Google

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

http://pneumatikotita.forumotion.com/

ΠΕΡΙ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ......


Ο άνθρωπος έχει τέτοιες δυνάμεις, ώστε να μπορεί να μεταδώσει το καλό ή το κακό στο περιβάλλον του. Αυτά τα θέματα είναι πολύ λεπτά. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Πρέπει να βλέπομε το καθετί με αγαθό τρόπο. Τίποτα το κακό να μη σκεπτόμαστε για τους άλλους. Κι ένα βλέμμα κι ένας στεναγμός επιδρά στους συνανθρώπους μας. Και η ελάχιστη αγανάκτηση κάνει κακό. Να έχομε μέσα στην ψυχή μας αγαθότητα κι αγάπη· αυτά να μεταδίδομε.
Να προσέχομε να μην αγανακτούμε για τους ανθρώπους που μας βλάπτουν· μόνο να προσευχόμαστε γι’ αυτούς με αγάπη. Ό,τι κι αν κάνει ο συνάνθρωπος μας, ποτέ να μη σκεπτόμαστε κακό γι’ αυτόν. Πάντοτε να ευχόμαστε αγαπητικά. Πάντοτε να σκεπτόμαστε το καλό.
Δεν πρέπει ποτέ να σκεπτόμαστε για τον άλλο ότι θα του δώσει ο Θεός κάποιο κακό ή ότι θα τον τιμωρήσει για το αμάρτημά του. Αυτός ο λογισμός φέρνει πολύ μεγάλο κακό, χωρίς εμείς να το αντιλαμβανόμαστε. Πολλές φορές αγανακτούμε και λέμε στον άλλο: «Δεν φοβάσαι τη δικαιοσύνη του Θεού, δεν φοβάσαι μη σε τιμωρήσει;». Άλλη φορά πάλι λέμε: «Ο Θεός δεν μπορεί θα σε τιμωρήσει γι’ αυτό που έκανες» ή «Θεέ μου, μην κάνεις κακό σ’ αυτόν τον άνθρωπο γι’ αυτό που μου έκανε» ή «Να μην πάθει αυτό το πράγμα ο τάδε».
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, έχομε βαθιά μέσα μας την επιθυμία να τιμωρηθεί ο άλλος. Αντί, όμως να ομολογήσομε το θυμό μας για το σφάλμα του, παρουσιάζομε με άλλον τρόπο την αγανάκτησή μας και, δήθεν, παρακαλούμε τον Θεό γι’ αυτόν. Έτσι, όμως, στην πραγματικότητα καταριόμαστε τον αδελφό.
Κι αν, αντί να προσευχόμαστε, λέμε, «να το βρεις απ’ τον Θεό, να σε πληρώσει ο Θεός για το κακό που μου έκανες», και τότε πάλι ευχόμαστε να τον τιμωρήσει ο Θεός. Ακόμη και όταν λέμε, «ας είναι βλέπει ο Θεός», η διάθεση της ψυχής μας ενεργεί κατά ένα μυστηριώδη τρόπο, επηρεάζει την ψυχή του συνανθρώπου μας και αυτός παθαίνει κακό.
Όταν κακομελετάμε, κάποια κακή δύναμη βλαίνει από μέσα μας και μεταδίδεται στον άλλο, όπως μεταφέρεται  η φωνή με τα ηχητικά κύματα, και όντως ο άλλος παθαίνει κακό. Γίνεται κάτι σαν βασκανία, όταν ο άνθρωπος έχει για τους άλλους κακούς λογισμούς. Αυτό γίνεται απ’ τη δική μας αγανάκτηση. Εμείς μεταδίδομε μυστικώ τω τρόπω την κακία μας. Δεν προκαλεί ο Θεός το κακό αλλά η κακία των ανθρώπων. Δεν τιμωρεί ο Θεός, αλλά η δική μας κακή διάθεση μεταδίδεται στην ψυχή του άλλου μυστηριωδώς και κάνει το κακό. Ο Χριστός ποτέ δεν θέλει το κακό. Αντίθετα παραγγέλλει: «Ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς …».
Η βασκανία είναι πολύ άσχημο πράγμα. Είναι η κακή επίδραση που γίνεται όταν κανείς ζηλέψει κι ορεχθεί κάτι ή κάποιον. Θέλει μεγάλη προσοχή. Η ζήλεια κάνει πολύ κακό στον άλλο. Αυτός που βασκαίνει δεν το βάζει καν στο νου του ότι κάνει κακό. Είδατε τι λέει και η Παλαιά Διαθήκη: «Βασκανία γαρ φαυλότητος αμαυροί τα καλά».
Όταν όμως ο άλλος είναι άνθρωπος του Θεού και εξομολογείται και μεταλαμβάνει και έχει πάνω του τον Σταυρό, δεν τον πιάνει τίποτα. Όλοι οι δαίμονες να πέσουν πάνω του δεν καταφέρνουν τίποτα.
Μέσα μας υπάρχει ένα μέρος της ψυχής που λέγεται «ηθικολόγος». Αυτός ο «ηθικολόγος» όταν βλέπει κάποιον να παρεκτρέπεται, επαναστατεί, ενώ πολλές φορές  αυτός που κρίνει έχει κάνει την ίδια παρεκτροπή. Δεν τα βάζει όμως με τον εαυτό του αλλά με τον άλλο. Κι αυτό δεν το θέλει ο Θεός.
… Λέμε παραδείγματος χάριν: «Έπρεπε να κάνεις αυτό· δεν το έκανες, να τι έπαθες!». Στην πραγματικότητα, επιθυμούμε να πάθει ο άλλος κακό. Όταν σκεπτόμαστε το κακό, τότε μπορεί πράγματι να συμβεί. Κατά ένα μυστηριώδη και αφανή τρόπο μειώνομε στον άλλο τη δύναμη να πάει στο αγαθό, του κάνομε κακό. Μπορεί να γίνομε αιτία ν’ αρρωστήσει, να χάσει τη δουλειά του, την περιουσία του κ.λπ. Μ’ αυτό τον τρόπο δεν κάνομε κακό μόνο στον πλησίον μας αλλά και στον εαυτό μας, γιατί απομακρυνόμαστε απ’ την χάρι του Θεού. Και τότε προσευχόμεθα και δεν εισακουόμεθα. «Αιτούμεν και ου λαμβάνομεν». Γιατί; Το σκεφθήκαμε ποτέ αυτό; «Διότι κακώς αιτούμεθα». Πρέπει να βρούμε τρόπο να θεραπεύσομε την τάση που υπάρχει μέσα μας να αισθανόμαστε και να σκεπτόμαστε με κακία για τον άλλο.
Είναι δυνατόν να πει κάποιος, «έτσι που φέρεται ο τάδε θα τιμωρηθεί απ’ τον Θεό», και να νομίζει ότι το λέει χωρίς κακία. Είναι, όμως, πολύ λεπτό πράγμα να διακρίνει κανείς αν έχει ή δεν έχει κακία. Δεν φαίνεται καθαρά. Είναι πολύ μυστικό πράγμα τι κρύβει η ψυχή μας και πώς αυτό μπορεί να επιδράσει σε πρόσωπα και πράγματα.
Δεν συμβαίνει το ίδιο αν πούμε μετά φόβου ότι ο άλλος δεν ζει καλά και να προσευχόμαστε να τον βοηθήσει ο Θεός και να του δώσει μετάνοια· δηλαδή ούτε λέμε, ούτε κατά βάθος επιθυμούμε να τον τιμωρήσει ο Θεός γι’ αυτό που κάνει. Τότε όχι μόνο δεν κάνομε στον πλησίον κακό, αλλά του κάνομε και καλό. Όταν εύχεται κανείς για τον πλησίον του, μια καλή δύναμη βγαίνει απ’ αυτόν και πηγαίνει στον αδελφό και τον θεραπεύει και τον δυναμώνει και τον ζωογονεί. Μυστήριο πως φεύγει από μας αυτή η δύναμη. Όμως πράγματι αυτός που έχει μέσα του το καλό στέλνει την καλή αυτή δύναμη στους άλλους μυστικά και απαλά. Στέλνει στον πλησίον του φως, που δημιουργεί έναν κύκλο προστασίας γύρω του και τον προφυλάσσει απ’ το κακό. Όταν έχομε για τον άλλο αγαθή διάθεση και προσευχόμαστε, θεραπεύομε τον αδελφό και τον βοηθάμε να πάει προς τον Θεό.
Υπάρχει μία ζωή αόρατη, η ζωή της ψυχής. Αυτή είναι πολύ ισχυρή και μπορεί να επιδράσει στον άλλον, έστω κι αν μας χωρίζουν χιλιόμετρα. Αυτό γίνεται και με την κατάρα, η οποία είναι δύναμη που ενεργεί το κακό. Αν, όμως, πάλι με αγάπη προσευχηθούμε για κάποιον, όση απόσταση κι αν μας χωρίζει, μεταδίδεται το καλό. Άρα και το καλό και το κακό δεν τα επηρεάζουν οι αποστάσεις. Μπορούμε να τα στείλομε σε αποστάσεις απέραντες. … Ο θρούς της ψυχής μας φθάνει μυστηριωδώς κι επηρεάζει  τον άλλον, έστω κι αν δεν εκφράσομε ούτε μια λέξη. Και χωρίς να μιλήσομε, μπορεί να μεταδώσομε το καλό ή το κακό, όση κι αν είναι η απόσταση που μας χωρίζει απ’ τον πλησίον. Αυτό που δεν εκφράζεται έχει συνήθως περισσότερη δύναμη απ’ τα λόγια. 
Η κακή δύναμη δεν έχει φραγμούς, δεν εμποδίζεται ούτε από κλειδαριές ούτε από αποστάσεις. Η κακή δύναμη μπορεί και το αυτοκίνητο αν το γκρεμίσει χωρίς να υπάρχει καμιά βλάβη.  Καταλάβατε, λοιπόν πώς οι κακές μας σκέψεις, η κακή μας διάθεση επηρεάζουν τους άλλους; Γι’ αυτό πρέπει να βρούμε και τον τρόπο να καθαρίσομε το βάθος του εαυτού μας από κάθε κακία. Όταν η ψυχή μας είναι αγιασμένη, ακτινοβολεί το καλό. Στέλνομε τότε σιωπηλά την αγάπη μας χωρίς να λέμε λόγια.
Βέβαια αυτό στην αρχή είναι λίγο δύσκολο. 
Πρώτα ήταν ανίκανος να κάνει το καλό, (ο απόστολος Παύλος) μετά που ήλθε ο Χριστός μέσα του έγινε ανίκανος να κάνει το κακό. Και φώναζε μάλιστα: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Το έλεγε, το κήρυττε με καύχηση, ότι «έχω τον Χριστό μέσα μου», ενώ πρωτύτερα έλεγε: «Ήθελα να κάνω το καλό, αλλά δεν μπορούσα».
Έτσι θ’ αποσπάσομε την χάρι του Θεού, θα καταστούμε ένθεοι. Άμα δοθούμε κατά κει, άμα δοθούμε στην αγάπη του Χριστού, τότε όλα θα μεταβληθούν, όλα θα μεταστοιχειωθούν, όλα θα μεταποιηθούν, όλα θα μετουσιωθούν. Ο θυμός η οργή, η ζήλεια, ο φθόνος, η αγανάκτηση, η κατάκριση, η αχαριστία, η μελαγχολία, η κατάθλιψη, όλα θα γίνουν αγάπη, χαρά, λαχτάρα, θείος έρως. Παράδεισος! 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ

+ π. Ιωάννης Maitland Moir: ο Γέροντας της αγάπης (1924 – 2013)

Μαΐου 31, 2013 · stavrodromi Πρώτες μέρες του Οκτωβρίου, έτος 1989… πέρασαν κιόλας 24 ολόκληρα χρόνια! Είχα μόλις φτάσει, μεταπτυχιακός φοιτητής, στη μικρή παραθαλάσσια πόλη του Αγίου Ανδρέα, 80 χιλιόμετρα βορειότερα του Εδιμβούργου στη Σκωτία. Όταν βρίσκεται κανείς σε τόσο νεαρή ηλικία μακρυά από τον τόπο του και τους δικούς του ανθρώπους, έρχεται αντιμέτωπος με την υπέροχη πρόκληση να ανοιχτεί σε μία εντελώς νέα καθημερινότητα, καινούργιους κόσμους, πολιτισμούς, ανθρώπους, συνήθειες… Υπάρχουν, όμως, και κάποιες στιγμές που αποζητά κάτι από τις ρίζες του, αυτά που τον συνδέουν με όσα και όσους έχει αφήσει πίσω του. Η Εκκλησία είναι ένα από αυτά. Και φυσικά, ούτε λόγος για Ορθόδοξη Εκκλησία στη μικρή αυτή κωμόπολη στην άκρη του πουθενά… Απευθύνθηκα σε ένα ζευγάρι Ελλήνων δεύτερης γενιάς που είχα μάθει ότι ζούσαν μόνιμα στην πόλη του Αγίου Ανδρέα και δίδασκαν Βυζαντινή Ιστορία στο Πανεπιστήμιο. Εκείνοι με ενημέρωσαν ότι υπήρχε μία Ορθόδοξη Εκκλησία στο Εδιμβούργο και ο ιερέας της ήταν Σκωτσέζος στην καταγωγή, είχε βαφτιστεί Ορθόδοξος στο Άγιο Όρος και μιλούσε πολυ καλά την ελληνική γλώσσα. Μου ακούστηκε πολύ παράξενο, αλλά αποφάσισα να ξεπεράσω το εμπόδιο της απόστασης και να κατέβω το Σάββατο το απόγευμα για την ακολουθία του Εσπερινού. 23Α George Square ήταν η διεύθυνση που μου είχαν δώσει, κοντά στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Ξένος σε μια ξένη πόλη, ρωτώντας βρήκα το δρόμο και τον αριθμό. Αν δεν υπήρχε ο Σταυρός έξω από την πόρτα, δε θα καταλάβαινα ότι υπήρχε εκκλήσία εκεί. Απέξω ένα σπίτι όμοιο με όλα τα άλλα πλάι του, στη σειρά. Χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε ένας ιερέας. Η στιγμή αυτή παραμένει ακόμη σήμερα ζωντανή μέσα μου, 24 χρόνια πριν κι όμως σα να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα… Τα φωτεινά μάτια του, το μειδίαμα στα χείλη, η ασκητική του φυσιογνωμία (υπήρχαν τόσο αδύνατοι άνθρωποι;), τα λευκά του γένεια, η ζώνη της κουράς του (αυτή την ίδια φορούσε όλα τα χρόνια), το ζωστικό του που ευτυχώς το συγκρατούσε και το μάζευε η ζώνη, τα μαύρα κομμένα γαντάκια στα χέρια του που άφηναν ελεύθερες τις άκρες των δαχτύλων του για να μπορεί να γράφει (δεν είχε καν θέρμανση, μόνο μια μικρή θερμάστρα εκεί κοντά στο γραφείο του – πώς άντεχε τόση υγρασία και κρύο;)… Μία πολύ στενή, στριφτή σκάλα οδηγούσε στο υπόγειο του σπιτιού του. Εκεί κάτω, ένα απλό τέμπλο φτιαγμένο από κόντρα πλακέ (ή κάτι παρεμφερές), οι τέσσερις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, του Προδρόμου και του Αγίου Ανδρέα… Στα βημόθυρα ο Ευαγγελισμός της Παναγίας και οι 4 Ευαγγελιστές – ρωσικής τεχνοτροπίας. Ξαφνικά, μέσα σε εκείνο το υπόγειο παρεκκλησάκι που χωρούσε μετά βίας καμιά τριανταριά ανθιρώπινες ψυχές, ένιωσα μια απέραντη εσωτερική γαλήνη και χαρά, σα να βρισκόμουν στον παράδεισο. Φαίνεται πως ο Θεός είχε προνοήσει για τα χρόνια που θάμενα μακρυά από τη φυσική μου οικογένεια και μου είχε στείλει έναν δεύτερο πατέρα… τελικά όχι μόνο για εκείνα τα τέσσερα χρόνια της ξενητειάς (κι όμως, χάρη σε εκείνον δεν ένιωσα ούτε μια στιγμή ξενητεμένος), αλλά για όλα αυτά τα χρόνια που θα ακολουθούσαν μέχρι τις 17 Απριλίου του 2013, τη μέρα που έφυγε, σε ηλικία 89 ετών, για τις αγκάλες του Ουράνιου Πατέρα, αφήνοντας πίσω του πολλά ορεφανεμένα παιδιά… Πώς να περιγράψει κανείς με λόγια μία ολάκερη ζωή απλωμένη σε τόσες δεκαετίες πλήρους ανιδιοτέλειας, αδιάλειπτης προσευχής, αγάπης χωρίς όριο για τον άλλο, αλλά και απίστευτης σοφίας που γινόταν φανερή μέσα από τα ελάχιστα λόγια, τη σύνεση και τη διάκριση που είχε αυτός ο άνθρωπος! Γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου του 1924 στο χωριό Currie της Σκωτίας, σημερινό προάστιο του Εδιμβούργου. Οι γονείς του, Henry και Rose, προέρχονταν από παλιές αριστοκρατικές οικογένειες της Σκωτίας (Maitland Moir και Ochterlony), ήταν πολύ ευλαβείς και τον μεγάλωσαν με χριστιανική ανατροφή. Ο πατέρας του, Henry Maitland Moir (1887 – 1972), ήταν διακεκριμένος και αγαπητός σε όλους γιατρός που ξεχώριζε όχι μόνο για τις γνώσεις του και τον ενθουσιασμό και την ευελιξία του σε κάθε νέα εξέλιξη στον τομέα της Ιατρικής, αλλά επίσης, ίσως και περισσότερο, για την προθυμία του, το ανύστακτο ενδιαφέρον του για τους ασθενείς οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας, την αφιλοκερδία του και την αγάπη του προς όλους ανεξαιρέτως. Το γεγονός ότι ο π. Ιωάννης υπήρξε το μοναδικό παιδί της οικογένειάς τους, σε συνδυασμό με μία χρόνια αδυναμία στα γόνατά του, αλλά και η προσήλωση των γονέων του στις χριστιανικές τους αρχές, είχαν σαν αποτέλεσμα η ανατροφή του να είναι πολύ προνομιακή αλλά και αρκετά αυστηρή. Έτσι, από νεαρή ακόμη ηλικία, στράφηκε σε πνευματικά ερεθίσματα και αναζητήσεις. Αφού τελείωσε την Ακαδημία του Εδιμβούργου, έκανε Κλασσικές Σπουδές (μελέτη και έρευνα του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου με βάση τις γραπτές και, κυρίως, τις φιλολογικές μαρτυρίες) στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Αφού δίδαξε τους Κλασσικούς Συγραφείς για ένα διάστημα στο Σχολείο Cargilfield του Εδιμβούργου, απέκτησε υποτροφία για να συνεχίσει Κλασσικές & Θεολογικές Σπουδές στο Κολλέγιο Christ Church, ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα Κολλέγια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, αλλά ταυτόχρονα και το αριστοκρατικότερο – είναι πολλοί οι επιφανείς των γραμμάτων που αποφοίτησαν από το Κολλέγιο του Χριστού, αξιοσημείωτο δε παραμένει το ρεκόρ ότι έχουν επίσης αποφοιτήσει 13 Βρεττανοί πρωθυπουργοί. Ο π. Ιωάννης συνέχισε τις Θεολογικές του σπουδές στο Κολλέγιο Cuddesdon της Οξφόρδης. Το Κολλέγιο αυτό είχε ιδρυθεί το 1854 από τον επίσκοπο Οξφόρδης Σαμουήλ Wilberforce και λειτουργούσε ως Θεολογικό Σεμινάριο το οποίο προετοίμαζε αποκλειστικά αποφοίτους των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ για την ιερωσύνη στην Αγγλικάνική Εκκλησία. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι το Θεολογικό αυτό Σεμινάριο ακολουθούσε την πλευρά της Αγγλικανικής Εκκλησίας που ήταν πιο κοντά στη λειτουργική πράξη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (ενώ υπάρχει και το τμήμα εκείνο της Αγγλικανικής Εκκλησίας το οποίο πρακτικά πρόσκειται στον Προτεσταντισμό). Το ενδιαφέρον του π. Ιωάννη για την Εκκλησία της Ανατολής και τους Πατέρες καλλιεργήθηκε έντονα στα χρόνια των Θεολογικών του σπουδών στην Οξφόρδη και το 1950 αποφάσισε να μεταβεί για ένα χρόνο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Επιστρέφοντας στη Σκωτία, χειροτονήθηκε Διάκονος στην Επισκοπική Εκκλησία της Σκωτίας (η οποία υπάγεται στην Αγγλικανική Εκκλησία) το 1952 και τον επόμενο χρόνο Πρεσβύτερος. Στην αρχή τοποθετήθηκε ως Βοηθός του Εφημερίου στην εκκλησία της Παναγίας (η οποία είχε χτιστεί το 1858) στο Broughty Ferry και το 1956 μετατέθηκε στην πόλη του Durham της Βόρειας Αγγλίας, όπου για έξι χρόνια δίδαξε στο Κολλέγιο του Αγίου Τσάδ, στο οποίο προετοιμάζονταν υποψήφιοι κληρικοί της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Άγιος Τσαδ, επίσκοπος Μερκίας, υπήρξε μαθητής του Αγίου Αϊδανού (που εορτάζεται στις 31/8) στην ονομαστή Μονή-Επισκοπή του Λίντισφαρν της Βόρειας Αγγλίας, έζησε τον 7ο αιώνα και η μνήμη του εορτάζεται στις 2 Μαρτίου. Επέστρεψε στο Εδιμβούργο το 1962 και τοποθετήθηκε στην ενορία του Αποστόλου Βαρνάβα, ενώ παράλληλα ορίστηκε τιμητικός εφημέριος στον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας, ο οποίος είναι και η Έδρα του Επισκόπου του Εδιμβούργου, ενός από τους 7 Επισκόπους της Αγγλικανικής Εκκλησίας στη Σκωτία. Το 1967 ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου στην Επισκοπική έδρα του Moray της Βορειοανατολικής Σκωτίας και σύντομα τοποθετήθηκε στον Καθεδρικό Ναό του Αποστόλου Ανδρέα στο Inverness, όπου και του δόθηκε ο τιμητικός τίτλος Canon (κάτι αντίστοιχο με το οφίκιο του αρχιμανδρίτη). Η Επισκοπική Εκκλησία, που ο π. Ιωάννης αγαπούσε και διακονούσε με αφοσίωση, είχε, κατά την άποψή του εκείνα τα χρόνια, μεγαλύτερη εγγύτητα με την Ορθόδοξη Εκκλησία από κάθε άλλη Εκκλησία της Δύσης. Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, συνειδητοποιούσε όλο και περισσότερο ότι και η Επισκοπική Εκκλησία σταδιακά απομακρυνόταν από την κοινη βάση που υπήρχε και τις ρίζες της μητέρας Ορθόδοξης Εκκλησίας, τις οποίες ρίζες εκείνος ανακάλυπτε πλέον με πολλή δίψα και ενθουσιασμό. Κάποιος τον είχε ρωτήσει κάποτε: «Γιατί αφήσατε την Επισκοπική Εκκλησία;» και εκείνος είχε απαντήσει: «Δεν την άφησα εγώ – εκείνη με άφησε!». Το 1981, μετά από περίπου 30 χρόνια διακονίας στην Επισκοπική Εκκλησία, παραιτήθηκε από τη θέση του στην Επισκοπή του Moray και ταξίδεψε στο Άγιο Όρος, όπου, μετά από κατήχηση, βαφτίστηκε Ορθόδοξος στη Μονή της Σιμωνόπετρας. Επιστρέφοντας στη Μεγάλη Βρετανία, χειροτονήθηκε Διάκονος στις 12 Ιουλίου 1981 και Πρεσβύτερος την αμέσως επόμενη μέρα από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων Μεθόδιο. Αρχικά τοποθετήθηκε εφημέριος στην Ενορία της Μεταμορφώσεως Σωτήρος στο Coventry, η οποία είχε αποκτήσει δική της εκκλησία μόλις πριν τέσσερα χρόνια, το 1977. Εκεί παρέμεινε τρία χρόνια και το 1984 επέστρεψε στην αγαπημένη του πατρίδα, το Εδιμβούργο της Σκωτίας. Στο Εδιμβούργο, η Ορθόδοξη ζωή και παρουσία είχε ξεκινήσει πριν πολλά χρόνια με αφορμή την ανάγκη για Θεία Λειτουργία για τους Πολωνούς στρατιωτικούς του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, οπότε σταδιακά δημιουργήθηκε μία ευρύτερη σλαβονική παροικία, στην οποία είχε παραχωρηρηθεί για λειτουργική χρήση μέσα στη δεκαετία του ’70 ένα από τα παρεκκλήσια της Επισκοπικής Εκκλησίας του Αρχαγέλλου Μιχαήλ & των Αγίων Πάντων. Ο π. Ιωάννης Sotnikov, ρωσικής καταγωγής, ήταν ο ιερέας αυτής της πρώτης κοινότητας και οι Λειτουργίες τελούνταν στα σλαβονικά. Όταν η παρουσία του Ορθόδοξου αυτού παρεκκλησίου έγινε γνωστή, άρχισαν να εκκλησιάζονται εκεί και κάποιοι Έλληνες οι οποίοι ζούσαν στο Εδιμβούργο, ενώ αργότερα καθιερώθηκε να έρχεται περιστασιακά ο Έλληνας ιερέας της Γλασκώβης και να τελεί στο ίδιο παρεκκλήσιο Λειτουργίες στα ελληνικά, ενώ ο π. Ιωάννης Sotnikov συνέχιζε να τελεί τις Λειτουργίες στα σλαβονικά για τους σλαβόφωνουςε ορθοδόξους. Μετά την κοίμηση του π. Ιωάννη Sotnikov, ανέλαβε ιερέας στο Εδιμβούργο ο π. Ιωάννης Maitland Moir, ο οποίος, γνωρίζοντας άπταιστα και τα ελληνικά αλλά και τα σλαβονικά, μπόρεσε να ενώσει τις δύο κοινότητες σε μία, και έτσι ιδρύθηκε η Oρθόδοξη Εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέα κάτω από την δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Θιυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για τον π. Ιωάννη, η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν αυτό που ο αγαπημένος του συγγραφέας C. S. Lewis (1898 – 1963, συγγραφέας του πολύ γνωστού «Χρονικού της Νάρνια») – ο οποίος ήταν επίσης απόφοιτος του Κολλεγίου του Χριστού στην Οξφόρδη – θα αποκαλούσε «γνήσιο, καθαυτό χριστιανισμό», ο οποίος υπερβαίνει τα εμπόδια της εθνικότητας και της γλώσσας και αγκαλιάζει όλους όσους θέλουν να γνωρίσουν και να ζήσουν τη χριστιανική ζωή, μετέχοντας στη δόξα και τη χαρά της Ανάστασης του Κυρίου. Αυτό ακριβώς βίωνε όποιος δρασκέλιζε το κατώφλι του σπιτιού του π. Ιωάννη στην οδό 23Α George Square και κατέβαινε τα στενά σκαλιά που οδηγούσαν στο κατανυκτικό υπόγειο παρεκκλησιο του Αγίου Ανδρέα. Αυτά ακριβώς τα σκαλιά τα οποία είχα κατέβει και εγώ εκείνο του Οκτωβριανό απόγευμα Σαββάτου του 1989, μόλις πέντε χρόνια μετά από την άφιξη του π. Ιωάννη στην Ορθόδοξη Κοινότητα του Εδιμβούργου. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, ο π. Ιωάννης δεν αρκέστηκε μόνο στις ακολουθίες που τελούσε ανελλιπώς καθημερινά, πρωί και απόγευμα στο Εδιμβούργο, αλλά όργωσε στην κυριολεξία όλη την επικράτεια της Σκωτίας, τελώντας τη Θεία Λειτουργία όπου μάθαινε ότι υπήρχαν έστω και λίγοι πιστοί. Με αυτόν τον τρόπο σταδιακά ιδρύθηκαν 7 ακόμη ορθόδοξες κοινότητες – μικρές πνευματικές κυψέλες κάτω από την αγκαλιά της μητέρας κοινότητας του Εδιμβούργου και τις προσευχές του Γέροντά της. Καθιέρωσε παντού, όπου τελούνταν η Θεία Λειτουργία, τα αγγλικά ως κύρια λειτουργική γλώσσα (αφού αυτή ήταν η κοινή γλώσσα όλων) αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε και τα ελληνικά και τα σλαβονικά από διάκριση και αγάπη προς τους Έλληνες και τους Ρώσους της Σκωτίας. Το μέτρο, η ταπείνωση και η διάκριση που τον χαρακτήριζαν σε όλα όσα έκανε, είχαν σαν αποτέλεσμα να χαίρει της εκτίμησης και του σεβασμού όλων όσων τον γνώριζαν, Ορθοδόξων και μη. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στο Εδιμβούργο, τοποθετήθηκε υπεύθυνος ιερέας του Πανεπιστημίου για τους ορθόδοξους φοιτητές και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι την κοίμησή του – ο μακροβιότερος πανεπιστημιακός ιερέας στην μέχρι τώρα ιστορία του Εδιμβούργου. Ήταν τόσο σημαντική η προσφορά του από αυτή τη θέση, που την ημέρα της εξοδίου ακολουθίας του, με εντολή του πρύτανη του Πανεπιστημίου, οι σημαίες της Σκωτίας σε όλα τα πανεπιστημιακά κτίρια παρέμειναν μεσίστιες. Είχε ιδιαίτερη αγάπη για την ιστορία του χριστιανισμού των πρώτων αιώνων στη Σκωτία και προσπαθούσε να προβάλλει τους Αγίους αυτής της περιόδου, όπως τον Άγιο Κολούμπα (9/6) και τον Άγιο Κουθβέρτο (20/3), γιατί θεωρούσε πως αυτοί οι άγιοι ήταν οι ρίζες της Εκκλησίας της Σκωτίας και αυτοί θα αποτελούσαν και πάλι τον σύνδεσμο με την μητέρα Εκκλησία για τους σημερινούς Σκωτσέζους. Ηταν πολύ αυστηρός και ασκητικός στη ζωή του, αλλά είχε τέτοια αγάπη και διάκριση που θα δοκίμαζε ό,τι του πρόσφερες στο πιάτο του. Ο π. William Gordon Reid, ο ιερέας της Επισκοπικής Εκκλησίας του Εδιμβούργου που δάνειζε στη ρωσόφωνη πρώτη ορθόδοξη κοινότητα το παρεκκλήσιο για λειτουργική χρήση, αναφέρει σε ένα κείμενο που έγραψε για τον π. Ιωάννη, όταν έμαθε το νέο της εκδημίας του, τα εξής: «Συνήθιζε να τρώει μόνο ένα γεύμα την ημέρα και αυτό, για πολλά χρόνια, του το ετοίμαζε και το παρείχε η κυρία Pinhorne, μέλος της ενορίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ & Αγίων Πάντων της Επισκοπικής Εκκλησίας, η οποία πέθανε σε ηλικία 102 ετών. Ήταν πολύ αυστηρός στο φαγητό του, και θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποια φορά την οικονόμο της κυρίας Pinhorne να του λέει: «υπάρχει ένα όριο στον αριθμό των διαφορετικών τρόπων με τους οποίους μπορεί κανείς να μαγειρέψει τις φακές» (σημ. αυτό ήταν το συνηθισμένο φαγητό του, ένα πιάτο με ελάχιστες φακές). Και συνεχίζει ο π. Reid: «Επειδή δάνειζα το παρεκκλήσιο της ενορίας μας στους Ρώσους, κάποια στιγμή με κάλεσε σε δείπνο μία Ρωσίδα κυρία, η οποία ήταν χήρα του Sir Edward Reid. Προσκεκλημένοι της ήταν επίσης και οι δύο Ορθόδοξοι ιερείς, π. Ιωάννης Sotnikov και π. Ιωάννης Maitland Moir. Ένα από τα πιάτα που μας σέρβιρε μου έχει μείνει αξέχαστο: ένα μεγάλο ασημένιο μπωλ με χαβιάρι από οξύρρυχγο Μπελούγκα (που ζει στην Κασπία Θάλασσα), το οποίο ήταν τοποθετημένο πάνω σε μία στρώση πάγου και συνοδευόταν από καυτό φρεσκοφρυγανισμένο ψωμί και εκλεκτή βότκα από τη Ρωσία. Η Lady Reid, ο π. Sotnikov και εγώ πέσαμε στην κυριολεξία με τα μούτρα στον εκλεκτό αυτό πιάτο γεμάτοι ευχαρίστηση, και όσο τα ποτήρια μας ξαναγέμιζαν με βότκα τόσο πιο μεγάλη ήταν η ευχαρίστησή μας. Ο π. Ιωάννης πήρε το μικρότερο κομμάτι χαβιάρι από το μπωλ και μία φέτα ψωμί και, καθώς κατάπινε μία γουλιά βότκα, ακούστηκε μόνο ένας πολύ μικρός στεναγμός. Δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που έπινε μόνο τσάι, αλλά μάλλον θα προτιμούσε λίγο σέρυ και ένα κράκερ, από αυτά που γίνονται από αλεύρι και νερό μόνο. Δεν αποχωριζόταν ποτέ το κομποσχοίνι του, όλη του η ζωή ήταν σαρκωμένη προσευχή για τον άλλο. Όποιο όνομα του έδιναν για να μνημονευτεί στην ακολουθία της προσκομιδής, το καταχωρούσε σε ένα από τα δύο μικροσκοπικά βιβλιαράκια στα οποία κατέγραφε τα ονόματα των ζωντανών και των κεκοιμημένων. Η προσκομιδή που έκανε κρατούσε πολλή ώρα. Κανένα όνομα στα βιβλιαράκια του δεν σβηνόταν ποτέ και όλα μνημονεύονταν σε κάθε Θεία Λειτουργία. Όταν κάποτε τον ρώτησα (αφελώς) τι γίνεται όταν κάποιος, που τον μνημόνευε ως ζωντανό, εν τω μεταξύ πεθάνει και εκείνος δεν το έχει μάθει ώστε να μεταφέρει το όνομά του στη λίστα με τους κεκοιμημένους, πήρα την προφανή απάντηση ότι εκείνος συνεχίζει να μνημονεύει όπως είναι γραμμένα τα ονόματα (εκτός αν κάποιος τον ενημέρωνε για κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο οπότε θα το άλλαζε) και τα υπόλοιπα τα γνώριζε ο Θεός! Φυσικά… τόσο απλό! Η Ορθόδοξη Κοινότητα του Εδιμβούργου, κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, μεγάλωνε συνέχεια με ανθρώπους όλων των εθνικοτήτων αλλά και πολλούς γηγενείς για τους οποίους η Εκκλησία του Αγίου Ανδρέα γινόταν το σπίτι τους Η πόρτα του π. Ιωάννη ήταν ανοιχτή για όλους ανεξάρτητα από το τι ώρα ήταν και ο ίδιος χαρακτήριζε συχνά τον εαυτό του ως «ιερομόναχο της πόλης». Σύντομα αναγκάστηκε να μετακομίσει εκείνος στο μικρό υπόγειο (όπου βρισκόταν το πρώτο παρεκκλήσι) και να μετατρέψει το καθαυτό σπίτι του επάνω σε Ναό, ο οποίος είχε χωρητικότητα διπλάσια και πλέον. Σε λίγο, ούτε κι αυτή η λύση δεν θα εξυπηρετούσε την Κοινότητα του Αποστόλου Ανδρέα που αυξανόταν ραγδαία. Μετά από πολύ αγώνα και με τη βοήθεια πολλών φίλων της Κοινότητας, αγοράστηκε ένα παλιό σχολικό κτίριο στην καρδιά του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, το οποίο μετατράπηκε σε Ναό. Αυτός παραμένει μέχρι σήμερα ο ναός της Ορθόδοξης Κοινότητας του Εδιμβούργου. Ο π. Ιωάννης έδινε σε όλους τα πάντα, ό,τι ο καθένας είχε ανάγκη: από τα υλικά (κληρονόμησε μία πολύ μεγάλη περιουσία από τους γονείς του και στο τέλος δεν είχε ούτε μία δεκάρα δική του), μέχρι τα ψυχικά και τα πνευματικά: αγάπη, σοφία, δύναμη, καρτερία, παρηγορία… Έγινε ο πνευματικός πατέρας πολλών ανθρώπων, όχι μόνο στη Σκωτία, αλλά και αλλού. Όταν ερχόταν στην Αθήνα μία φορά το χρόνο, πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευδαν στο σπίτι του καλού του φίλου, του γιατρού Αναστασίου Πλέτσα, για να εξομολογηθούν ή απλώς να πάρουν την ευχή του – ατέλειωτες ώρες από το πρωί ως το βράδυ. Ο π. Ιωάννης κοιμήθηκε ειρηνικά στις 17 Απριλίου 2013, στο Βασιλικό Νοσοκομείο του Εδιμβούργου, περιστοιχισμένος από τα πνευματικά του παιδιά, τα οποία αποχαιρετούσε έναν έναν, δίνοντας σε όλους την ευχή του τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής του που νοσηλευόταν μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο. Εκείνην ακριβώς την ημέρα της κοίμησής του, ένας ανώνυμος δωρητής είχε μόλις υπογράψει τη συμφωνία για την αγορά ενός μεγάλου παλιού ενοριακού ναού του Εδιμβούργου για να μεταφερθεί πλεόν η ορθόδοξη Κοινότητα σε ένα κανονικό και άνετο εκκλησιαστικό κτίριο – αυτό ήταν το όραμα του π. Ιωάννη όλα αυτά τα χρόνια. Στο κείμενο που έγραψε για τον π. Ιωάννη, ο π. William Gordon Reid, ιερέας της Επισκοπικής Εκκλησίας που είχε δανείσει το παρεκκλήσιο της ενορίας του στην πρώτη ρωσική κοινότητα, καταλήγει λέγοντας: «Ήταν ένας πιστός και αφοσιωμένος ενοριακός ιερέας, ένας πολύ καλός φίλος και έμπιστος σύμβουλος για πολλούς ανθρώπους, και είμαι βέβαιος πως τώρα επιτέλους θα ακούσει το καλωσόρισμα του Κυρίου: ”Εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ. Επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου” (Ματθ. 25:21)». Ή, όπως πολύ όμορφα είπε η Milja Radovic από τη Σερβία «Χάσαμε τον άνθρωπο που αγαπούσαμε και κερδίσαμε έναν άγγελο!».

 Κείμενο: π. Δημήτριος Ι. Μαρούλης 

Πηγή: http://stavrodromi.com/2013/05/31/%CF%80-%CE%B9%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-maitland-moir-%CE%BF-%CE%B3%CE%AD%CF%81%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CE%AC%CF%80%CE%B7%CF%82-1924-2013/

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΑΔΔΑΙΟΣ ΤΗΣ ΒΙΤΟΒΝΙΤΣΑ

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΓΟΓΓΥΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (ΑΓ. ΛΟΥΚΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΙΜΑΙΑΣ)

Την προηγούμενη Κυριακή προσπάθησα να αποκαλύψω το μεγαλείο και το βάθος του λόγου του αποστόλου Παύλου που τον εαυτό του ονομάζει σπονδή στη Θυσία. Σας έλεγα για τις αμέτρητες συμφορές και τα βάσανα που υπόφερε σ' όλη τη ζωή του για τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος προσφέρθηκε Θυσία για τις αμαρτίες όλου του κόσμου.
Συμπληρώνοντας αυτά που σας έλεγα τότε, για τα παθήματα του μεγάλου αυτού αποστόλου, θα σας πω τώρα και τι υπέφερε σε μία πόλη της Μακεδονίας, στους Φιλίππους, για το κήρυγμά του. Με την καταγγελία κάποιων, που δεν τους άρεσε το κήρυγμά του, οι άρχοντες της πόλης έδωσαν διαταγή να τον ραβδίσουν και μετά τον έριξαν στη φυλακή και έσφιξαν τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Έχασε τότε το θάρρος του ο απόστολος; Άρχισε να κλαίει; Ασφαλώς όχι. Κατά τα μεσάνυχτα ο Παύλος μαζί με το συνεργάτη του, το Σίλα, έψαλαν ψαλμούς, δοξολογώντας το Θεό. Θα μπορούσε ο Παύλος με μία μόνο λέξη να αποφύγει τους ραβδισμούς, να βγει από τη φυλακή και ακόμα και να τρομάξει τους άρχοντες, αρκεί να τους έλεγε ότι είναι Ρωμαίος πολίτης.
Όμως δεν το έκανε. Προτίμησε τον εξευτελισμό για το όνομα του Χριστού και χαιρόταν με όλη την καρδιά του για τις μαστιγώσεις και τις πληγές, διότι αυτά συνέβαλαν στην επιστροφή του δεσμοφύλακα και της οικογένειάς του στην πίστη στο Χριστό. Να θυμόμαστε πάντα πόσο εμείς φοβόμαστε τις μαστιγώσεις και τις πληγές ενώ, αντίθετα, πόσο ο μεγάλος αυτός διάκονος του Θεού χαιρόταν γι' αυτά. Χαιρόταν κάθε φορά που μπορούσε να γίνει σπονδή στη Θυσία.
Και στη σημερινή αποστολική περικοπή διαβάζουμε ακόμα πιο παράξενο λόγο του αποστόλου Παύλου από την επιστολή του Προς Κολοσσαείς; «Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου υπέρ υμών και ανταναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ο έστιν η εκκλησία» (Κολ. 1, 24).
Ακούτε πώς χτυπά ή καρδιά του μεγάλου αποστόλου; Ακούτε πώς αυτός θεωρεί ότι υστερεί σε παθήματα που υπομένει για την Εκκλησία του Χριστού, που είναι το Σώμα Του. Όχι μόνο χωρίς καθόλου να γογγύζει, υπομένει όλα τα αμέτρητα παθήματα αλλά διψά και για περισσότερα. Ω, Κύριε! Και εμείς, οι αδύνατοι χριστιανοί, πόσο φοβόμαστε τους ονειδισμούς, τις θλίψεις και τα παθήματα! Είναι δυνατόν να βρεθεί έστω και ένας μεταξύ μας που θα ζητούσε να πληθυνθούν αυτά; Εκείνος, όμως, διψούσε γι' αυτά τα παθήματα, για να μορφωθεί ο Χριστός στις καρδιές των εθνικών, στους οποίους κήρυττε ακούραστα το Ευαγγέλιο.
Ας θυμηθούμε και έναν άλλο λόγο του μεγάλου Παύλου: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α' Κορ. 11, 1). Να μιμηθούν τον απόστολο Παύλο στη δίψα του για τα παθήματα του Χριστού μπορούν, βέβαια, πολύ λίγοι άνθρωποι, αυτοί που έλαβαν τα πλούσια χαρίσματα του αγίου Πνεύματος. Οι απλοί όμως χριστιανοί μπορούν να ευαρεστήσουν και αυτοί το Θεό και να έχουν μισθό απ' Αυτόν αλλά μόνο με την αγόγγυστη υπομονή των θλίψεων που τους στέλνονται από το Θεό. Να θυμόμαστε όλοι μας τα λόγια του μεγάλου αποστόλου Παύλου από την επιστολή του προς Εβραίους: «Υιέ μου, μη ολιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδέ εκλύου υπ΄ αυτού ελεγχόμενος, ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται, ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός· τις γαρ εστίν υιός ον ου παιδεύει πατήρ; ει δε χωρίς εστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι εστέ και ουχ υιοί.» (Έβρ. 12, 5-8).
Συχνά ρωτούν οι άνθρωποι γιατί, για ποιο λόγο, Κύριος ο Θεός τους στέλνει θλίψεις και πολλές φορές και πολύ σοβαρές δοκιμασίες; Είναι πολύ σημαντικό για τον κάθε χριστιανό να καταλάβει ότι οι θλίψεις μάς αποστέλλονται κατά το θέλημα του Θεού, το πάντοτε αγαθό και σωτήριο. Τις περισσότερες φορές μάλιστα στέλνονται όχι σαν τιμωρίες, για τις αμαρτίες μας, αλλά για να επαναπροσδιορίσουμε τους δρόμους μας και τις καρδιές μας ή σαν απάντηση στα αιτήματα που απευθύνουμε στο Θεό. Οι άνθρωποι πολλές φορές περιμένουν από το Θεό να πραγματοποιήσει αυτά που ζητούν στις προσευχές τους με ένα τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι ο καλύτερος. Ο Θεός, όμως, συχνά άπαντα στις δεήσεις τους με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο και όχι μ' αυτόν που θα ήθελαν ή θα φαντάζονταν.
Αν ζητάνε, για παράδειγμα, να τους χαρίσει ο Θεός ταπείνωση, φαντάζονται ότι σιγά-σιγά μέρα με τη μέρα η ταπείνωση υπό την ευεργετική επίδραση του Θεού θα μεγαλώνει στις καρδιές τους. Ο Κύριος όμως συχνά το κάνει με έναν διαφορετικό τρόπο τους στέλνει ένα απροσδόκητο σκληρό χτύπημα το οποίο πληγώνει την υπερηφάνεια και τον εγωισμό τους και τους ταπεινώνει. Συχνά ο Θεός μάς στέλνει κάποια ασθένεια και εμείς παραπονιόμαστε και καθόλου δεν σκεφτόμαστε ότι τις περισσότερες φορές αυτή είναι μια μεγάλη ευεργεσία του Θεού, είναι ίσως η απάντηση του Θεού στις προσευχές μας, με τις οποίες τον παρακαλούμε να δυναμώσει την πίστη μας.
Δεν γνωρίζετε ότι πολλές φορές ο Κύριος μάς στέλνει φοβερές σωματικές ασθένειες και πληγώνει το σώμα μας για να μας δυναμώσει πνευματικά; Αυτό έγινε και με τον όσιο Ποιμένα τον Πολύαθλο, ο οποίος ασκήτευε στη μονή των Σπηλαίων και όλη τη ζωή του βρισκόταν στο κρεββάτι του πόνου υποφέροντας από μία αθεράπευτη ασθένεια και μ' αυτό τον τρόπο έφτασε στην αγιότητα. Άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι δίνουν μεγάλη σημασία στα γήινα αγαθά, ζητάνε από τον Κύριο να αυξηθούν τα πλούτη τους. Και ο Κύριος τους απαντά με την καταστροφή των κτημάτων τους ή με πυρκαγιές και μ' αυτόν τον τρόπο τους αποστρέφει από την προσκόλληση στα γήινα και από τη φιλαργυρία και έτσι διορθώνει τις αποκλίσεις τους από τη σωστή οδό, την οποία μας διδάσκουν οι μακαρισμοί.
Ο Θεός φέρεται σε μας σαν σε πραγματικούς υιούς Του, τους οποίους τιμωρεί για το καλό τους. Τις θλίψεις που μας στέλνει ο Κύριος εμείς πρέπει να τις υποδεχόμαστε έτσι όπως μας το λέει ο άγιος απόστολος Πέτρος: «Ταπεινώθητε ουν υπό την κραταιάν χείρα του Θεού, ίνα υμάς υψώση εν καιρώ.» (Α' Πετρ. 5, 6). Αν δεν μπορούμε, παρ' όλες τις προσπάθειές μας, να κατανοήσουμε για ποιο λόγο μάς στέλνονται από το Θεό οι θλίψεις, τότε ας ταπεινωθούμε κάτω από το δυνατό χέρι του Θεού και θα μας ανυψώσει στον κατάλληλο καιρό, για να καταλάβουμε τους δρόμους Του με τους οποίους μας οδηγεί σ' αυτόν το σκοπό. Πρέπει με πολλή ταπείνωση και χωρίς τον παραμικρό γογγυσμό να δεχόμαστε όλες τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, που μας στέλνονται από το Θεό, έχοντας την ταπεινή πεποίθηση ότι μ' αυτά ο Θεός μας κατευθύνει και όχι ότι ξεσπά επάνω μας την οργή Του. Διότι ο ίδιος διά του στόματος του προφήτη Ησαΐα είπε: «Δεν είμαι πια μ' αυτό οργισμένος» (Ήσ. 27, 4). Ενώ εμείς, συνήθως, νομίζουμε ότι ο Κύριος είναι οργισμένος μαζί μας και γι' αυτό μας στέλνει τις θλίψεις. Όχι. Πάντοτε να θυμάστε ότι στο Θεό δεν υπάρχει οργή. «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α' Ίω. 4, 8). Και η τέλεια αγάπη είναι ξένη προς την οποιαδήποτε αδικία.
Αλλά πολλές φορές, όταν ο Θεός μάς δίνει ένα σοβαρό χτύπημα, διά του οποίου μάς ταπεινώνει για να μάς υψώσει αργότερα, εμείς γογγύζουμε κατά του Θεού. Καταλαβαίνετε, όμως, πόσο βαριά αμαρτία είναι ο γογγυσμός κατά του Θεού; Όταν γογγύζουμε κατά του Θεού, αυτό σημαίνει ότι Τον θεωρούμε άδικο, θεωρούμε ότι Αυτός δεν μάς φέρεται σωστά και θα έπρεπε να μάς φερθεί κατά έναν διαφορετικό τρόπο. Όμως δεν είναι βαριά αμαρτία να κατηγορούμε το Θεό για αδικία και να Τον συκοφαντούμε; Βλέπετε, λοιπόν, πόσο βαριά αμαρτία είναι ο γογγυσμός κατά του Θεού. Γι' αυτό «εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε» (Α' Πέτρ. 1, 17). Πρέπει να προσέχουμε πολύ τα λάθη και τα εμπόδια στην πορεία μας προς τη Βασιλεία των Ουρανών. Αλλά περισσότερο απ' όλα τα άλλα πρέπει να φοβόμαστε να μην παραβαίνουμε τη μεγάλη εντολή του Χριστού: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» (Μτ. 7, 1). Και γογγυσμός κατά του Θεού δεν είναι μόνο κρίση του Θεού αλλά και κατάκρισή Του.
Ας αφήσουμε την κρίση αυτή σ' εκείνους τους δυστυχείς ανθρώπους που εκούσια καταστρέφουν τον εαυτό τους. Τους οποίους ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός δεν τους διορθώνει ούτε τους τιμωρεί, επειδή είναι αδιόρθωτοι και αθεράπευτοι. Εμείς μόνο να ζητάμε την βοήθειά Του για το δρόμο της σωτηρίας μας, να Τον δοξολογούμε και να Τον τιμούμε πάντοτε μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Άγιο Πνεύμα. Αμήν.


(ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ "ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ" ΤΟΜΟΣ Α', ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ", ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ)

πηγή: www.alopsis.gr

ΒΑΛΕ ΦΩΤΙΑ ΣΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΟΥ....! ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ BRIANCHANINOV


Ξεχύνω τά λόγια τς καρδις μου, πού παλά σκιρτ πό χαρά φθαρτη κι νέκφραστη. δελφοί, ν εσχωρήσετε στά λόγιά μου μέ καθαρό λογισμό, θά εφρανθετε σάν σέ συμπόσιο πνευματικό! πίστη στό Χριστό εναι ζωή. ποιος τρέφεται μέ τήν πίστη, γεύεται δη, στή διάρκεια τς πίγειας πορείας του, τήν αώνια ζωή, πού τοιμάστηκε γιά τούς δικαίους στό τέλος ατς τς πορείας. Κύριος επε: «ποιος πιστεύει σ’ μένα, ατός χει τήν αώνια ζωή».
Μέ τήν πίστη ο νθρωποι το Θεο πέμειναν σκληρές δοκιμασίες. χοντας οκειωθε τό πλοτο καί τήν εφροσύνη τς αώνιας ζως, θεώρησαν σκουπίδια τά θέλγητρα τς πρόσκαιρης. Μέ τήν πίστη δέχονταν τίς θλίψεις καί τίς στενοχώριες σάν δρα το Τριαδικο Θεο, δρα μέ τά ποα κενος τούς ξίωσε νά γίνουν μιμητές καί μέτοχοι τν παθημάτων νός πό τά πανάγια Πρόσωπά Του, πού στερξε νά δεχθε τή φύση μας καί νά οκονομήσει τή λύτρωσή μας. πέραντη εφροσύνη, πού γεννιέται πό τήν πίστη, καταβροχθίζει τή σκληρότητα το πόνου. τσι, στή διάρκεια δυνηρν βασάνων, νιώθει κανείς μόνο τέρψη. Τό μολόγησε μεγαλομάρτυρας Εστράτιος (13 Δεκεμβρίου) λίγο πρίν πό τήν τελείωσή του. Τά βασανιστήρια στά ποα μέ ποβάλλεις, επε στόν γεμόνα γρικόλα, εναι γιά μένα εφροσύνη!.
Μέ τήν πίστη ο γιοι βυθίστηκαν στά βάθη τς ταπεινοφροσύνης. Μέ τά καθαρά μάτια τς πίστεως εδαν πώς ο νθρώπινες θυσίες στό Θεό δέν εναι παρά τά χαρίσματα το Θεο στόν νθρωπο, χρέη το νθρώπου στό Θεό, χρείαστα σ’ κενον λλά παραίτητα καί σωτήρια γιά τόν νθρωπο. «κου, λαέ μου», λέει Θεός, «γιατί θά σο μιλήσω, κου, σραήλ, γιατί θά διαμαρτυρηθ σ’ σένα. Θεός, Θεός σου, εμ’ γώ. Δέν θά σέ λέγξω γιά τίς θυσίες σου… γιατί δική μου εναι λη οκουμένη καί δικά μου λα τά πλούτη της», «τί χεις πο νά μήν τό λαβες; φο, λοιπόν, τό λαβες πό τό Θεό, γιατί καυχιέσαι σάν νά μήν τό εχες λάβει ς δρο;». «Σ’ ποιον δόθηκαν πολλά, πολλά θά ζητηθον π’ ατόν καί σ’ ποιον δόθηκαν περισσότερα, περισσότερα θά ζητηθον».
Ο γιοι το Θεο θαυματουργοσαν, νάσταιναν νεκρούς, προέλεγαν τό μέλλον, ταν γεμάτοι πό πνευματική γλυκύτητα, λλά συνάμα καί γεμάτοι πό ταπεινοφροσύνη. Μέ πορία, θαυμασμό καί φόβο βλεπαν τι Θεός στερξε γενναιόδωρα νά προσφέρει καί νά μπιστευτε τό γιο Πνεμα Του στό χμα, στή λάσπη. Μπροστά σ’ ατό τό μυστήριο, νος κυριεύεται πό φρίκη καί σωπαίνει, καρδιά πλημμυρίζει πό νείπωτη χαρά, ν γλώσσα δέν χει τή δύναμη νά κφραστε.
Μέ τήν πίστη ο γιοι γάπησαν τούς χθρούς τους. Τά μάτια το νο τους, φωτισμένα πό τήν πίστη, σταθερά βλεπαν τό Θεό μέσα στή πρόνοιά Του. Σέ παραχώρηση ατς τς θείας πρόνοιας πέδιδαν ο γιοι λες τίς πιθέσεις πού δέχονταν. τσι Δαβίδ, «βλέποντας τόν Κύριο παντοτινά μπροστά του», γιά νά μή λιποψυχήσει μπροστά στίς τόσες θλίψεις καί δοκιμασίες του, ποκρίθηκε, ταν Σεμεΐ τόν καταριόταν καί τόν πετροβολοσε: « Κύριος το επε νά καταριέται τόν Δαβίδ. Τί δουλειά χετε σες μ’ μένα, γιοί τς Σαρουΐας», λογισμοί τς ργς καί τς κδικήσεως; «φστε τον νά μέ καταριέται, γιατί Κύριος το τό επε… σως Κύριος, βλέποντας τήν ταπείνωσή μου, νά μο δώσει γαθά ντί γιά τήν κατάρα…».
ψυχή δέχεται τή δοκιμασία σάν θεραπεία τν σθενειν της. Εγνωμονε τό Θεό καί Το ψάλλει: «Βάλε με, Κύριε, σέ δοκιμασίες, βάλε με σέ πειρασμούς, βάλε φωτιά στίς σκέψεις μου καί στήν καρδιά μου». τσι ς ντιμετωπίζουμε τίς δοκιμασίες. Γιά τούς νθρώπους καί τά λλα ργανα τν δοκιμασιν μας ς μή νιώθουμε καμιά κακία, καμιά χθρότητα. ψυχή πού δοξολογε τόν Πλάστη της, ψυχή πού εγνωμονε τόν οράνιο Γιατρό, πλημμυρισμένη πό νέκφραστα ασθήματα, ρχίζει νά ελογε τά μέσα τς θεραπείας της.
Καί νά! Ξάφνου νάβει μέσα της γάπη πρός τούς χθρούς. Τότε νθρωπος εναι τοιμος νά θυσιάσει καί τή ζωή του γιά τόν χθρό του, θεωρώντας μάλιστα πώς ατό δέν ποτελε στήν πραγματικότητα θυσία λλά ποχρέωση, ποχρέωση νάξιου δούλου. πό τώρα ορανός εναι νοιχτός. Μπαίνουμε στήν γάπη πρός τόν πλησίον καί μέσω ατς στήν γάπη πρός τό Θεό. Βρισκόμαστε στό Θεό καί Θεός βρίσκεται σ’ μς. Νά τί θησαυρό περιέχει πίστη, μεσίτρια καί χορηγήτρια τς λπίδας καί τς γάπης. μήν.

ρημος γίου Σεργίου, 184