μορφή και αν γλιστρήσωμε. Ακόμη, να πη κανείς, και στην πιο πρόδηλη αφορμή, πού νομίζει ότι είναι απόλυτα υπαίτιος -αν ήθελα, δεν το πάθαινα-, και στην πιο προφανή ακόμα πρόφασι πού εξ υπαιτιότητάς του ο άνθρωπος αμαρτάνει, δεν πρέπει να χάνη το θάρρος του, δηλαδή και εκεί πού αμαρτάνει από ιδική του απροσεξία.
Στη βιογραφία αυτού του μεγάλου φωστήρας, είναι τόσο καταφανές αυτό το όποιο ακούσαμε στην ανάγνωσι, ώστε πράγματι προκαλεί σε όλους κατάπληξι. Στο πώς, όχι απλώς σε παρεμπίπτουσες και λανθάνουσες καταστάσεις πού του προκαλούσαν, τρόπο τινά, ήττα, αλλά και στις προφανέστερες, να μην υποχωρή και χάνη το θάρρος του. Ευρίσκαμε αυτό τον φωστήρα να μεγαλουργή και βλέπομε την ανταπόκρισι της Χάριτος του Θεού, στο πόσο εναγκαλίζεται και θεωρεί αθλητή αυτόν, ο οποίος, αν και ημαγμένος, δεν παραδίδεται.
Και έτσι πρέπει. Διότι στην πραγματικότητα το γεγονός είναι ένα. Κάνει κάποιος μια έρευνα στον εαυτό του την ώρα πού εγλίστρησε και έπεσε και συνετρίβη᾽ σταματά μια στιγμή και λέει· - Καλά, τώρα εγώ αρνήθηκα τον Θεό; Μέσα μου αλλοιώθηκε κάτι και απεφάσισα ότι θα παύσω να είμαι χριστιανός; Τώρα μέσα μου εγεννήθη κάτι, πού με έπεισε ότι δεν πρέπει να πιστεύω στο Θεό, ούτε πρέπει να τον ακολουθώ; Μη γένοιτο κάτι τέτοιο. Ούτε ως σκέψι δεν είναι δυνατό να ευρέθη μέσα μου αυτό. Μάλλον καραδοκώ και αναμένω να με αξίωση η Χάρις Του, ακόμα και να αποθάνω. Όχι μόνο να αγωνίζομαι, αλλά, εάν δοθή αφορμή, να αποθάνω μόνο για την ιδική Του ομολογία. Αυτό δεν αλλοιώθηκε μέσα μου ποτέ, δεν

άλλαξεῥ πώς λοιπόν τώρα, επειδή εγλίστρησα, αποθαρρύνομαι και προδίδω την αγάπη του Θεού; Απάτη είναι. Ήταν μεγάλο το τραύμα, ήταν μεγάλο το γλίστρημα. Μέσα στα μυστήρια του τρόπου της ενεργείας της Χάριτος έγινε, τρόπον τινά, αυτός ο πρακτικός τρόπος, πού αυτή την ώρα δεν ερευνώ. Φυσικά λαμβάνοντας τη μομφή επάνω μου και ξέροντας ότι εξ υπαιτιότητός μου απεσύρθη η Χάρις παιδαγωγούσα με στο να με κάνη συνετότερο, ευλαβέστερο, θερμότερο και προσεκτικότερο. Με παρέδωσε η Θεία Χάρις σε αυτή την πτώσι - δεν αποθαρρύνομαι γι᾽ αυτό το πράγμα - δεν τρομάζω, διότι αν και ξέρω την ευτέλεια μου και ελεεινολογώ τον εαυτό μου ότι δεν είμαι τίποτε, πιστεύω ότι εκείνο πού με κρατεί είναι η Χάρις του Θεού. Έτσι δεν χάνω το θάρρος μου. Όχι ότι αισθάνομαι στον εαυτό μου καμμιά ικανότητα - ποτέ αυτό δεν το εσκέφθηκα ούτε και θα το σκεφθώ - αλλά έχοντας αποδείξεις της ελεημοσύνης του Θεού απέναντί μου μέχρι σήμερα, στέκομαι ακίνητος και λέω ότι ο χθες Θεός και σήμερα και αύριο είναι ο ίδιος. Δεν έκανε λάθος ο Θεός, όταν με εκάλεσε όχι βέβαια για την ικανότητα μου, αλλά για την υπερβολή της αγάπης Του προς εμέ τον αμαρτωλό και ωρκίσθη στον εαυτό Του ότι «ζω εγώ, ου μη θελήσει θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι καί ζην αυτόν» (Ιεζεκ. 18,23). Αυτός ο Πανάγαθος Θεός και Πατήρ, εσύναξε και μένα, το μη ον, το ασθενές, το μωρό, το εξουθενημένο και με βαστάζει από τότε πού με εκάλεσε μέχρι σήμερα, χωρίς να έχει βαρεθή, και αύριο ο ίδιος είναι, και μεθαύριο ο ίδιος είναι, αφού μένω και εγώ ο ίδιος. Μένω πιστός στην ομολογία μου. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω. Δεν με απασχολεί το πώς εγλίστρησα, άλλωστε έχω και πείρα της ευτέλειάς μου ποίος είμαιή, Βλέπετε λογικά πώς τοποθετείται το πράγμα;
Άρα λοιπόν ο Άγιος αυτός, ο οποίος και κατά αυτό τον τρόπο αγωνίστηκε, δεν είναι γιατί ήταν εξαίρεσι. Ακριβώς την θέσι των πραγμάτων ετόνισε . Ότι ποτέ κανείς δεν πρέπει να αποθαρρύνεται, γιατί η αποθάρρυνσι, όπως είπα, είναι η μεγαλυτέρα χαρά του σατανά, διότι βλέποντας αυτός την αποθάρρυνσι λαμβάνει προσωπικότητα, ενώ δεν έχει ούτε θέσι,

ούτε τόπο, ούτε προσωπικότητα. Ως οντότης υπάρχει, δεν εννοώ αύτη την προσωπικότητα. Προσωπικότητα εννοώ, ότι δεν έχει θέσι, δεν έχει μέτρο να σταθή αντίκρυ από μας. Ναι, διότι «νυν ο άρχων του κόσμου τούτου έρχεται και εν ημίν ευρήσει ουδέν» (Ιωάν. 14,30) και «νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω» (Ιωάν. 12,31). Όταν όμως βλέπει τον άνθρωπο ότι αποθαρρύνεται και υποχωρεί, τότε αυτός παίρνει θέσι. Τότε αρχίζει να πιστεύη ότι όντως τον υπελόγισε ο άνθρωπος, τον εφοβήθη και παρέδωσε τα όπλα του. Αυτό είναι ψεύδος. Βλέπετε πόση μεγάλη σημασία έχει;
Πάντως όμως το γεγονός είναι ένα. Ότι το θέμα της αποθαρρύνσεως έχει πάρα πολύ μεγάλη βαρύτητα, ιδίως για μας τους μοναχούς. Επειδή εμείς οι μοναχοί έχοντες περισσοτέρα ευχέρεια και πολεμούντες λεπτομερέστερα, ακριβώς ευρισκόμεθα σε αυτά τα περιθώρια, στο να ελέγχωμε ακόμα και τις σκέψεις και τα νοήματα από τα οποία προέρχονται οι διάφορες ενέργειες· και ευρισκόμενοι συνεχώς στην γραμμή του πυρός, είμεθα υποχρεωμένοι να κάνωμε αυτές τις ανασκοπήσεις και έρευνες για να ξέρωμε πόθεν ερχόμεθα και που υπάγαμε. Επομένως χρειάζεται μεγάλη προσοχή, γιατί οι τρόποι της αποθαρρύνσεως είναι πάρα πολλοί και ο άνθρωπος χάνει το θάρρος του, χάνει τον ζήλο του και μειώνει την μαχητικότητά του. Το ότι σκυθρωπάζει και αλλοιώνεται, όλα αυτά είναι είδος αποθαρρύνσεως, είναι είδος ηττοπαθείας. Όλα αυτά ο σατανάς τα εκμεταλλεύεται. Κανένα από όλα αυτά δεν πρέπει να έχη θέσι. Δεν συμβαίνει απολύτως τίποτε. Στη γραμμή του πυρός, εκεί πού υπάρχει συνεχής μάχη, δεν είναι παράδοξο να υπάρχουν πληγές.
Όπως μας παρέδωσαν οι Πατέρες, πολλές φορές και η Ίδια ακόμη η Χάρις αφήνει τον άνθρωπο -θέλοντας να τον διδάξη και να τον ανεβάση σε υψηλότερα επίπεδα πρακτικής εμπειρίας - τον αφήνει επίτηδες να κινδυνεύση από την αμαρτία, -για να ερεθίση έτσι περισσότερο τον θυμό του εναντίον της. Και λαμβάνοντας πληγές ο άνθρωπος, μανθάνει τους τρόπους από που συνέβησαν αυτά και τότε τον μεν Θεό

αγαπά γνησίως, διότι βλέπει την στοργή Του, τον δε διάβολο βδελύσσεται αξίως, βλέποντας την κακότητά του και την πονηριά του και το αδίστακτό του στο να μας καταστρέψη.
Εκείνο το οποίο κατέχομε και είναι για μας άγκυρα πάσης ελπίδος, αναμφισβήτητης και χειροπιαστής, είναι ότι παραμένει μαζί μας η Θεία Χάρις. Ο καθένας μας οπό την ημέρα της ευσέβειάς μας, από τότε δηλαδή πού εισήλθαμε εκουσίως μέσα στους όρους της μετανοίας μέχρι σήμερα, ποτέ δεν ημπορέσαμε, καμία ημέρα, να φυλάξωμε το θέλημα του Κυρίου. Και όμως δεν απέστη! Παραμένει μαζί μας, μας δικαιώνει εκ της αγαθότητάς Του και μόνο. Τα αμεταμέλητα χαρίσματα του Θεού σε μας είναι χειροπιαστά, δεν υπάρχει αμφιβολία. Δεν δικαιώνω την αμαρτωλότητα, ούτε συνιστώ την ραθυμία. Αυτά είναι προδοσία. Τέτοιο πράγμα δεν υφίσταται μέσα στην προαίρεση των χριστιανών και ο,τιδήποτε και αν συμβαίνη είναι εξ αιτίας της ατέλειας τους.
Ο άνθρωπος ευρισκόμενος στο γίγνεσθαι, είναι ατελής. Βαδίζει προς την τελειότητα ζητώντας περισσοτέραν επίδρασι της Χάριτος και μόνιμη ενοίκησι μέσα του. Την αποκτά σιγά-σιγά δια της ελεημοσύνης του Θεού, αγωνιζόμενος κατά των παθών του, ούτως ώστε να τα αποβάλη, για να εύρη περισσότερη θέσι μέσα του η Θεία Χάρις. Μέχρι πού να γίνη αυτό, υφίσταται όλες τις αλλοιώσεις και τις τροπές.
Επιμένω στο θέμα της αποθαρρύνσεως, δια να προσεχθή πάρα πολύ. Εκείνος ο οποίος επεσήμανε αυτό τον τομέα και τον αξιολόγησε, επιτυγχάνει πάρα πολλά. Εκείνος ο οποίος δεν προσέχει και αφήνει ακάλυπτη την πλευρά αυτή και με το παραμικρό αποθαρρύνεται, οπισθοχωρεί και αφήνει τον ζήλο του, αδικείται κατάφωρα, χάνει χωρίς να υπάρχει λόγος και μπορώ να πω φεύγει «χωρίς διώκοντος».
Γι᾽ αυτό με παράδειγμα την βιογραφία και την παιδεία του μεγάλου αυτού Πατρός, όλοι μας να γίνωμε περισσότερο ζηλωταί, περισσότερο μαχηταί. Δεν υπάρχει μέσα στην μερίδα

μας απογοήτευσι και αποθάρρυνσι. Και δεν υπάρχει, γιατί απλούστατα εμείς οι ίδιοι και τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα μας γνωρίζομε. Γνωρίζομε ότι ομολογούμε την πίστι και την αγάπη μας προς τον Θεό και ότι ουδέποτε την αρνούμεθα και ακόμα ξέρουμε την σύμπραξι και συμπαράστασι του Θεού προς ημάς, η οποία είναι αμετάβλητη, αμεταμέλητη και αναλλοίωτη.
Δι᾽ ευχών του Αγίου Πατρός ημών Νήφωνος και της Κυρίας μας Θεοτόκου είθε να επιτύχωμε αισίως το σκοπό της ζωής μας.

Περί της αποκλίσεως της Δυτικής Χριστιανοσύνης από το Ορθόδοξο ήθος

Περί της αποκλίσεως της Δυτικής Χριστιανοσύνης από το Ορθόδοξο ήθος

Σ’ αυτά όμως τα θέματα οι σημερινοί Ορθόδοξοι δυσκολεύονται να απαντήσουν, διότι έχουν σήμερα απομακρυνθή τόσο πολύ από αυτήν την παράδοσι, που δεν σκέπτονται πλέον την Ορθόδοξη Χριστιανική αγωγή μέσα στα πλαίσια της νόσου και της θεραπείας. Δεν την θεωρούν την Ορθοδοξία σαν θεραπευτική αγωγή, αν και όλες οι ευχές της Εκκλησίας είναι ξεκάθαρες πάνω στο θέμα αυτό. Διότι ο Χριστός ποιος είναι για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς; Δεν αποκαλείται επανειλημμένως μέσα στις ευχές και στα τροπάρια της Εκκλησίας ως ο «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών»;
Αν ψάξετε στην Παπική ή στην Προτεσταντική παράδοσι, αυτή η επωνυμία για τον Χριστό, ως ιατρό, δεν υπάρχει πουθενά! Ο Χριστός μόνο στην Ορθόδοξη παράδοσι αποκαλείται ιατρός. Γιατί όμως αυτή η παράδοσις έσβησε από τους Παπικούς και τους Προτεστάντες και, όταν τους μιλάμε για θεραπευτική αγωγή, ξαφνιάζονται; Διότι η ανάγκη της καθάρσεως και του φωτισμού, η ανάγκη της εσωτερικής αλλαγής έφυγε από τους ανθρώπους αυτούς στην δική τους Θεολογία. Γι’ αυτούς εκείνος που αλλάζει δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά ο Θεός! Ο άνθρωπος γι’ αυτούς δεν αλλάζει. Το μόνο πράγμα που κάνει ο άνθρωπος γι’ αυτούς είναι ότι γίνεται καλό παιδί. Και όταν ο άνθρωπος από κακό παιδί που ήταν γίνη καλό παιδί, τότε ο Θεός τον αγαπά. Διαφορετικά, τον αποστρέφεται! Αν παραμένη ή γίνεται κακό παιδί, τότε ο Θεός δεν τον αγαπά! Δηλαδή, αν ο άνθρωπος γίνη καλό παιδί, τότε αλλάζει και ο Θεός και γίνεται καλός. Και από εκεί που δεν τον αγαπούσε, τώρα τον αγαπά ! Όταν ο άνθρωπος γίνεται κακό παιδί, ο Θεός θυμώνει και, όταν ο άνθρωπος γίνεται καλό παιδί, ο Θεός χαίρεται! Αυτό δυστυχώς γίνεται στην Ευρώπη.
Αλλά το κακό είναι ότι αυτό δεν γίνεται μόνο στην Ευρώπη, αλλά γίνεται και στην Ελλάδα και σε πολλούς μέσα στην Εκκλησία αυτό το πνεύμα επικρατεί. Έχει καταντήσει να είναι η Ορθοδοξία μία θρησκεία, που ο Θεός αλλάζει διαθέσεις! Όταν ο άνθρωπος είναι καλός, ο Θεός τον αγαπάει. Και όταν είναι κακός, ο Θεός δεν τον αγαπάει9. Ο Θεός δηλαδή τιμωρεί και βραβεύει! Οπότε η ουσία της Ορθοδοξίας σήμερα είναι μία ηθικολογία στην Ελλάδα. Αυτά δεν διδάσκανε τα Κατηχητικά στα παιδιά και οι παραεκκλησιαστικές Οργανώσεις, που έχουν Δυτικά πρότυπα και διέβρωσαν το Ορθόδοξο πνεύμα;
Λοιπόν, αν κάποιος μετά από αυτά θελήση να μάθη γιατί κατήντησε η Ορθοδοξία σ’ αυτά τα χάλια, ας διαβάση Αδαμάντιο Κοραή! Αυτός μετά την Επανάστασι του 1821 εγκαινίασε αυτή την γραμμή στην Ελλάδα. Αυτός είναι εκείνος, ο οποίος εγκαινίασε τον διωγμό εναντίον του Ησυχασμού, εναντίον του παραδοσιακού Μοναχισμού, εναντίον της Ορθοδόξου και μόνης σωστής θεραπείας της ψυχής του ανθρώπου. Αλλά ας ξεκινήσωμε από αλλού.
11
Ας υποθέσωμε ότι ένας ερευνητής επιστήμονας, που δεν έχει σχέσι με θρησκείες , ένας άθεος, αν θέλετε, κάνει έρευνα πάνω στις θρησκευτικές παραδόσεις και φθάνοντας στην Ορθόδοξη παράδοσι σκαλίζει, ανακαλύπτει και περιγράφει αυτά τα πράγματα. Οπότε λέγει: Για κοιτάτε εδώ! Αυτή η παράδοση μιλάει για ψυχή, για νοερά ενέργεια της ψυχής και για συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή. Μετά αυτός ο άνθρωπος ερευνώντας φθάνει να αναγνωρίση ότι, αν αυτή η θεραπευτική αγωγή εφαρμοσθή στις κοινωνίες των ανθρώπων, θα έχει πολύ ωφέλιμα αποτελέσματα για την ατομική και κοινωνική υγεία. Μετά, συνεχίζοντας το ψάξιμο, αρχίζει να εξακριβώνη από πότε εμφανίσθηκε αυτή η παράδοσι, ποιες είναι οι πηγές της, πόσους αιώνες επιτυχώς εφαρμόσθηκε στην πράξι, που εφαρμόσθηκε και συνεχίζοντας βρίσκει γιατί δεν υπάρχει σήμερα στους Ορθοδόξους, στην πλειοψηφία τους, αυτή η παράδοσι, και γιατί η Ορθοδοξία υπέστη αλλοίωσι. Και ο ερευνητής αυτός συνεχίζει και βρίσκει ότι αυτό συνέβη, διότι εδιώχθη ο Ησυχασμός και ο παραδοσιακός Μοναχισμός, που είναι ο φορέας της παραδόσεως αυτής.
Γιατί εδιώχθη όμως; Διότι οι χώροι στους οποίους ήκμαζε άρχισαν να δυτικοποιούνται πολιτιστικά, όπως συνέβη στην Ρωσσία μετά την μεταρρύθμισι του «Μεγάλου» Πέτρου, και στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση του 1821. Ο σύγχρονος ιστορικός Τoynbee λέγει ότι ο Ορθόδοξος πολιτισμός αφομοιώνεται σιγά-σιγά σήμερα από τον Δυτικό πολιτισμό10. Έχει γράψει ολόκληρο βιβλίο, στο οποίο διακρίνει τους υπάρχοντες σήμερα πολιτισμούς σε πέντε μόνον, από τους είκοσι με είκοσι πέντε που υπήρχαν στο παρελθόν. Αυτοί οι πέντε πολιτισμοί είναι ο Ινδικός πολιτισμός, ο πολιτισμός της Άπω Ανατολής (Κίνα, Ιαπωνία), ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός, ο Ορθόδοξος πολιτισμός και ο πρωτόγονος πολιτισμός που υπάρχει σήμερα ακόμη σε περιοχές της Αυστραλίας και της Αφρικής. Και έχει ο Toynbee την θεωρία ότι όλοι οι πολιτισμοί σήμερα δυτικοποιούνται.
Στο παρελθόν αυτή η δυτικοποίησης κατεβλήθη προσπάθεια να γίνη μέσω της Ιεραποστολής των Δυτικών ιεραποστόλων. Οι Ευρωπαίοι στο παρελθόν αλλά και σήμερα ακόμη εξαποστείλανε και εξαποστέλλουν στρατούς ιεραποστόλων για να κάνουν όχι μόνο τα άλλα έθνη Χριστιανούς, αλλά και να τους δυτικοποιήσουν. Και γι’ αυτό υπάρχουν και στην Ελλάδα όλοι αυτοί οι αιρετικοί και δρουν ακόμη. Η ιεραποστολή αυτή όμως, λέγει ο Toynbee, απέτυχε στα ειδωλολατρικά έθνη της Αφρικής και όπου αλλού, διότι οι ιεραπόστολοι χώριζαν μεταξύ τους τους ανθρώπους. Π.χ. σε μία οικογένεια ειδωλολατρών συνέβαινε ο ένας να γίνη Λουθηρανός, ο άλλος αδελφός να γίνη Αγγλικανός, ο άλλος Βαπτιστής, ο εξάδελφος Μεθοδιστής, ο άλλος Πεντηκοστιανός, ο άλλος Ευαγγελικός κλπ., οπότε όχι μόνο διέσπασαν το έθνος τους σε μικρά κομμάτια από πλευράς θρησκευτικής, αλλά και τις ίδιες τις οικογένειες. Διεπιστώθη λοιπόν ότι η ιεραποστολή αυτού του είδους είχε μεγάλη αποτυχία στην δυτικοποίησι των ανθρώπων του τρίτου κόσμου.
Ο Τoynbee λοιπόν πρότεινε το 1948 μία νέα λύσι. Η δυτικοποίησις αυτή να γίνη μέσω της τεχνολογίας, καθώς και μέσω της οικονομίας.


Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου

ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ


Κάποιος Γέροντας ζούσε μόνος στη μονή των Μονιδίων και η παντοτινή
του προσευχή ήταν η εξής:
“Κύριε, δεν έχω τον φόβο σου μέσα μου, γι αυτό στείλε μου κάποιον
κεραυνό ή κάποια άλλη δύσκολη περίσταση, ή αρρώστια ή δαίμονα, μήπως
έστω και μ΄ αυτόν τον τρόπο φοβηθεί η πωρωμένη μου ψυχή”.
Αυτά έλεγε και συνέχιζε να παρακαλεί τον Θεό.
“Ξέρω ότι είναι αδύνατο να με συγχωρήσεις.
Γιατί αμάρτησα πολύ σε σένα, Δέσποτα, αλλ΄ αν είναι δυνατόν λόγω της
ευσπλαχνίας σου, συγχώρεσέ με.
Αν όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει, τιμώρησέ με εδώ στη γη, Δέσποτα, και
εκεί μη με παιδεύσεις, αλλ΄ εάν και αυτό είναι αδύνατο, τιμώρησέ με εδώ
κατά ένα μέρος και εκεί ανακούφισέ με, έστω και λίγο, από την τιμωρία της
κόλασης. Άρχισε από τώρα να με παιδεύεις, αλλά ας μην περιπέσω στην
οργή σου, Δέσποτα”.
Μ΄ αυτή την επιμονή ένα ολόκληρο χρόνο με ασταμάτητα δάκρυα, με
πολλή ταπείνωση στους λογισμούς του και με νηστείες παρακαλούσε τον
Θεό και σκεπτόταν:
“Άραγε τι να σημαίνει ο λόγος που είπε ο Χριστός: Μακάριοι οι πενθούντες
ότι αυτοί παρακληθήσονται;”
30
Και κάποια ημέρα ενώ καθόταν κατά γης θλιμμένος και θρηνούσε κατά τη
συνήθειά του, νύσταξε, και να, του παρουσιάσθηκε ο Χριστός με ιλαρό
πρόσωπο και με γλυκιά φωνή του είπε:
“Τι έχεις, άνθρωπε, γιατί τόσο κλαις;”
Του απάντησε εκείνος: “Επειδή έπεσα, Κύριε”.
Και ο Ιησούς που του εμφανίσθηκε του λέει: “Σήκω επάνω”.
Αποκρίθηκε τότε ο πεσμένος στη γη: “Δεν μπορώ, αν δεν μου δώσεις το
χέρι σου”.
Και άπλωσε Εκείνος το χέρι του και τον σήκωσε και του λέει πάλι με
καλοσύνη:
“Γιατί κλαις, άνθρωπέ μου, γιατί τόσο λυπάσαι;”
“Και δεν θέλεις, Κύριε, -ρωτά ο αδελφός- να κλάψω και να λυπηθώ που
τόσο σε πίκρανα;”
Τότε ο Κύριος άπλωσε το χέρι του πάνω στο κεφάλι του αδελφού, το
αγκάλιασε και του λέει:
“Μη θλίβεσαι, ο Θεός θα είναι βοηθός σου από δω και πέρα. Επειδή εσύ
πόνεσες, δεν θα στρέφεται πια η λύπη μου εναντίον σου. Εφόσον για σένα
έχω χύσει το αίμα μου, δεν θα δείξω πολύ περισσότερο τη φιλανθρωπία
μου και σε σένα και σε κάθε ψυχή που μετανοεί;”
Ο αδελφός συνήλθε κατόπιν από την οπτασία και ένιωσε την καρδιά του
πλημμυρισμένη από χαρά, γιατί βεβαιώθηκε ότι ο Θεός τον ελέησε και
έζησε σ΄ όλη του τη ζωή με πολλή ταπείνωση ευχαριστώντας τον Θεό.

Αββάς Βενιαμίν

Ο αββάς Βενιαμίν πεθαίνοντας είπε στα πνευματικά του παιδιά:

“Κάντε αυτά που θα σας πω και θα μπορέσετε να σωθείτε:
Να είστε πάντοτε χαρούμενοι, να προσεύχεστε αδιάκοπα και να
ευχαριστείτε τον Θεό για το κάθε τι”.

ΠΕΡΙ ΣΙΩΠΗΣ Γέροντος Γερμανού Σταυροβουνιώτη

ΠΕΡΙ ΣΙΩΠΗΣ Γέροντος Γερμανού Σταυροβουνιώτη.
Σιώπα και ειρήνευε.
Ο πολύλογος, έστω κι άν είναι ρήτορας, πνευματικά δεν ευδοκιμεί. Η αργολογία εκδιώκει από την καρδία το χαροποιόν πένθος. Να ομιλείς μόνο όταν πρόκειται να πεις κάτι ανώτερο της σιωπής. Αυτός, που θέλει να μιμηθή τον πράο και ησύχιο Κύριο, πρέπει να αγαπήση την ευλογημένη σιωπή. Τότε μονο θα μπορεί να προφέρη αδιαλείπτως το πανάγιο Του όνομα και να εργάζεται διαρκώς το θέλημα Του "εξ όλης της ψυχής" του και με πόθο άγιο. Για να αποκτήσης τη σιωπή και την ησυχία στην καρδιά σου, απόφευγε τις περιττές βιοτικές σκέψεις. Έτσι θα σωθείς και θα συγχορεύης με Αγγέλους. Να γνωρίζεις για ποιό σκοπο σιωπάς. Αν π.χ. με τη γλώσσα σιωπάς και με τον λογισμό σου κατακρίνης, δεν σε ωφελεί μια τέτοια σιωπή. Ούτε πάλιν ωφελεί να σιωπάς και στην καρδία σου να βασιλεύη μελαγχολία και απόγνωση. Ένας Γέροντας, πολύ μεγάλος νηστευτής, είπε: "Εκείνη την ημέρα, που θα παραβιάσω ασκόπως την ευλογημένη σιωπή, δεν μπορώ ούτε κι αυτό τον κανόνα της νηστείας μου να τηρήσω, καθώς πρέπει". Για τη σιωπή, που μ’ ερωτάς, πρέπει να ξέρεις ότι αυτή δεν έγκειται μόνο στη σιωπή της γλώσσας, αλλά προ παντός στη σιωπή των λογισμών. Αν δηλαδή σιωπά η γλώσσα σου, οι λογισμοί σου όμως κρίνουν και καταδικάζουν τους άλλους, ε! Τότε αυτό δεν είναι σιωπή! Είναι γραμμένο κάπου: "Μπορεί να ομιλής όλη την ημέρα, και όμως εσωτερικά να έχης ευλογημένη σιωπή, επειδή δηλαδή δεν θα λέγης εκείνα, που δεν αρμόζουν. Και μπορεί να σιωπάς όλη την ημέρα, και όμως να μην τηρής θεάρεστα τη σιωπή, διότι ο λογισμός σου φλυαρεί και κατακρίνει". Έλεγε κάποιος: "Αν και πολλές φορές μετάνοιωσα, επειδή μίλησα, όμως ποτέ μου δεν μετάνοιωσα, επειδή σιώπησα." Και εγώ σε συμβουλεύω να ομιλής μόνο, όταν πρόκειται να ’πης κάτι, που είναι καλύτερο της σιωπής! Όπως υπάρχει η καλή σιωπή, υπάρχει και η κακή. Όπως υπάρχει η καλή ομιλία, υπάρχει και η κακή. Καλή σιωπή είναι η ταπεινή, η εσωτερική, αυτή, που συνοδεύεται με προσευχή, και γεμίζει την ψυχή με χαρά. Κακή σιωπή είναι εκείνη, που την συνοδεύει η δειλία, η εσωτερική κατάκριση, η ολιγοπιστία, η θλίψη, η απόγνωση. Καλή ομιλία είναι εκείνη, που λέγει τα σωστά και αναγκαία. Κακή ομιλία είναι η αργολογία, η ευτραπελία, η κολακεία, η υποκρισία, ο θυμός, η οργή, η αισχρολογία, η κατάκριση, η συκοφαντία και όλα τα παρόμοια. Πρέπει λοιπόν να αποκτήσουμε "νουν Χριστού" (Α’ Κορ. β’ 16), ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε πότε θα πρέπει να μιλήσουμε και πότε θα πρέπει να σιωπήσουμε.

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ


ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ
του Καθηγουμένου της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Αρχιμανδρίτου κ. Εφραίμ


Η δυνατότητα να αρνείται κανείς κάθε επιθυμία και σκέψη, που εγκλωβίζει εμπαθώς την θέληση και τον νου του ανθρώπου σε γήινα πράγματα, εξασκείται απ΄όσους είναι εντός της Εκκλησίας. Κατ'εξοχήν όμως αυτό αποτελεί την επιστήμη των μοναχών. Ο εγκλωβισμός μας μέσα στην γήινη σφαίρα εμπαθών νοημάτων δεν είναι ακίνδυνος, εφ'όσον τον εσωτερικό μας θάνατο τον σηματοδοτούν σκέψεις ματαιόδοξης υπερηφανείας και ατομισμού, διαθέσεις πλεονεξίας και μίσους, διχόνοια, μικρός ή απερίγραπτα μεγάλος πόλεμος με μήλο της Έριδος τις παράλογες επιθυμίες.


Όταν κανείς θεωρητικά για κάποιο διάστημα της ζωής του ευτυχεί, δεν έχει καιρόν να θέτει ερωτήματα που αφορούν την ύπαρξή του. Απολαμβάνει για λίγο την ηδονή που προκύπτει από ευτυχή γεγονότα και ακόμη περισσότερο φαντάζεται ότι έχει την δυνατότητα να επεκτείνεται ευτυχώντας, έως ότου πετύχει την ύψιστη ανάπαυση και χαρά του. Αυτό συνήθως συμβαίνει στις πιο μικρές ηλικίες, όταν άλλοι έχουν τις πραγματικές ευθύνες για τη ζωή του - και μάλιστα στην σύγχρονη εποχή για αρκετό χρονικό διάστημα- εφόσον τελειώνει κανείς τις σπουδές του σε ώριμη ηλικία.
Όταν σιγά σιγά συναντούμε τις πρώτες δυσκολίες της ζωής, που δεν αποκλείεται να συμβεί και σε μικρή ηλικία τότε αρχίζει ο προβληματισμός. Προβάλλονται και εντελώς φυσικά στο νου του ανθρώπου ερωτήματα: Γιατί υπάρχω; Ποιό το νόημα σ' αυτή τη ζωή; Ποιά είναι η αλήθεια όσον αφορά το πρόσωπο μου και τον κόσμο που ζω; Όταν απαντηθεί το ερώτημα ποιά είναι η αλήθεια τότε μπορεί να δώσει ουσιαστική λύση σε κάθε άλλο ερώτημα. Κάποτε αυτό το ερώτημα είχε τεθεί στον Χριστό από τον Πιλάτο "Τι εστίν αλήθεια;" και φυσικά δεν περίμενε απάντηση. Το ερώτημα αυτό κουράζει, απογοητεύει, σκέπτεται κανείς ότι δεν υπάρχει απάντηση. Σίγουρα κάθε τι που δημιουργεί χαρά ή ηδονή δεν είναι ταυτόχρονα και ευτυχία. Αυτό καθορίζει μία λεπτομερή παρατήρηση, που προέρχεται από την γνώση των ενεργειών που προσδίδονται στον ψυχικό μας κόσμο, όταν αποφασίσουμε να υλοποιήσουμε την μία ή την άλλη σκέψη.
Υπάρχουν παρά-λογες ηδονές που ξεγελούν τον άνθρωπο. Παρουσιάζονται σαν ευτυχίες και αλήθεια και ενεργούμενες δημιουργούν την γνώση της πικρίας και της απογοητεύσεως. Αυτό φαίνεται καθημερινά σ'όλους τους τομείς της ζωής, ή στα απεριόριστα πλούτη, ή στην κατάργηση της προσωπικότητος τρυγώντας μόνο την σωματική ηδονή με ψεύτικα αισθήματα.
Η αλήθεια όμως είναι πρόσωπο και το πρόσωπο αυτό αποκαλύφθηκε : "Εγώ ειμί η αλήθεια" (Ιω. ιδ', 6). Ταυτόχρονα αυτός είναι και η αγάπη, διότι "ο Θεός αγάπη εστίν" (Α' Ιω. δ', 8). Η πνευματική αγάπη δεν απομονώνεται στον εαυτό της, αλλά ζει την ευτυχία της μέσα στο άλλο πρόσωπο.
Η παρουσία του προσώπου Χριστού - Θεού στην γη ήταν μια προσφορά πρακτικής θυσίας-αγάπης και η αγάπη αυτή προερχόταν από την εσωτερική ενέργεια του φωτός της θεότητος, που έκρυβε μέσα Του και άφησε να φανεί εξωτερικά στο όρος Θαβώρ, στην Μεταμόρφωση Του. Η προσωπική Του ζωή είναι η αλήθεια για κάθε άνθρωπο, η αλήθεια όμως εφαρμοσμένη σαν θυσία αγάπης, ανιδιοτελούς προς τον συνάνθρωπο. Όλες οι εντολές Του οδηγούν στην αλήθεια, στην αγάπη, στο φως, στην απομίμηση των αρετών του θεϊκού Του προσώπου. Μόνο όποιος αποφασίσει να περάσει σ' ένα "στάδιο" αυτοθυσίας μπορεί να κατανοήσει ότι μέσα από τους κόπους για την απόκτηση της αγάπης προς όλους, ακόμη και προς τους εχθρούς, πηγάζει μέσα στην καρδιά του η ενέργεια του φωτός εκείνου που ανακαινίζει, μεταμορφώνει τελείως τον εσωτερικό άνθρωπο και τον ανεβάζει στην ύψιστη επιτυχία και σκοπό της ζωής, την θέωση της ανθρώπινης φύσεως, την υιοθεσία, την νίκη κατά του θανάτου, την αιώνια ανάστασή του. Μέσα στην ορθόδοξη παράδοση άπειροι ήταν οι μάρτυρες αυτής της οδού και ιδίως στον ελληνικό χώρο.Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έζησε στο Άγιον Όρος από το 1921 έως το 1959. Η κατά κόσμο καταγωγή του μακαριστού αυτού Γέροντα ήταν από την νήσο Πάρο. Στα χρόνια που γεννήθηκε, οι αξίες που χαρακτήριζαν την ευγένεια του ανθρώπου έναντι των άλλων δημιουργημάτων ήταν ακόμη πολύ ισχυρές, όπως και στην δική του φτωχή κατά τα άλλα οικογένεια, γεγονός που του δώρισε άριστες αρχές και ενάρετο χαρακτήρα. Πολύ σύντομα έμεινε ορφανός από πατέρα και αυτό του στέρησε την δυνατότητα να έχει ιδιαίτερες σπουδές. Τελείωσε την Β' Δημοτικού, ώστε μόλις είχε την δυνατότητα απλώς να διαβάζει και να γράφει χωρίς σωστό συντακτικό και με πολλά ορθογραφικά λάθη. Εργαζόταν στον τόπο της γεννήσεώς του, τελείωσε την στρατιωτική του θητεία στο Ναυτικό και σε ηλικία περίπου 23 ετών βρισκόταν στην Αθήνα σαν μικροπωλητής.

Όραμα - Αποκάλυψη

Στην απλότητα των χρόνων εκείνων σε ένα περιβάλλον πολύ κοσμικό, όπως ήταν τότε η Αθήνα, μια ευγενική ύπαρξη γεμάτη αυτοθυσία και αγάπη όπως ήταν ο Φραγκίσκος - αυτό ήταν το όνομά του πριν γίνει μοναχός - ζούσε μια ζωή έντιμη και προσεγμένη, έως ότου κάποιες συγκυρίες του άλλαξαν τελείως την ζωή. Ενώ μελετούσε βιβλία παλαιών ασκητών της Εκκλησίας, ένα αποκαλυπτικό όραμα του έδωσε μεγάλη ώθηση προς τον μοναχισμό. Βρέθηκε μπροστά σε μεγαλειώδεις ανακτορικούς χώρους και συνοδευόμενος από τους φύλακες του χώρου αυτού φοβήθηκε, διότι δεν γνώριζε πως βρέθηκε εκεί, χωρίς να το αξίζει, όμως εκείνοι χαμογέλασαν με καλοσύνη και του είπαν ότι το να ανεβεί εκεί είναι επιθυμία και θέληση του Βασιλέως. Για την εποχή βέβαια εκείνη, αυτό ήταν ύψιστη τιμή. Εδώ όμως δεν συνάντησε ο Φραγκίσκος κάτι το επίγειο, αλλά περνώντας μέσα από ασύλληπτους για την γήινη διάνοια χώρους, σε μια ξένη για τους κοινούς θνητούς διάσταση, τον υποδέχτηκαν και του έδωσαν ενδυμασία πολύτιμη που έμοιαζε κατασκευασμένη από ολόλευκο φως, ενώ ταυτόχρονα του είπαν "από εδώ και στο εξής θα υπηρετείς εδώ". Παρόμοιες "πληροφορίες" είχε συναντήσει ο Φραγκίσκος στην μελέτη των βίων των Γερόντων και ασκητών της ερήμου. Αυτό το όραμα-αποκάλυψη συνοδευόταν και από μια υπερκόσμια θεϊκή ενέργεια. Αυτή η ενέργεια γέμισε τον εσωτερικό κόσμο του Φραγκίσκου με τον πόθο να γνωρίσει τον Δημιουργό του, να απομακρυνθεί από κάθε τι γήινο, να μιμείται-πριν γίνει ακόμη μοναχός-την προσευχή, την νηστεία και την αγρυπνία των σκητών, στην Πεντέλη και σε άλλους χώρους κοντά στην Αθήνα, που στην εποχή του ήταν ακατοίκητη.Μια "τυχαία" γνωριμία του με ένα Αγιορείτη μοναχό, τον οδήγησε στο Άγιο Όρος και μάλιστα στα ερημικότερα μέρη του στα Κατουνάκια. Ο Φραγκίσκος δεν ήταν ακόμη έμπειρος ασκητής, είχε όμως ενημερωθεί από την μελέτη των βιβλίων των διαφόρων παλαιών ασκητών και την φυσική του συνείδηση ότι, για να ονομάζεται κανείς άνθρωπος, πρέπει να έχει νικήσει μέσα του όλα τα πάθη που προσδίδουν στον ανθρώπινο χαρακτήρα τον θηριώδη και άλογο τρόπο ζωής. Αυτός άλογος τρόπος ζωής, όπως έμπειρος αργότερα ασκητής γράφει στα πνευματικά παιδιά που καθοδηγούσε, χαρακτηρίζεται από την υπερηφάνεια ή τον εγωισμό, την φιλαυτία ή την υπερβολική αγάπη του εαυτού μας και την πλεονεξία, που ξεγελά τον άνθρωπο και τον κάνει να μαζεύει συνεχώς χρήματα. Σαν συνέχεια της αλυσίδας αυτών των κακών είναι ο θυμός και η ταραχή, το μίσος και γενικότερα ότι αντιστρατεύεται την αγάπη.Για να ξεκινήσει τον μοναχικό του αγώνα, σύμφωνα με όσα είχε διαβάσει, έπρεπε να συναντήσει άλλους έμπειρους γέροντες, ώστε με την καθοδήγηση να περπατήσει στον αόρατο δρόμο της θεώσεως, να πολεμήσει με παράλογες επιθυμίες, να βρει συμπαράσταση από την Θεία Χάρη, να νικήσει με την Θεία Ενέργεια κάθε μορφή κακίας, που είτε είχε κατακτήσει κάποιο μέρος της καρδιάς του τον καιρό που δεν εργαζόταν τις ευαγγελικές αρετές, είτε επρόκειτο να τον προσβάλει για να του ανακόψει τον δρόμο. Στη προσπάθεια αυτή διευκολύνθηκε. Ενώ έμενε προσωρινά στην πλέον ερημική περιοχή του Αγίου όρους την Βίγλα, η οποία βρίσκεται στην νοτιοανατολική πλευρά του Αγίου όρους και προσπαθούσε, όπως είχε διαβάσει στους βίους των οσίων, να προσεύχεται, να νηστεύει, να αγρυπνεί και να αναζητεί καθοδήγηση, κουράστηκε υπερβολικά, και με πόνο, αγωνία και δάκρυα παρακαλούσε τον Χριστό και την Κυρία Θεοτόκο για βοήθεια και συμπαράσταση. Από την ερημική Βίγλα κοίταζε προς την κορυφή του Άθωνα, στο εκκλησάκι της Παναγίας και γεμάτος ταπείνωση προσευχόταν, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε κάποιο σκίρτημα χαρά στην καρδιά του και ταυτόχρονα είδε αισθητά ένα φως το οποίο προερχόταν από το εκκλησάκι της Παναγίας και του μετέδωσε υπερφυσικές ιδιότητες. Έχασε την αίσθηση του χώρου, του χρόνου, της ύλης ακόμη και του σώματός του. Η χαρά ήταν ανεπανάληπτη, το φως ενωμένο με την ύπαρξή του και έξω από αυτόν, ενώ ταυτόχρονα η πονεμένη προσευχή του άλλαξε. Μέσα στην καρδιά του ακουγόταν ξεκάθαρα, ρυθμικά, με αίσθηση υπερφυσικής ειρήνης χωρίς πλέον δική του προσπάθεια το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", η σύντομη προσευχή που χρησιμοποιούν οι Αγιορείτες Πατέρες, για να έχουν αδιάλειπτη μνήμη του Θεού και των εντολών του, και επίσης να εκπληρώνουν την εντολή του Αποστόλου Παύλου "αδειαλείπτως προσεύχεσθε" (Α' Θεσσαλ. ε', 17). Αυτή ήταν η πρώτη του εμπειρία, πραγματική αίσθηση και πνευματική γνώση της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία μας δόθηκε κατά το άγιο βάπτισμα στα παιδικά μας χρόνια.Από την ημέρα εκείνη απομακρύνθηκε περισσότερο από τους κατοικημένους χώρους, ζούσε με υπερβολική λιτότητα, το φαγητό του ήταν λίγο παξιμάδι κατά τις απογευματινές ώρες της ημέρας και αυτό το έπαιρνε από τις μονές για τις οποίες έφτιαχνε σκούπες από θάμνους, ενώ είχε ως αυστηρό πρόγραμμα την καλλιέργεια της προσευχής μέσα στην καρδιά του, όπως τον δίδαξε η Θεία Χάρη, η οποία μετά την αποκάλυψη εκείνη είχε συσταλεί και τώρα χρειαζόταν ο αγώνας της εργασίας του προγραμματισμού και της αναζητήσεως.


Οι υπερφυσικοί αγώνες και η νίκη

Στην κορυφή του Άθωνα την ημέρα της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, συνάντησε τον μετέπειτα συνασκητή του π. Αρσένιο και αφού συμφώνησαν να αγωνιστούν μαζί, ζήτησαν την συμβουλή ενός πολύ εναρέτου και σοφού Γέροντα, του Γέροντα Δανιήλ του Κατουνακιώτη, πού να μείνουν και πως να αγωνίζονται. Και αυτός πολύ σοφά τους σύστησε να υποταχθούν σε κάποιο γέροντα ενάρετο, ακόμη και αν είναι πολύ απλός, να πάρουν την ευχή του και μετά την κοίμησή του να αγωνιστούν όπως τους αρέσει. Πράγματι παρέμειναν και έζησαν κοντά στους Γέροντες Εφραίμ και Ιωσήφ. Η ασκητική ζωή εξωτερικά είναι μια μονοτονία, όμως μέσα στο πρόγραμμα αυτό ο άνθρωπος ενδοσκοπεί, παρακολουθεί τον εσωτερικό του κόσμο και με την δύναμη του φωτός της προσευχής ελέγχει όλες τις σκέψεις και τις ενέργειες που αυτές μεταφέρουν. Με την δύναμη της Χάριτος του Θεού διώχνει κάθε πονηρή σκέψη που υποβάλλει κυρίως φαντασιώσεις υπερηφανείας, οιήσεως και εγωισμού, σαρκικές αναπαύσεις, ηδονές και απολαύσεις "υπέρ το μέτρον", συναισθήματα μίσους, ζήλειας και φθόνου, ή ακόμη την προσκόλληση στα υλικά πράγματα, ώστε να κινδυνεύει κανείς να θυμώνει όταν του τα στερούν ή να ανταποδίδει κακόν αντί κακού. Και αντί όλων αυτών με την Θεία Ενέργεια, με την παράλληλη προσοχή και απόφασή του να μοιάσει στον Θεό, ο ασκητής αποκτά επίγνωση της αδυναμίας του ανθρώπου. Χωρίς την δύναμη του Θεού και την συνεργασία με τη Θεία Χάρη δεν μπορεί να κάνει τίποτε αγαθό, αποφεύγει το να "οίεται", δηλαδή να νομίζει ότι είναι σπουδαίος και γνωρίζει έτσι την πατρική προστασία του Δημιουργού του. Εισέρχεται στον πρώτο ευαγγελικό μακαρισμό "μακάριοι οι πτωχοί το πνεύματι" που είναι η ταπείνωση, ο χαρακτήρας του Χριστού "μάθετε απ'εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία" (Ματθ. ια', 29).Ο αντίθετος της ταπεινώσεως δρόμος τους μεν μοναχούς τούς κάνει παράλογους, τους δε λαϊκούς τους στέλνει στο ψυχιατρείο.Αποδιώκοντας με την Θεία Ενέργεια το μίσος, τον θυμό, την ζήλεια, τον φθόνο και με την προσοχή, την βιωτή και την σταθερή απόφασή του να εχθρεύεται όχι τους ανθρώπους αλλά την κακία, αποκτά ο ασκητής την αγάπη, την κορυφή όλων των αρετών, που τον κάνει όμοιο με τον Θεό, "ότι ο Θεός αγάπη εστί" (Α' Ιω. δ', 8). Για την απόκτηση βέβαια όλων αυτών βοηθεί υπερβολικά η ακτημοσύνη, το ότι ο νους δεν προσκολλάται σε τίποτε γήινο ούτε έχει επιθυμία προς κάτι υλικό.
Όταν η Θεία Χάρη θέλει να αναδείξει κάποιον στο πνευματικό αξίωμα του διδασκάλου και του Πατέρα, τον περνά μέσα από διάφορες δοκιμασίες. Για την απόκτηση των παραπάνω χρειάζεται υπομονή, επιμονή, κόπος, θλίψη και έντονος αγώνας. Ο αγώνας αυτός στη ζωή των ασκητών αλλά και των συνειδητών χριστιανών ονομάζεται και είναι σταυρός, δηλαδή σαν την εσταυρωμένη ζωή του Κυρίου.Εν τω μεταξύ αγωνιζόμενοι στα Κατουνάκια πέθανε ο ένας από τους Γέροντες, ο Ιωσήφ, ενώ στο όνομά του είχε ήδη καρεί μοναχός ο μακαριστός μας Γέροντας, ο πρώην Φραγκίσκος και τώρα πλέον Ιωσήφ.Μεγάλες δοκιμασίες από το εργόχειρο και κάποιες συνήθειες των περιοίκων μοναχών ανάγκασαν τον Γέροντα Εφραίμ και τους δύο υποτακτικούς Ιωσήφ και Αρσένιο να ανέβουν ψηλότερα στην περιοχή του Αγ. Βασιλείου. Οι δυσκολίες λόγω της ακτημοσύνης ήταν απερίγραπτες. Εκεί αναγκάστηκαν να φτιάξουν ένα μικρό καλυβάκι διαμονής με απερίγραπτους κόπους. Εκεί αργότερα σε βαθειά γεράματα πέθανε και ο Γέροντας Εφραίμ, ενώ για τον γέροντα Ιωσήφ ξεκίνησαν οι μεγάλοι πνευματικοί αγώνες.Όποιος μοναχός έχει την διάθεση να ανεβεί ψηλά, να ξεπεράσει όχι μόνο την κακία αλλά και αυτή την φυσική κίνηση της σαρκικής ηδονής, θα του δοθεί η υπερφυσική νίκη, αλλά με υπερφυσικούς αγώνες και υπερφυσική συμπαράσταση της Χάριτος του Θεού. Αυτοί οι αόρατοι δρόμοι που ακολουθήθηκαν από τους Άγιους Πατέρες και ήταν γνωστοί ακόμη και στους απλούς χριστιανούς στον κόσμο, στους γονείς μας και τους παππούδες μας, σήμερα λόγω της διεισδύσεως ξένων τρόπων ζωής είναι ελάχιστα γνωστοί, καλλιεργούνται όμως και σήμερα στο Άγιο Όρος και σην Εκκλησία γενικότερα.


Το όραμα του δοξασμένου στρατηγού

Ο μακαριστός Γέροντας πριν ξεκινήσει τον ασκητικό του αγώνα, είχε πόθο να ζήσει μια πολύ πνευματική ζωή και δεν υπολόγιζε κόπους σωματικούς, νηστείες και θλίψεις, υπομονή στην προσευχή και ότι άλλο χρειαζόταν για να πευύχει στον σκοπό του. Έτσι προσευχόμενος στο μικρό καλύβι του στον Άγιο Βασίλειο μέσα στην ησυχία της ερημιάς και της νύκτας, το άκτιστο φως της Θείας Χάριτος αυξήθηκε υπερβολικά μέσα του με άπειρη γλυκύτητα και ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά του ένα τάγμα μοναχών σαν παράταξη και απέναντι τους πάλι σαν είδος στρατού πολλοί μαύροι εξαγριωμένοι με άσχημη όψη και διάθεση. Τον πλησίασε ένας δοξασμένος από θεϊκό φως στρατηγός και του είπε: ¨Επιθυμείς να πολεμήσεις στην πρώτη γραμμή;" και ενώ ο μακαριστός Γέροντας του απάντησε ναι, χαρούμενα με γενναιότητα, οδηγήθηκε τελείως μπροστά, όπου ήταν ένας ή δύο μοναχοί, ενώ ταυτόχρονα του μίλησε ο οδηγός του και του είπε: "όποιος θέλει να πολεμήσει ανδρεία με αυτούς τους σκοτεινούς δεν τον εμποδίζω αλλά τον βοηθώ".Οκτώ χρόνια ακόμη αγωνίστηκε σκληρά εναντίον κάθε δαίμονα και κυρίως αυτού που προκαλεί την ανηθικότητα και την πορνεία. Στο διάστημα αυτό ο αγώνας ήταν εξαντλητικός, κοιμόταν λίγο σε ένα είδος καρέκλας, δεν ξάπλωνε, νήστευε και προσευχόταν αδιάλειπτα. Όταν έφτανε σε υπερβολική κόπωση και θλίψη τον παρηγορούσε η Χάρη του Θεού. Ο ίδιος στηρίζοντας αργότερα τα πνευματικά του παιδιά, τους διηγιόταν πολλές από αυτές τις θεϊκές παρηγοριές.Στο διάστημα αυτό γνώρισε ένα πολύ ενάρετο ασκητή, τον Γέροντα Δανιήλ, που έμενε στο κάθισμα του Αγίου Πέτρου μετά από την ερημική και πανέμορφη περιοχή των Κρύων Νερών. Ο ίδιος διηγείται: "Η τάξις μου ήτο να εσθίω άπαξ της ημέρας ολίγον, με μέτρον ψωμί και φαϊ. Και καν Πάσχα ή Απόκρηες ένα ήτον εις ημάς φαγητόν. Άπαξ. Και εις όλον το έτος ολονύκτιος αγρυπνία. Την τάξιν αυτήν παρελάβαμε με τον Γέροντα Αρσένιον από έναν νηπτικόν και άγιον Γέροντα, τον Παπα-Δανιήλ. Είχε και άλλους ετότε αγίους πολλούς. Αυτός ήτο ο ένας. Και ιερεύς και ησυχαστής άκρον. Δεν εδέχετο εις την λειτουργίαν κανένα. Βαστούσε η λειτουργία του τρισήμισυ και τέσσαρες ώρες. Από τα δάκρυα δεν ημπορούσε να δώση τας εκφωνήσεις. Εγένετο λάσπη το έδαφος. Δι αυτό και αργούσε πολύ. Αυτός ήτον πενήντα και πλέον ετών ιερουργός. Μίαν ημέραν δεν εννοούσε να αφήση την θείαν λειτουργίαν. Και την Σαρακοστήν όλες τες ημέρες έκαμε Προηγιασμένες. Και μέχρι τέλους χωρίς ασθένειαν εκοιμήθη... Αυτός δεν εδέχετο κανέναν ως είπομεν, αλλ' εγώ επειδή ήμην πολύ επιτήδειος να ερευνώ δια να μάθω - δι αυτό και η οικονομία Θεού, όπου θερμώς τον εζητούσα - εσυγκατέβει και με εδέχετο. Και εις κάθε φοράν με έλεγεν ολίγα πλήρη χάριτος λόγια. Και εβάδιζα όλην την νύχτα δια να πάω εκεί μόνος, να ιδώ την όντως θείαν εκείνην παράστασιν, και να ακούσω ένα δύο λογάκια... Ήσαν και άλλοι πολλοί, έχοντες έκαστος ίδιον χάρισμα και πάντες ηγιασμένοι, ευωδιάζοντες ως κρίνα την έρημον".Στον Άγιο Βασίλειο έγινε γνωστός πλέον ο Γέροντας και πολλοί τον επισκέπτονταν για συμβουλές. Έτσι ενοχλούμενος στην ησυχία του αναζητούσε άλλο χώρο ησυχαστικό και δύσβατο, κρυμμένο από τους πολλούς. Δεν άργησε να ανακαλύωει τις σπηλιές στην Μικρά Αγία Άννα. Ήταν τόπος στενός και δύσβατος. Ο χώρος για να κτιστεί ένα μικρλο πήλινο καλυβάκι, όπως συνηθιζόταν ήταν σχεδόν ακατάλληλος. Όλη τους η περιουσία ήταν λίγα βιβλία και τα ρούχα που φορούσαν. Ματακόμισαν εκεί τον Ιανουάριο του 1938. Οι κόποι οι παρατεταμένες νηστείες και αγρυπνίες κατέβαλαν πλέον το σώμα του Γέροντα. Αναγκάστηκαν και έκτισαν μια μικρή πόρτα στους βράχους που ήταν η μοναδική φυσική είσοδος, λίγο μετά έκτισαν κάτω από την σπηλιά ένα μεγαλύτερο καλύβι με ξύλα, βέργες, πηλό, το οποίο διαίρεσαν σε τρία πολύ μικρά δωμάτια. Ήταν δε τόσο μικρό που με κόπο μπορούσε να εξυπηρετηθεί άνθρωπος περιορισμένων απαιτήσεων, και αντί πόρτας χρησιμοποιούσαν το παράθυρο.Για εννέα χρόνια στην συνοδεία τους στην Μικρά Αγία Άννα ήταν μόνο οι δύο τους, ο Γέροντας Ιωσήφ και ο π. Αρσένιος. Ο εφημέριος ερχόταν και έμενε μαζί σους μία ή δύο φορές την εβδομάδα για την θεία λειτουργία. Ο εφημέριος αυτός , ενάρετος ιερομόναχος, ήταν ο μετέπειτα πολύ γνωστός στο Άγιον Όρος Παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης.Η επιθυμία να μην έχουν τίποτα εκτός από τα αναγκαία ξεκινούσε από τον πόθο της αγάπης του Θεού, ώστε τίποτε να μην ενοχλεί την γαλήνια και καθαρή προσευχή τους, τίποτε να μη διασπά την προσοχή τους. Ο νους τους ανάλαφρος αντιμετώπιζε τις εχθρικές προσβολές, ζούσε μέσα σε απερίγραπτη εσωτερική και εξωτερική ησυχία και ενωνόταν ακατάληπτα σε θείους έρωτες με το Πνεύμα το Άγιο του Θεού.Ο άνθρωπος καταπατά το νόμο της συνειδήσεως και των εντολών του Θεού, πιστεύοντας ότι θα ευτυχήσει και θα είναι έμπλεος ηδονής αν ενεργήσει παρά τους δύο αυτούς νόμους. Και πράγματι καταπατώντας την ηθική αξία της εντιμότητας στις συναλλαγές κερδίζει κανείς σε ύλη, καταστρέφοντας την πνευματική του υπόσταση και νοιώθοντας μια ηδονή η οποία στην γλώσσα του ευαγγελίου αποτελεί αμαρτία. Το ίδιο συμβαίνει και στην πορνεία, στη μοιχεία στο ψεύδος κτλ.Η αιτία που ο άνθρωπος θεωρεί την αμαρτία ως αγαθό είναι η ηδονή. Μέσα στην ασκητική ζωή της Ορθοδοξίας, οι ασκητές δεν ήταν άνθρωποι οι οποίοι μισούσαν το σώμα τους, αλλά με τη νηστεία και τον κόπο νικούσαν τα πάθη που προκαλούν οι ηδονές του σώματος, ενώ με την ταπείνωση νικούσαν τον εγωισμό και την υψηλοφροσύνη, με την συνεργασία πάντοτε της Θείας Χάριτος. Έτσι επιδίδονταν σε αγώνες φιλοπονίας, ησυχίας, σιωπής και προσευχής με σκοπό να φθάσουν στην ένωση με τον Θεό και την τέλεια αγάπη.

Η συνάντηση με το Γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό

Το 1947 και ενώ ο Γέροντας Ιωσήφ συνεχίζει την σκληρή και αυστηρή ασκητική του ζωή, δέχτηκε στην συνοδεία του μετά από προσευχή τον Γέροντα Ιωσήφ, που σήμερα είναι σχεδόν 80 ετών και ζει στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Όταν προσέγγισε τον Γέροντα Ιωσήφ, εκείνος δεν τον δέχτηκε σαν μαθητή του. Όμως παρακαλώντας τον επίμονα απέσπασε στο τέλος την υπόσχεση ότι θα προσευχόταν ο Γέροντας και θα του απαντούσε τελικά μετά από θεϊκό φωτισμό και πληροφορία. Ο ίδιος ο Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός στην εκτενή βίο που έχει συγγράψει για τον Γέροντα του αναφέρει: "Όταν την επόμενη μέρα, μετά από εναγώνια αναμονή, άκουσα την συγκατάθεση του Γέροντα ότι με δέχεται, άνοιγε για την ευτέλειά μου η νέα σελίδα της ταπεινής μου ζωής. Μόνον από τότε δεν είχα αμφιβολίες ή απορίες, αλλά με όλο το πλήρωμα της πληροφορίας και πίστεως ευρήκα αυτό που νοσταλγούσα και προγραμμάτιζα, που ήταν και το μακρινό μου όνειρο. Έμενα πια μόνιμα μαζί τους, όταν ο Γέροντας εγκατέλειψε το κελλάκι του όπου έμενε και πήγε μακρύτερα, διακόσια περίπου μέτρα, σε άλλο κελλί που του είχα ετοιμάσει και έμενε εκεί μόνος του. Μετά την αγρυπνία μας μέχρι τα μεσάνυχτα, πηγαίναμε στον Γέροντα, διότι ενωρίτερα δεν δεχόταν ποτέ. Ένα μεσημέρι μετά το γεύμα, όταν του έβαλα μετάνοια για να φύγω στο κελλί μου όπως πάντα, μου έσφιξε το χέρι και μειδιών μου είπε: " απόψε θα σου στείλω ένα δεματάκι και πρόσεξε να μη το χάσεις". Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε ούτε το σχολίασα καθόλου μέσα μου και έφυγα. Μετά την ανάπαυση, όπως πάντοτε, αρχίσαμε την αγρυπνία μας και ετοιμάσθηκα καθώς μου είχε δείξει να αρχίσω την προσευχή μου κρατώντας όσο μπορούσα το νου μου και τα, για το δεματάκι τα ξέχασα τελείως Δεν θυμάμαι πως ξεκίνησα, αλλά ξέρω καλά ότι μόλις άρχισα δεν πρόλαβα να προφέρω πολλές φορές το όνομα του Χριστού μας και γέμισε η καρδιά μου αγάπη προς τον Θεόν. Έξαφνα πολλαπλασιάστηκε τόσο πολύ που δεν προσευχόμουν πλέον, αλλά εθαύμαζα με έκπληξιν το ξεχείλισμα αυτό της αγάπης. Ήθελα να αγκαλιάσω και να ασπασθώ όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίση και συγχρόνως σκεφτόμουν τόσο ταπεινά που ένοιωθα πως είμαι κάτω από όλα τα κτίσματα. Το πλήρωμα όμως και η φλόγα της αγάπης μου ήταν προς τον Χριστό μας, που αισθανόμουν ότι ήταν παρών, αλλά δεν μπορούσα να τον ιδώ, για να προσπέσω στους αχράντους πόδας Του και να τον ρωτήσω, πως πυρπολεί τόσο τις καρδιές και μένει κρυμμένος και άγνωστος. Είχα τότε μίαν λεπτήν πληροφορία ότι αυτή είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος και αυτή είναι η βασιλεία των ουρανών, που ο Κύριος μας λέγει ότι ευρίσκεται εντός ημών. Και έλεγα: "ας μείνω, Κύριε μου, έτσι και δεν χρειάζομαι άλλο τίποτα". Αυτό κράτησε αρκετήν ώρα και σιγά σιγά επανήλθα στην πρώτη μου κατάσταση πάλι και περίμενα με αγωνία, ανυπόμονα, να έλθη η κατάλληλη ώρα να πάω στον Γέροντα να τον ρωτήσω τί ήταν αυτό το πράγμα και πως έγινε. Ήταν περίπου 20 Αυγούστου και η σελήνη ολόφωτη, όταν πήγα τρέχοντας και τον ευρήκα έξω από το κελλί του να περπατάει στο μικρό του προαύλιο. Μόλις με είδε άρχισε να μειδιά και πριν του βάλω μετάνοια μου είπε: " Είδες τι γλυκύς που είναι ο Χριστός μας; Κατάλαβες πρακτικά τι είναι αυτό που επίμονα ρωτούσες; Τώρα βιάσου να κάμης κτήμα σου αυτή τη Χάρη και να μη σου την κλέψη η αμέλεια".

Η κοίμηση του Άγιου Γέροντα

Οι σκληροί αγώνες στην νεανική ζωή του Γέροντα, οι στερήσεις, οι αδιάκοποι κόποι, οι απόκρημνοι και δύσβατοι χώροι όπου ασκήτευε τον κατέβαλαν σωματικά ώστε να φαίνεται υπέργηρος. Της Σαρακοστής το πρόγραμμα για φαγητό ήταν 75 γραμμάρια αλεύρι κοινό για τον καθένα βρασμένο με λίγο αλάτι, κατά την ενάτη βυζαντινή ώρα, περίπου τρεις ώρες πριν την δύση του ήλιου.Όταν αργότερα στον χώρο αυτό προσήλθαν ακόμη δύο αδελφοί, ο νυν Προηγούμενος Εφραίμ της Μονής Φιλοθέου και ο προηγούμενος Γέροντας Χαράλαμπος της Ιεράς Μονής Διονυσίου, οι δυσκολίες διαμονής έγιναν αξεπέραστες, η κατασκευή νέων χώρων διαμονής σχεδόν αδύνατη. Τέλος με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατασκεύασαν ένα χώρο πιο βαθειά στον οποίο απεσύρθει ο Γέροντας Ιωσήφ για ησυχία, ενώ στο αρχικό πήλινο σπιτάκι παρέμειναν οι τρεις νέοι υποτακτικοί.Πολύ σύντομα όμως οι δυσκολίες δημιούργησαν έντονα προβλήματα υγείας σε όλους και ακόμη περισσότερο στους νεότερους. Έτσι αποφασίστηκε να κατεβούν χαμηλά, όπου υπήρχαν ευνοϊκότεροι χώροι διαμονής και προτιμήθηκε η νέα Σκήτη που ανήκει στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου. Αυτό έγινε το 1951.Για μια ακόμη φορά προσπάθησαν να δημιουργήσουν χώρους διαμονής στα ψηλότερα και ασκητικότερα μέρη της Νέας Σκήτης. Οι δυσκολίες ήταν και πάλι απερίγραπτες εφόσον σαν ακτήμονες δεν είχαν ούτε τα απαραίτητα εργαλεία, αλλά ούτε και την οικονομική δυνατότητα.Η συνήθεια όμως στις στερήσεις έκανε και την δοκιμασία αυτή υποφερτή και σε σύντομο χρονικό διάστημα είχαν ετοιμάσει καταλύματα και συνέχιζαν το πνευματικό τους πρόγραμμα. Όταν ο Γέροντας είχε ήδη καταβληθεί, ή υγεία του πήγαινε προς το χειρότερο, δύο σοβαρές ασθένειες, η μία μετά την άλλη επέφεραν το τέλος της επίγειας ζωής του την 15η Αυγούστου 1959. Ο βιογράφος του αναφέρει: "Οι τελευταίες μέρες του ήταν πολύ οδυνηρές, γιατί η προχωρημένη πλέον ανεπάρκεια του εμπόδιζε την αναπνοή και κοπίαζε πολύ. Αυτό όμως για μας ήταν μάθημα και αφορμή πρακτικής υπομονής. Αισθανόμενοι την αγώνα του και ενώ προσπαθούσαμε να τον ανακουφίσουμε αυτός μας παρηγορούσε καταλλήλως με πρακτικά παραδείγματα αναφερόμενος ιδίως στην ματαιότητα του κόσμου. Μας έλεγε: "κοντεύει η μέρα μου να φύγω. Όπως έγινα δεν είμαι τώρα για τίποτα, ούτε μπορώ να αγωνισθώ άλλο". Ο αείμνηστος δεν ξεχνούσε διόλου τον σκοπό του και με διάφορες επίνοιες, σε κάθε πρόφαση της ζωής, εύρισκε μέσον αγώνος και καρποφορίας. Μη δυνάμενος να κινηθή ούτε και να ξαπλώση για την ασθένεια του καθόταν σε μια πρόχειρη πολυθρόνα απ΄αυτές τις πτυσσόμενες έκλαιε συνεχώς την ματαιότητα του βίου. Ανέμενε την απόλυσή του απ΄αυτή την ζωή σαν τον ευτυχέστερο κλήρο και ψιθύριζε τροπάρια των κεκοιμημένων, όταν δεν τον πίεζε η δύσπνοια. Αρσένιε έλεγε χαριεντιζόμενος, πότε φεύγουμε; Δεν εύχεσαι φαίνεται και αργούμε". Επί σαράντα σχεδόν ημέρες, τις τελευταίες του, δεν έτρωγε τίποτε, μόνο κοινωνούσε κάθε μέρα και έπαιρνε λίγο καρπούζι. Ο Γέροντας είχε όση φροντίδα και μέριμνα για την έξοδό του, που νόμιζε κανείς ότι όντως πρόκειται να ταξιδέψη αυτήν την ώρα και περίμενε το μέσο της μεταφοράς. Εμείς απεγνωσμένα προσπαθούσαμε με ότι μέσο μπορούσαμε, επιστημονικό ή πρακτικό, τουλάχιστον να τον ανακουφίσουμε γιατί κατά διαστήματα η δύσπνοια τον δυσκόλευε πολύ. Εκείνος όμως μας έλεγε: "Μην κοπιάζετε, παιδιά, δεν πρόκειται να μείνω. Από πόσο καιρό περιμένω αυτή την ώρα. Μόνον εύχεσθε να μην εμποδίση τίποτα την ελπίδα μου. Έως ότου ζη ο άνθρωπος δεν μπορεί να αμεριμνήσει". Κατά την 14η Αυγούστου του 1959 ετοιμαζόταν πολύ και υπολογίζοντας την επομένη, που ήταν η εορτή της Κοιμήσεως ανυπομονούσε, κάτι περίμενε. Συνάμα η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί. Πέρασαν προηγουμένως φίλοι του λαϊκοί και τον χαιρέτησαν και όταν του ευχήθηκαν ανάρρωσιν, τους είπε: "όχι, όχι, φεύγω σύντομα όταν θα ακούσεται μετά τις ημέρες τις καμπάνες, να ξέρετε ότι έφυγεν ο φίλος σας. Υπολογίζω της Παναγίας μας". Την άλλη μέρα, στην μνήμη της Κυρίας μας Θεοτόκου, παρευρέθη στην Λειτουργία, μετά κόπου είπε το τρισάγιο και μετέλαβε για τελευταία φορά λέγοντας "εις εφόδιον ζωής αιωνίου". Κοίταζε με επιμονή την εικόνα της Κυρίας μας, που τόσο την αγαπούσε, και σαν να της ζητούσε κάτι. Κάτι που το γνώριζε ακριβώς αυτή. Τα ήρεμα δάκρυα του μαρτυρούσαν την προς αυτήν ενδόμυχη αίτηση της ψυχής του. Αυτήν που τόσες φορές τον παρηγόρησε και του συνέστησε να τρέφη βεβαίαν ελπίδα προς την ευσπλαχνία της... Η Δέσποινά μας εξεπλήρωσε πληρέστατα την υπόσχεσή της προς τον αείμνηστο, να έχη την ελπίδα του σ' αυτήν, με την τελευταία δωρεά της, να παραλάβει την ψυχή του την ημέρα της αγίας Κοιμήσεώς της. Καθήμενος στην καρέκλα του και παλαίων με την συνεχιζόμενη δύσπνοια, κράτησε κοντά του τον πατέρα Αρσένιο, όπως πάντοτε, αφού έδωσε στους πάντας την ευχή του. Όταν ο πατήρ Αρσένιος θέλησε να τρίψει λίγο τα πόδια του για μικρήν ανακούφιση, δεν τον άφησε και του είπε; "Παύσε πάτερ, Αρσένιε, μη κάνεις τίποτα. Τέλειωσαν όλα. Φεύγω". Έπιασε το χέρι του αχώριστου συνασκητού του, σαν να τον χαιρετούσε για τελευταία φορά, κοίταξε λίγο πάνω και παρέδωσε ήσυχα την μακαρίαν του ψυχή. Όταν μαζευτήκαμε όλοι γύρω του, αυτός δεν ήταν πλέον μαζί μας. Αφού πανηγύρισε μαζί μας την θεία μετάσταση της Κυρίας μας Θεοτόκου, έφυγε για να εορτάση στους ουρανούς αυτήν την χαρμόσυνη ημέρα. Ήταν ημέρα Παρασκευή και ώρα πρωινή μετά την ανατολή του ηλίου. Την επομένη που έγινε η κηδεία του - κατά την απαίτησή του εκεί στον τόπο που ετελειώθη - ήλθαν όλοι οι Πατέρες της Σκήτης. Αγαπούσε όλους και ανταγαπάτο από όλους".

ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ


Η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος

7. Παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού. Μέσα σ’ αυτήν υπάρχει η τρυφή όλων των μακαρισμών. Σ’ αυτόν τον παράδεισο ο μακάριος Παύλος τράφηκε με υπερφυσική τροφή. Και αφού γεύθηκε εκεί το ξύλο της ζωής, έκραξε λέγοντας: «αυτά που μάτι δεν τα είδε, ούτε αυτί τα άκουσε, κι ούτε που τα’ βαλε ο λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούν» (1 Κορ. 2, 9). Από αυτό το ξύλο της ζωής εμποδίστηκαν ο Αδάμ με τη συμβουλή του διαβόλου.
Το ξύλο της ζωής είναι η αγάπη του Θεού, από την οποία εξέπεσε ο Αδάμ και δεν μπόρεσε πια να χαρεί, παρά δούλευε και έχυνε τον ιδρώτα του στη γη των αγκαθιών. Όσοι στερήθηκαν την αγάπη του Θεού, δηλ. τον παράδεισο, τρώνε με την εργασία τους, μέσα στ’ αγκάθια, το ψωμί του ιδρώτα, και αν ακόμη βαδίζουν στον ίσιο δρόμο των αρετών. Είναι το ψωμί που επέτρεψε ο Θεός στον πρωτόπλαστο να φάει μετά την έκπτωσή του. Μέχρι να βρούμε λοιπόν την αγάπη, η εργασία μας είναι στη γη των αγκαθιών και μέσα σ’ αυτά σπέρνουμε και θερίζουμε, κι ας είναι ο σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μας κεντάνε τα αγκάθια και, όσο και να δικαιωθούμε, ζούμε μέσα σ’ αυτά με τον ιδρώτα του προσώπου μας.
Όταν όμως μέσα στον έμπονο και δίκαιο αγώνα μας, βρούμε την αγάπη του Θεού, τρεφόμαστε με ουράνιο άρτο και δυναμώνουμε, χωρίς να εργαζόμαστε με αγωνία και χωρίς να κουραζόμαστε, όπως οι χωρίς αγάπη άνθρωποι. Ο ουράνιος άρτος είναι ο Χριστός, που ήρθε κάτω σε μας από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο την αιώνια ζωή. Και αυτή η ζωή είναι η τροφή των αγγέλων.
Όποιος βρήκε των αγάπη, κάθε μέρα και ώρα τρώγει το Χριστό κι από αυτό γίνεται αθάνατος (Ιω. 6, 58). Διότι «ο τρώγων – λέει - από τον άρτο που εγώ θα του δώσω, ποτέ (“εις τον αιώνα”) δε θα πεθάνει». Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος που τρώγει από τον άρτο της αγάπης, που είναι ο Ιησούς. Ότι βέβαια, αυτός που τρώγει από την αγάπη, τρώγει το Χριστό, το Θεό των πάντων, το μαρτυρεί ο απόστολος Ιωάννης, όταν λέει ότι «ο Θεός είναι αγάπη» (1 Ιω. 4, 8). Λοιπόν όποιος ζει στην αγάπη, λαμβάνει από το Θεό ως καρπό τη ζωή, και σ’ αυτό τον κόσμο οσφραίνεται από τώρα εκείνο τον αέρα της ανάστασης, στον οποίο εντρυφούν οι κοιμηθέντες δίκαιοι.


Αββά Ισαάκ του Σύρου