Google

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

http://pneumatikotita.forumotion.com/

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ


Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ


Tον καιρό που τα μαύρα σύννεφα της ειδωλολατρείας σκέπαζαν απειλητικά όλη την οικουμένη, στα τέλη δηλαδή του τρίτου αιώνα μετά Χριστόν, γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας ο Άγιος μεγαλομάρτυρας Παντελεήμων. Την εποχή εκείνη αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο φοβερός διώκτης των Χριστιανών, ο Μαξιμιανός.Ο πατέρας του λεγόταν Ευστόργιος και ήταν ειδωλολάτρης αξιωματούχος, μέλος της συγκλήτου. Η μητέρα του λεγόταν Ευβούλη και ήταν θερμή Χριστιανή. Το όνομα που έδωσαν στο παιδί τους ήταν Παντολέον.Ο Παντολέον ήταν πολύ έξυπνος, ευγενικός, επιμελής, ταπεινός και πράος, γεμάτος αρετή, παρ' όλο που ακόμη δεν είχε βαπτιστή Χριστιανός. Όταν μεγάλωσε, ο πατέρας του τον παρέδωσε σ'ένα φημισμένο γιατρό, τον Ευφρόσυνο , για να του διδάξει την ιατρική επιστήμη. Σε λίγο καιρό ο Παντολέον ξεπέρασε όλους τους συνομήλικους του στη μόρφωση και όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για το χαρακτήρα του. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μαθαίνοντας για την αρετή και την εξυπνάδα του, τον προόριζε για να γίνει γιατρός στο παλάτι, ο γιατρός των ανακτόρων.Τον ίδιο καιρό ο γέροντας ιερέας της Νικομήδειας Ερμόλαος, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα κάλεσε στο σπίτι που κρυβόταν τον Παντολέοντα για να τον γνωρίσει. Αφού συνομίλησαν για πολλή ώρα, ο Ερμόλαος κατενθουσιάστηκε από τις αρετές που κοσμούσαν τον νέο και αποφάσισε να του γνωρίσει την πίστη στο Χριστό. Έτσι αναπτύχθηκε ανάμεσα τους μια άριστη πνευματική σχέση. Ο Παντολέον επισκεπτόταν καθημερινά τον Άγιο Ερμόλαο και απολάμβανε τους Χριστιανικούς του λόγους. Στερεωνόταν έτσι σιγά σιγά στην αληθινή πίστη.Ένα εντυπωσιακό γεγονός κάνει τον Παντολέοντα να πάρει τη σοβαρή και γενναία απόφαση να δεχθεί το Άγιο Βάπτισμα, να γίνει Χριστιανός. Ενώ περπατούσε στο δρόμο συνάντησε ένα παιδί που το δάγκωσε μια οχιά και πέθανε. Λέει λοιπόν στον εαυτό του: Θα προσευχηθώ στο Χριστό να αναστήσει αυτό το παιδί και αν πράγματι το παιδί αναστηθεί, εγώ πια δεν υπάρχει λόγος να καθυστερώ τη βάπτισή μου, θα γίνω Χριστιανός, θα πιστέψω ότι ο Χριστός είναι ο Θεός ο αληθινός, ο Σωτήρας του κόσμου. Αυτά σκέφτηκε και προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο.Αμέσως το παιδί ζωντάνεψε και το φίδι απέθανε.Γεμάτος χαρά ο Παντολέον τρέχει στο γέροντα Ερμόλαο, του διηγείται το θαύμα και του ζητά να τον βαπτίσει. Και ο Ερμόλαος, επειδή γνώριζε ποιος οδηγείται στην τελειότητα, γεμάτος συγκίνηση οδήγησε στο φωτισμό του θείου βαπτίσματος τον Παντολέοντα.Απο τότε ο Παντολέον έγινε ανάργυρος ιατρός.Θεράπευε με τη δύναμη του Ιησού Χριστού τους ασθενείς, χωρίς να παίρνει καθόλου χρήματα. Ακόμη, όταν εύρισκε φτωχούς τους βοηθούσε ποικιλότροπα, δίνοντας τους χρήματα και άλλα αναγκαία είδη. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά θαύματα του Αγίου ήταν η θεραπεία ενός τυφλού, με τη δύναμη και πάλι του παντοδύναμου Θεού μας, του Χριστού.Οι θαυμαστές θεραπείες του Αγίου προκάλεσαν το θαυμασμό των κατοίκων της Νικομήδειας, αλλά και το μίσος και το φθόνο των άλλων ιατρών της πόλης. Οι τελευταίοι κατάγγειλαν τον Παντολέοντα στον Αυτοκράτορα Μαξιμιανό, το φοβερό αυτό διώκτη του Χριστιανισμού.Ο Μαξιμιανός κάλεσε τον Άγιο στα ανάκτορα για να ζητήσει εξηγήσεις. Ο Άγιος ομολόγησε με θάρρος ότι είναι Χριστιανός. Ο αυτοκράτορας στην αρχή προσπάθησε να τον πείσει με διάφορες κολακείες και υποσχέσεις να αρνηθεί το Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Παντολέον όμως έμεινε πιστός και ακλόνητος. Δεν αρνήθηκε. Δεν πρόδωσε το Χριστό.Ο αυτοκράτορας εξαγριωμένος, διέταξε φοβερά βασανιστήρια, για να κλονίσει τον Άγιο και να τον εξαναγκάσει να θυσιάσει στα είδωλα.Οι στρατιώτες του αυτοκράτορα, άρχισαν να του ξέουν τη σάρκα με μαχαίρια και να καίνε τις πληγές με λαμπάδες. Ο Χριστός, όμως,ήλθε σε βοήθεια του Αγίου και του θεράπευσε τις πληγές, φωτίζοντάς τον με αστραπές. Στη συνέχεια έβαλαν τον Παντολέοντα μέσα σε ένα καζάνι που έβραζε. Με τη βοήθεια όμως και πάλι του Θεού ο Άγιος έμεινε σώος και αβλαβής και η φωτιά θαυματουργικά έσβησε. Ακολούθως βύθισαν τον Άγιο στα βάθη της θάλασσας, αφού έδεσαν στο λαιμό του μια τεράστια πέτρα. Ο Χριστός, όμως, έκανε την πέτρα πιο ελαφριά από φύλλο και έδωσε στον Παντολέων τη δύναμη να περπατά πάνω στα νερά. Έτσι σώος και αβλαβής, βγήκε στη στεριά. Στη συνέχεια έρριξαν τον Άγιο σε πεινασμένα άγρια θηρία. Όμως τα ζώα, αντί να τον κατασπαράξουν, έγλειφαν ήρεμα και ειρηνικά με τη γλώσσα τους τα πόδια του, κουνόντας τις ουρές τους.Έκπληκτος αλλά και εξαγριωμένος ο ηγέμονας, διατάσσει τον αποκεφαλισμό του Αγίου. Θαυματουργικός το ξίφος λυγίζει και αντί αίμα τρέχει γάλα. Λίγο πριν από το μαρτυρικό δια αποκεφαλισμού θάνατο του Αγίου, ακούσθηκε φωνή απ' τον ουρανό. Ήταν η φωνή του Θεού που του έδωσε το όνομα Παντελεήμων, που σημαίνει τον Άγιο που όλους τους βοηθά και τους ελεεί ακόμη και τους εχθρούς του.Το Τίμιο Σώμα του Αγίου τάφηκε με τιμές από τους Χριστιανούς. Η εκκλησία μας τιμά την μνήμη του την 27 η Ιουλίου.

ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ


"Όσον ο άνθρωπος καταφρονεί τούτον τον κόσμον και καταγίνεται εις τον φόβον του Θεού μετά σπουδής, τοσούτον και η Θεία πρόνοια πλησιάζει εις αυτόν"

"Δεν θα μας ζητήσει λόγο ο Θεός γιατί δεν κάναμε προσευχή,αλλά γιατί δεν είχαμε επαφή με τον Χριστό και μας ταλαιπώρησε ο Διάβολος"

"Η μετάνοια είναι το πλοίο,ο Θείος Φόβος οι κωπηλάτες και η αγάπη είναι το Θεϊκό λιμάνι" "Η ταπείνωσις και χωρίς έργα, συγχωρεί πολλές αμαρτίες. Τα έργα όμως, χωρίς την ταπείνωση, όχι μόνο είναι ανωφελή, αλλά προξενούν και πολλά κακά"

"Να μη λυπάσαι όταν συναντάς στενοχώριες και οι δυσκολίες στην ζωή σου, γιατί ολ' αυτά γίνονται κατά παραχώρηση Θεού για την ψυχική σου ωφέλεια"

"Μια νεφέλη μικρά, δύναται προς στιγμήν να σκεπάσει τον κύκλο του ηλίου. Αφού όμως διαλυθεί, ο Ήλιος και λαμπρότερος και θερμότερος καθίσταται"

(Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).

ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΡΟΣΤΩΦ ΠΕΡΙ ΥΠΟΜΟΝΗΣ


ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΟΥ ΡΟΣΤΩΦ ΠΕΡΙ ΥΠΟΜΟΝΗΣ

«Υπομονής έχετε χρείαν, ίνα το θέλημα του Θεού ποιήσαντες κομίσησθε την επαγγελίαν» (Εβρ. 10. 36). Αυτοί που υπομένουν αγόγγυστα και με καρτερία τα πάντα, μένουν πιστοί στο θέλημα του Θεού. Κι αυτοί που μένουν πιστοί στο θέλημα του Θεού, θα πάρουν την αμοιβή που υποσχέθηκε Εκείνος: τη βασιλεία των ουρανών. Γιʼ αυτό κι εσύ «μη νικώ υπό του κακού, αλλά νίκα εν τω αγαθώ το κακόν... Μηδενί κακόν αντί κακού αποδιδόντες· προνοούμενοι καλά ενώπιον πάντων ανθρώπων· μη εαυτούς εκδικούντες, αγαπητοί, αλλά δότε τόπον τη οργή· γέγραπται γαρ· εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος» (Ρωμ. 12. 21, 17, 19). Στον Κύριο ανήκει η κρίσις και η καταδίκη όσων σε αδικούν. Σε σένα η καλωσύνη και η μακροθυμία. Στον Κύριο ανήκει η τιμωρία και η πάταξις του κακού. Σε σένα η ανεξικακία και η υπομονή. Η υπομονή στις δοκιμασίες είναι ένα ασφαλές μέσο για να ενωθούμε με τον Θεό. Όσο ο γογγυσμός, χωρίζει από τον Θεό, τόσο η υπομονή σφυρηλατεί την ενότητα μας μαζί Του. Αν λοιπόν υπομένης μʼ ευγνωμοσύνη όλες τις δοκιμασίες για χάρι Του, θα σου ανταποδώση την αιώνια μακαριότητα. Μέσω της θλίψεως και της υπομονής εισέρχεσαι στον χώρο της αληθινής γνώσεως και καθαρίζεσαι από το πλήθος των αμαρτιών σου. Πρόσεχε ωστόσο να μην εκθέτης θεληματικά τον εαυτό σου σε κινδύνους. Να προσεύχεσαι στον Κύριο με τα λόγια της προσευχής που Εκείνος δίδαξε: «Μη εισενέγκης με εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι με από του πονηρού»! Μην επιδιώκης εσύ τις δοκιμασίες, για νʼ ασκηθής τάχα στην υπομονή. «Μη δώης εις σάλον τον πόδα σου, μηδέ νυστάξη ο φυλάσσων σε» (Ψαλμ. 120.3). Μην εκτίθεσαι ο ίδιος σε κινδύνους και πειρασμούς. Να είσαι όμως πάντα έτοιμος να υπομείνης με ευγνωμοσύνη όσους θα παραχωρήση ο Θεός. Ο ίδιος ο Κύριος μας διδάσκει με το παράδειγμα Του. Όταν πριν από το πάθος προσευχόταν στον Πατέρα Του, έλεγε: «Πάτερ μου, ει δυνατόν έστι, παρελθέτω απʼ εμού το ποτήριον τούτο». Θυμήσου ακόμη πόσες φορές φυλαγόταν από τους Ιουδαίους και τους ξέφευγε, ή προφυλασσόταν από τους κινδύνους που τον απειλούσαν. Ήταν όμως έτοιμος πάντα να υποταχθή στο θέλημα του Πατρός: «πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλʼ ως συ» (Ματθ. 26. 39). Ο λόγος για την υπομονή δεν τελειώνει εύκολα. Θυμάται πάλι τους λόγους του Κυρίου: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών» (Λουκ. 21. 19). «ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται.» (Ματθ. 10. 22) Αλλά και στο διάστημα της επιγείου ζωής Του ο Κύριος έγινε για μας πρότυπο υπομονής, μακροθυμίας και ανεξικακίας· «ος λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως» (Αʼ Πετρ. 2. 23). Υπόμεινε κι εσύ με χαρά τα πάντα, για νʼ ακούσης τη φωνή Του να λέη: «Ότι ετήρησας τον λόγον της υπομονής μου, καγώ σε τηρήσω εκ της ώρας του πειρασμού της μελλούσης έρχεσθαι επί της οικουμένης όλης, πειράσαι τους κατοικούντας επί της γης» (Αποκ. 3. 10). «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεως μου» (Ψαλμ. 39. 1). Ο Κύριος δέχεται σαν θυσία ευάρεστη την ανδρεία υπομονή, ενώ αποστρέφει το πρόσωπο Του από τη μικροψυχία. Οι άνθρωποι της υπομονής ακολουθούν πιστά τα ίχνη Του, οι δειλοί και οι μικρόψυχοι απομακρύνονται από κοντά Του· «πολλοί απήλθον εκ των μαθητών αυτού εις τα οπίσω και ουκέτι μετʼ αυτού περιεπάτουν» (Ιω. 6. 66) Ποιός τραυματισμένος θεράπευσε ποτέ την πληγή του χωρίς υπομονή στον πόνο και στα θεραπευτικά μέσα του γιατρού; Ποιός μπορεί νʼ ακολουθήση πίσω από τον Χριστό χωρίς να σηκώση στους ώμους τον σταυρό της υπομονής; Κανένας. Όλοι όσοι Τον ακολούθησαν και Τον ακολουθούν ήταν και είναι έτοιμοι νʼ αντιμετωπίσουν με υπομονή τις δοκιμασίες που οπωσδήποτε θα τους βρουν, καθώς τονίζει και ο σοφός Σειράχ,: «Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν Κυρίω Θεώ, ετοίμασον την ψυχήν σου εις πειρασμόν» (2.1) «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. 16. 24). Τί μας λέει μʼ αυτά τα λόγια Του ο Κύριος; «Ότι όποιος θέλει να βαδίση στα ίχνη Του πρέπει πρώτα νʼ αρνηθή τον εαυτό του, δηλαδή τη φιλαυτία του και το θέλημα του, έπειτα να σηκώση τον σταυρό του, σταυρό υπομονής και ανδρείας, και τέλος να Τον ακολουθήση. Αγωνίσου να παραμείνης χωρίς μεταπτώσεις σε κατάστασιν πνευματικής εγρηγόρσεως, υπομονής και ανδρείας, γιατί μόνο έτσι θα καταβάλης τον νοητό Αμαλήκ που επιβουλεύεται την ψυχή σου, θʼ απαλλαγής από βάσανα και θλίψεις και θʼ αξιωθής των αιωνίων αγαθών, όταν θα επανέλθη ο Κύριος για να κρίνη τον κόσμο. «Ουαί υμίν τοις απολωλεκόσι την υπομονήν· και τί ποιήσετε όταν επισκέπτηται ο Κύριος;» (Σοφ. Σειράχ 2. 14).

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ


ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ


Ἐκ τῆς Ἐκδόσεως «Παρακλητικὸς Κανὼν εἰς τὸν Ὅσιον Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ», ὑπὸ τοῦ Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Σιμωνοπετρίτου, Ὑμνογράφου Μ.Χ.Ε.
Ὁ ὅσιος Σεραφείμ, τὸ ὁλοφώτεινο ἀστέρι τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, ἔζησε, ἔδρασε καὶ ἔλαμψε στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα (1759-1833).
Γεννήθηκε στὶς 19 Ἰουλίου τοῦ 1759 στὴν πόλη Κοὺρκ καὶ παρέμεινε ἐκεῖ μέχρι τὰ δεκαεννέα του χρόνια. Στὴν ἡλικία αὐτὴ πῆρε τὴ γενναία ἀπόφαση ν᾿ ἀφοσιωθεῖ ὁλόψυχα στὸ Θεό· κι Ἐκεῖνος ὁδήγησε τὰ βήματά του στὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ.
Ἐνῷ ἦταν ἀκόμη δόκιμος, ἀρρώστησε βαριὰ ἀπὸ ὑδρωπικία. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἀσθενείας, θεραπεύθηκε θαυματουργικὰ μὲ ἐπίσκεψη τῆς Θεοτόκου.
Στὴ μοναχική του κουρὰ (1786) ὀνομάστηκε Σεραφεὶμ -προηγουμένως εἶχε τὸ ὄνομα Πρόχορος. Τὸ ἴδιο ἔτος χειροτονήθηκε διάκονος καὶ μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια, σὲ ἡλικία 34 ἐτῶν, ἱερεύς. Ὅταν λειτουργοῦσε, πετοῦσε στὰ οὐράνια, καὶ πολλὲς φορὲς ἀξιωνόταν νὰ βλέπει θαυμαστὰ ὁράματα καὶ ν᾿ ἀκούει ἀγγελικὲς μελῳδίες.
Διψώντας νὰ πλησιάσει περισσότερο τὸ Θεό, Τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἀξιώσει ν᾿ ἀποσυρθεῖ σὲ κάποια ἐρημικὴ περιοχή. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ χειροτονία του σὲ ἱερέα, ἔλαβε ἄδεια ἀπὸ τὴ μονὴ ν᾿ ἀφοσιωθεῖ στὴ μελέτη, στὴ σιωπή, στὴν ἄσκηση, στὴν ἔντονη προσευχή. Γιὰ δεκαέξι χρόνια, βαθιὰ μέσα στὸ δάσος, ἀγωνιζόταν ν᾿ ἀνεβαίνει, μέρα μὲ τὴ μέρα, τὴν κλίμακα ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό. Τότε ἔκανε καὶ τὴ γνωστὴ ἄσκηση, τὶς «χίλιες νύχτες προσευχῆς»: Πάνω σὲ μιὰ μεγάλη πέτρα, ξαγρύπνησε προσευχόμενος ἐπὶ χίλιες νύχτες.
Μαζὶ μὲ τὴν προσευχή, διάβαζε ἀκατάπαυστα τὴν Ἁγία Γραφή. «Πρέπει νὰ τρέφεις, ἔλεγε, τὴν ψυχὴ μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ λόγος τοῦ θεοῦ εἶναι ὁ «ἄρτος τῶν ἀγγέλων». Μ᾿ αὐτὸν πρέπει νὰ τρέφονται οἱ ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦν μὲ πάθος τὸ Θεό». Εὐλαβεῖτο ἀφάνταστα τὴ Θεοτόκο. Στὸ πρόσωπό Της ἔβρισκε ἀνέκφραστη πνευματικὴ ἀγαλλίαση. Συχνὰ ἔλεγε: «Ἡ Παναγία εἶναι ἡ χαρά, ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τὶς χαρές».
Στὸ διάστημα ποὺ ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, δέχθηκε ἐπίθεση λῃστῶν, ποὺ τὸν τραυμάτισαν βαριά, θεραπεύθηκε καὶ πάλι θαυματουργικὰ ἀπὸ τὴ Θεοτόκο.
Τὸ 1810 ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἔρημο στὴ Μονὴ τοῦ Σάρωφ καὶ ἔμεινε ἔγκλειστος στὸ κελλί του, ἀσκούμενος στὴ σιωπή. Στὴν ἀρχὴ ἀπέφευγε τὸν κόσμο. Ἀργότερα ὅμως, τὸ 1815, σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν, ἄνοιξε τὸ κελλί του καὶ δεχόταν κάθε ἐπισκέπτη. Εἶχε ἀποκτήσει πιὰ φήμη ἁγίου καὶ φωτισμένου ἀνδρὸς καὶ ὁ κόσμος ἔτρεχε κοντά του νὰ ξεδιψάσει. Ὁ ἴδιος, ὡστόσο, δὲν βγῆκε ποτὲ ἀπὸ τὸ κελλί του γιὰ ἄλλα δέκα χρόνια.
Σὲ ἡλικία 66 ἐτῶν, κατόπιν ὁράματος καὶ προσταγῆς τῆς Θεοτόκου, ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴ διακονία τοῦ πλησίον καὶ ἄρχισε στὸ ἑξῆς τὸ ἔργο τοῦ «στάρετς», τοῦ πνευματικοῦ καθοδηγητοῦ.
Ἡ δράση τοῦ ὡς «στάρετς» ὑπῆρξε καταπληκτική. Ἀναρίθμητες ψυχὲς ἔτρεχαν κοντά του, γιὰ νὰ βροῦν τὴ γαλήνη, τὴ χάρη, τὴ σωτηρία. Καὶ ὅσοι δὲν μποροῦσαν νὰ φθάσουν μέχρι τὸ κελλί του, τὸν κατέκλυζαν μὲ ἐπιστολές.
Οἱ ἐπισκέπτες του ἐπέστρεφαν ἄλλοι ἄνθρωποι. Καθὼς προσευχόταν γι᾿ αὐτούς, καθὼς τοὺς εὐλογοῦσε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καθὼς μύρωνε τὸ μέτωπό τους μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τῆς Παναγίας, καθὼς τοὺς ἔδινε πνευματικὲς συμβουλές..., μιὰ μυστικὴ δύναμη ἁπλωνόταν στὶς ψυχές τους. «Ὁποιοσδήποτε ἐρχόταν στὸν στάρετς Σεραφείμ, ἔνιωθε νὰ τὸν ἀγγίζει ἡ θεϊκὴ φλόγα ποὺ ὑπῆρχε σ᾿ αὐτὸν καὶ ν᾿ ἀγκαλιάζει τὴν ψυχή του». Σ᾿ ὅλους μοίραζε εἰρήνη, χαρά, θεϊκὲς εὐλογίες.
Συνιστοῦσε συχνὰ τὴν εἰρήνη: «Ἀπόκτησε τὴν πνευματικὴ εἰρήνη καὶ τότε χιλιάδες ψυχὲς ὁλόγυρά σου θὰ βροῦν τὴ λύτρωση». Σχετικὰ μὲ τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, δίδασκε: «Ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μιλοῦσε πολὺ γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Χαιρετοῦσε τοὺς ἐπισκέπτες του μὲ τὰ λόγια: «Χαρά μου, Χριστὸς ἀνέστη!». Καὶ κάθε φορὰ ποὺ κοινωνοῦσε, ἀπήγγελλε τὸν πασχαλινὸ κανόνα «Ἀναστάσεως ἡμέρα...».
Ἀπὸ τὰ πνευματικά του χαρίσματα, τί νὰ πρωτοαναφέρουμε; Τὸ μάτι του διέσχιζε τὰ βάθη τῶν καρδιῶν. Εἶχε βλέμμα προφήτου. Προέβλεπε τὰ μέλλοντα. Ἀπαντοῦσε σὲ ἐπιστολὲς χωρὶς νὰ τὶς ἀνοίξει, γιατὶ γνώριζε τὸ περιεχόμενό τους. Θεράπευε μὲ τὴν προσευχή του πλῆθος ἀρρώστων. Πολλὲς φορὲς τὸ πρόσωπό του ἄστραφτε σὰν ἥλιος. Καὶ μέσα στὸ δάσος, ὅταν ἀσκήτευε, εἶχε φιλίες μὲ τὰ ἄγρια πουλιὰ καὶ ζῷα, καὶ μάλιστα μὲ μιὰ πελώρια ἀρκούδα, ποὺ κάθε μέρα ἐρχόταν νὰ φιλευθεῖ ἀπὸ τὸ χέρι του! Ζωὴ προπτωτική, παραδεισένια!
Ὁ θάνατός του ὑπῆρξε ὀσιακός. Στὶς 2 Ἰανουαρίου τοῦ 1833 βρέθηκε νεκρός, γονατισμένος, μὲ τὰ μάτια προσηλωμένα στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Τὴν προηγούμενη μέρα εἶχε κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ εἶχε ἀποχαιρετήσει τοὺς πατέρες τοῦ μοναστηριοῦ.
Τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὴ γῆ θὰ μείνει ἀξέχαστο. Ἢ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ λίγες παρόμοιες μορφὲς γνώρισε. Τὰ λόγια του καὶ τὰ ἔργα του θὰ δυναμώνουν πάντα τοὺς πιστούς.
Ἅγιος ἀνακηρύχθηκε ἐπίσημα τὸ 1903. Ἢ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 2 Ἰανουαρίου, ἀλλὰ καὶ στὶς 19 Ἰουλίου -ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ ἁγίου λειψάνου του. Ἡ ἁγιότητά του γίνεται ὅλο καὶ περισσότερο γνωστὴ στὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ κόσμο.
Συγκλονιστικὸ γεγονὸς γιὰ τὴ Ρωσία ὑπῆρξε ἡ εὕρεση τῆς σοροῦ του, τὸ 1990, καὶ ἢ μεταφορά της στὴ γυναικεία Μονὴ τοῦ Ντιβέγιεβο (τὴν ὁποία ὁ ὅσιος εἶχε ὑπὸ τὴν πνευματική του καθοδήγηση καὶ προστασία).
Εἴθε οἱ πρεσβεῖες του νὰ μᾶς ἐνισχύουν στὸ δρόμο τῆς ζωῆς μας, καὶ τὸ παράδειγμά του νὰ μᾶς ἐμπνέει.

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ


Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ

Ο Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω υπήρξε μια μεγάλη και υπέροχη ασκητική φυσιογνωμία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατά πάντα εφάμιλλος και ισοστάσιος των μεγάλων και θεοφόρων Πατέρων «των εν ασκήσει λαμψάντων».
Ήταν μια χαρισματούχα και πολυτάλαντη προσωπικότητα. Εκπλήσσεται κανείς, πώς συνδυάζονται αρμονικότατα στο λαμπρό βίο του η προδρομική του ασκητικότητα με τον αποστολικό ζήλο και την κοινωνική δράση, ο αναχωρητισμός του ησυχαστή με την οργανωτικότητα και το διοικητικό χάρισμα του ηγέτη, οι μυστικές αναβάσεις του θεωρητικού με τους αιματηρούς αγώνες του πρακτικού, και τέλος η προσήλωση προς την «ακρίβεια» των κανόνων με τη φιλάνθρωπη συγκαταβατικότητα και την οικονομία.
Σπάνια βλέπει κανείς πρόσωπα με τόση ευρύτητα διάνοιας και καρδιάς!
Υπήρξε πράγματι μια ολύμπια μορφή!
Ο οσιακός βίος του καθώς και τα αναρίθμητα θαύματά του συνετέλεσαν ώστε να καταξιωθεί σαν άγιος στη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας και να καταστεί παμμακεδονική μορφή της Ορθοδοξίας, καύχημα και προστάτης της Πιερίας και του Βελβεντού της Κοζάνης εκούσιος συνοικιστής, προστάτης και δάσκαλος.
Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε λίγο πριν από το 1.500 μ.Χ. στο χωριό Σκλάταινα της επαρχίας Φαναρίου του Νομού Καρδίτσας, σημερινή Δρακότρυπα.
Οι γονείς του ήταν φτωχοί. Το πρώτο του όνομα ήταν Δημήτριος και από νωρίς έδωσε δείγματα αφοσίωσης στο Χριστό και αγάπης στο μοναχισμό. Σε ηλικία περίπου 18 ετών και μετά το θάνατο των γονιών του, πηγαίνει στα Μετέωρα και κείρεται ρασοφόρος μοναχός με το όνομα Δανιήλ.
Αργότερα, ζητώντας ησυχαστικώτερο τόπο, πηγαίνει στο Άγιον Όρος και γίνεται μεγαλόσχημος και πρεσβύτερος (παπάς), με το όνομα ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ. Έμενε στη σκήτη της Μονής Καρακάλου, με αυστηρή άσκηση, προσευχή και νηστεία. Η ισάγγελη ζωή του τον επέβαλε σε όλους τους Πατέρες του Άθω, γι’ αυτό και αργότερα εκλέχτηκε Ηγούμενος της Μονής Φιλοθέου. Στη Μονή αυτή, η οποία τότε ήταν βουλγαρική, ο Άγιος συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις, γι’ αυτό και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Άγιον Όρος.

Μετά το Άγιον Όρος, γύρω στο 1524, ήρθε στην περιοχή της Βέροιας, στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου, την οποία ανεκαίνισε και την κατέστησε, στα δύσκολα τότε χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου όλα «τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», φάρο πνευματικό για όλη την κεντρική Μακεδονία και για όλα τα παραποτάμια χωριά του Αλιάκμονα. Η επιρροή που άσκησε ο Άγιος Διονύσιος στο λαό της ευρύτερης αυτής περιοχής είναι αισθητή και στις μέρες μας.
Η παράδοση λ.χ. θέλει τους Βελβεντινούς να επισκέπτονται με τα ζώα το Μοναστήρι του Προδρόμου Βέροιας, να λειτουργούνται και να κοινωνούν σ’ αυτό. Αλλά και αργότερα όταν ο Άγιος θα πάει στον Όλυμπο, οι Βελβεντινοί θα τον ακολουθήσουν και θα επισκέπτονται με τα πόδια και με τα ζώα τους, το Μοναστήρι στον Όλυμπο, για να ζητήσουν τη βοήθεια του Αγίου.
Από το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου της Βέροιας, ο Άγιος γνωρίζεται με έναν άλλο μεγάλο Ασκητή, τον Άγιο Νικάνορα, που ασκήτευε στο Μοναστήρι της Ζάβορδας. Ανάμεσα στους δύο άνδρες υπήρχε μεγάλη εκτίμηση. Γράφει ο μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανός: «Ο Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, είπε κάποτε στους συνασκητάς του για τον πανάριστο μιμητή των Οσίων, που ασκήτευε στο Καλλίστρατον όρος. «Βλέπετε, αδελφοί, μέγαν θησαυρόν κρύπτει υποκάτω εκείνο το ευτελές τριβώνιον». Κάτω από το απλό και φτωχό ένδυμα του ταπεινού μοναχού κρυβόταν ένθεη ψυχή. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι ό,τι φορεί, αλλά ό,τι έχει μέσα του, μέσα στην ψυχή του. Η αγάπη και η εκτίμηση των δύο Αγίων ήταν αμοιβαία. Όχι σαν αίσθημα «ψυχικό» και σαν ανθρώπινη φιλοφροσύνη, μα σαν αποκάλυψη Θεού μέσα στις καθαρμένες συνειδήσεις των. Γράφοντας τη διαθήκη του ο όσιος Νικάνωρ, εκεί που ομιλεί για τον ηγούμενο του μοναστηριού της Ζάβορδας, δίνει οδηγία και εντολή στους αδελφούς μοναχούς. Αν δεν βρεθή κατάλληλο πρόσωπο για ηγούμενος στα μοναστήρια των Μετεώρων, τότε «πηγαίνετε εις το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου του εν τη σκήτει της Βεροίας, εις το κτίριον του εμού αδελφού και συνασκητού κυρ Διονυσίου». (Ακολουθίαι του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Νικάνορος του θαυματουργού, Αθήναι 1970).
Από το μοναστήρι του Προδρόμου της Βέροιας, ο Άγιος Διονύσιος, αργότερα, έφυγε κρυφά, θέλοντας να αποφύγει την εκλογή του σαν Επισκόπου Βεροίας, όπως ζητούσε ο λαός, όταν χήρευσε η Επισκοπή αυτή.
Έτσι τον βλέπουμε να γίνεται «οικιστής του Ολύμπου», όπου οι σπάνιες ομορφιές του και τα δροσερά νερά του, φαίνεται τον ανέπαυσαν πλήρως.
Στην αρχή ασκήτευε μέσα σ’ ένα σπήλαιο, που σώζεται μέχρι σήμερα μ’ ένα μικρό παρεκκλήσιο.
Στο μεταξύ υφίσταται πολλές ταλαιπωρίες, διωγμούς, συκοφαντίες, όπως όλοι οι Άγιοι, εξαιτίας των οποίων αναγκάζεται να εγκαταλείψει προσωρινά τον Όλυμπο και να πάει στο Πήλιο, χτίζοντας εκεί τη Μονή της Αγίας Τριάδας.
Αργότερα όμως επιστρέφει στον Όλυμπο και χτίζει, γύρω στο 1524 το πρώτο Μοναστήρι, που σώζεται μέχρι σήμερα, προς τιμήν και πάλι της Αγίας Τριάδας.
Στον Όλυμπο ο Άγιος έζησε σαν επίγειος άγγελος και γρήγορα συγκέντρωσε γύρω του ένα πλήθος Μοναχών, που έκανε το Μοναστήρι του πραγματική Λαύρα. Ωστόσο ο ίδιος χρησιμοποιούσε ακόμα για προσευχή και ησυχία τα σπήλαια που υπήρχαν γύρω από το Μοναστήρι και που τα είχε μετατρέψει σε ναΐσκους. Εκεί έμεινε τον περισσότερο χρόνο, ζώντας μέσα στο γνόφο της νοεράς προσευχής. Πολλές φορές καθώς ερχόταν από αυτές τις σπηλιές στο Μοναστήρι τον έβλεπαν να λάμπει ολόκληρος, λουσμένος στο αναστάσιμο φως του μέλλοντα αιώνα,«μέσα στη παράφορη άνοιξη».
Ο Άγιος δεν παρέλειπε να περιέρχεται, σαν άλλος Πρόδρομος του Πατροκοσμά του Αιτωλού, τα γύρω χωριά, για να μιλήσει στους υπόδουλους, να εξομολογήσει, να στηρίξει, να αφυπνίσει τους Έλληνες. Είχε απέραντη αγάπη για το λαό. Αγκάλιαζε τους πάντες και τους βοηθούσε πνευματικά και υλικά. Όταν τον πλησίαζε κάποιος, είχε την αίσθηση ότι πλησιάζει τον ίδιο το Χριστό.
Όταν ο Άγιος έφτασε στο τέρμα του βίου του, σαν πρωταθλητής γενναίος, πήρε το στεφάνι από τα χέρια του Χριστού.
Άφησε τις τελευταίες του σοφές υποθήκες στα πνευματικά του παιδιά και φτερούγισε σαν ερωδιός στον ουρανό, μέσα στο χειμώνα, στις 23 Ιανουαρίου. Αυτήν την ημέρα τελείται και η σεπτή μνήμη του.

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ







Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ




Κάθε φορά πού γιορτάζουμε τή μνήμη τῆς Παναγίας μᾶς διακατέχει ἱερή χαρά καί δυναμωμένη ἐλπίδα καί, γεμάτοι ἀπό εὐγνωμοσύνη καί θαυμασμό γιά τή χάρη Της ἀναφωνοῦμε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας: «πόθεν μοι τοῦτο;» καί, μιμούμενοι τήν Ἐλισάβετ, εὐλογοῦμε τήν ἁγία Παρθένο, τήν αἰτία τῆς σωτηρίας μας, τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ἐνεργεῖ σέ μᾶς τότε τό μυστήριο τοῦ πνευματικοῦ νόμου πού μᾶς δίδαξε ὁ μέγας Ἀπόστολος: «ἡμεῖς δέ οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τά ὑπό τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν» (Α´ Κορ. β´ 12). Στό δέ κέντρο τῆς λογικῆς λατρείας μας, ἀμέσως μετά τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων, κράζομεν εὐχαρίστως: «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας ἀχράντου, δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας».
Ἄν καί ἡ κάθε ἐπίκλησις τοῦ ὀνόματος τῆς Παναγίας γεννᾶ μέσα μας τέτοια χαρά καί λυτρωτική παράκληση καί ἄν τέτοια ἔμπνευση πίστεως καί ἀγάπης Θεοῦ ἐπισκιάζει τήν Ἐκκλησία ὅταν πανηγυρίζει τή δόξα Της, πῶς νά κατανοήσουμε μιά φαινομενική ἀδιαφορία τοῦ Κυρίου πρός τή Μητέρα Του, ὅταν λέγει: «τί ἐμοί καί σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου» (Ἰωάν. β´ 4), ἤ, «τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἤ οἱ ἀδελφοί μου» (Μαρκ. γ´ 33);
Πῶς εἶναι δυνατό νά περιφρονήσει τή Μητέρα Του Ἐκεῖνος πού ἔδωσε τήν ἐντολή: «τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου· καί ὁ κακολογῶν πατέρα ἤ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω» (Μαρκ. ζ´ 10); Πῶς εἶναι δυνατό νά παραβεῖ τήν ἴδια τήν ἐντολή Του Ἐκεῖνος πού εἶπε: «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσι» (Λουκ. κα´ 33);
Ἀκόμα καί ὅταν κρεμόταν πάνω στό σταυρό μέσα σέ ἀπερίγραπτη ὀδύνη καί ἀγωνία γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί ἡ ζωή Του αἰωρεῖτο μεταξύ τοῦ οὐρανίου θρόνου τοῦ Πατρός Του καί τῶν καταχθονίων, ἡ μέριμνά Του γιά τήν ἁγία Μητέρα Του δέν ἔσβησε, ἀλλά μέ στοργή ἐμπιστεύθηκε τήν προστασία Της στόν ἀγαπημένο μαθητή Του: «ἰδού ἡ μήτηρ σου» (Ἰωάν. ιθ´ 26). Ἑπομένως τό ρῆμα Του ὅτι δέν «ἦλθε καταλῦσαι τόν νόμον ἤ τούς προφήτας... ἀλλά πληρῶσαι» (Ματθ. ε´ 17) μένει ἀληθινό καί ἀπαράβατο.
Γιατί ὅμως οἱ λόγοι «τίς ἐστιν ἡ μήτηρ Μου ἤ οἱ ἀδελφοί Μου»; Γιά τούς κατά τό νόμο μόνο ἀδελφούς Του τό καταλαβαίνουμε. «Οὐδέ γάρ οἱ ἀδελφοί Αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς Αὐτόν» (Ἰωάν. ζ´ 5). Ἐκείνη τήν ἐποχή, πρίν τήν Πεντηκοστή, ἀκόμη καί οἱ πρόκριτοι τῶν μαθητῶν δέν γνώριζαν τί νά ζητήσουν (βλ. Ματθ. κ´ 22). Ἀλλά γιά τήν ἀδιαφορία πρός τήν γνήσια Μητέρα Του, ἀπό τήν ὁποία γεννήθηκε ἀληθινά καί μέ θαυμαστό καί ἀνερμήνευτο τρόπο —«τήν γάρ γενεάν Αὐτοῦ τίς διηγήσεται;» (Ἡσ. νγ´ 7-8)— πῶς νά τήν ἐννοήσουμε; Καί ἄν λίγο πρίν ἀνέλθει πάνω στό σταυρό ὁ Κύριος μποροῦσε νά λέγει μέ παρρησία: «ἔρχεται ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καί ἐν Ἐμοί οὐκ ἔχει οὐδέν» (Ἰωάν. ιδ´ 30), εἶναι φανερό πώς εἶχε ἐκπληρώσει τά πάντα ἀναμάρτητα.
Ποιό μυστήριο ἄραγε κρύβει ἡ φαινομενική ἀντίφαση τῶν λόγων τούτων τοῦ Κυρίου;
Ἄς ἐξετάσουμε προσεκτικά τίς δύο περιπτώσεις πού ἀναφέραμε στήν ἀρχή: «τί ἐμοί καί σοί, γύναι;» καί «τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἤ οἱ ἀδελφοί μου;».
Ἐγένετο κάποιος γάμος στήν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου παρευρέθηκαν ἡ ἁγία Παρθένος καί ὁ Κύριος Ἰησοῦς μέ τούς μαθητές Του. Ὅταν τελείωσε τό κρασί, ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου τό ἀνέφερε στόν Υἱόν Της, προτρέποντάς Τον τρόπον τινά νά θαυματουργήσει. Τότε «λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· τί ἐμοί καί σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου». Ἡ ἁγία Παρθένος δέν ἀπελπίζεται, ἀλλά δέχεται ταπεινά τήν ἄρνηση τοῦ Υἱοῦ Της νά ἐκπληρώσει τήν ἐπιθυμία Της καί μέ πίστη συμβουλεύει τούς διακόνους: «ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε». Ὁ δέ Κύριος ἐν συνεχείᾳ τελεῖ τό θαῦμα τῆς μεταβολῆς τοῦ ὕδατος σέ οἶνο. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ταπεινή ἀποδοχή τῆς ἀρνήσεως τοῦ Υἱοῦ νά ἐκπληρώσει τό ἀνθρώπινο θέλημα τῆς κατά σάρκα Μητέρας Του ἐπισπεύδει, σάν θυσία εὐάρεστη ἐνώπιόν Του, τόν ἐρχομό τῆς ὥρας κατά τήν ὁποία θά φανερωθεῖ ἡ δόξα Του. Καί τότε ἀκριβῶς «ἐποίησε τήν ἀρχήν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας καί ἐφανέρωσε τήν δόξαν αὐτοῦ, καί ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ» (Ἰωάν. β´ 11).
Στήν δεύτερη περίπτωση βλέπουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ νά εἶναι περιστοιχισμένος ἀπό τόν ὄχλο καί νά τούς διδάσκει. Τότε ἦλθαν ἡ Μητέρα Του καί οἱ ἀδελφοί Του νά Τόν πάρουν, φοβούμενοι μήπως Τόν φονεύσουν οἱ ἐχθροί Του. Ὁ Κύριος ὅμως, ὁ Ὁποῖος ἀπό 12 ἐτῶν εἶπε στούς κατά σάρκα γονεῖς Του «οὐκ ἤδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ Πατρός μου δεῖ εἶναι με»; (Λουκ. β´ 49) ἀρνεῖται νά ὑπακούσει καί λέγει: «τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου καί τίνες εἰσίν οἱ ἀδελφοί μου; καί ἐκτείνας τήν χεῖρα αὐτοῦ ἐπί τούς μαθητάς αὐτοῦ ἔφη· ἰδού ἡ μήτηρ μου καί οἱ ἀδελφοί μου· ὅστις γάρ ἄν ποιήσῃ τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ ἐστιν» (Ματθ. ιβ´ 48-50).
Ὅπως εἴπαμε πιό πάνω, νά ἀρνεῖται ὁ Χριστός τούς κατά τό νόμο ἀδελφούς Του εἶναι κατανοητό, διότι δέν ἦσαν ἀκόμη ἀδελφοί Του καί κατά τό πνεῦμα. Ἡ Παναγία Μητέρα Του ὅμως, καί πρίν νά ποιήσει τό σημεῖο τῆς Κανᾶ γιά νά φανερώσει τή δόξα Του καί νά πιστεύσουν οἱ μαθητές Του, ὅταν ἦταν ἀκόμη στή φάτνη ὁ Ἰησοῦς καί ἀναγνωρίζετο ἀπό τούς ποιμένες ὡς ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου καί δωδεκαετής κατέπληττε μέ τή θεία σοφία Του τούς διδασκάλους τοῦ Ἰσραήλ, εἶχε τέτοια πίστη στόν Υἱό Της, ὥστε ἡ Γραφή μᾶς λέει: «ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τά ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. β´ 19 καί β´ 51). Ἑπομένως οἱ αἰνιγματικοί λόγοι τῆς ἄρνησης ἀποτελοῦν περισσότερο ἔπαινο γιά τήν Παναγία παρά μομφή, ὑπονοώντας ὅτι Αὐτή εἶναι «ἕν Πνεῦμα» (Α´ Κορ. στ´ 17) μέ τόν Υἱό Της.
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος, ὁ ἄμωμος τηρητής τῆς σχετικῆς μέ τούς γονεῖς ἐντολῆς ἀρνεῖται;
Πρόκειται, ἀδελφοί, γιά ἕνα μεγάλο πνευματικό νόμο. Τό νόμο τῆς ὑποταγῆς τοῦ ἀνθρωπίνου θελήματος στό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Λίγο πρίν τήν ἄρνηση στή Μητέρα καί τούς ἀδελφούς Του ὁ Κύριος μέ τή δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐξέφρασε τούς φοβερούς λόγους: «εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα καί τήν γυναῖκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τάς ἀδελφάς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι» (Λουκ. ιδ´ 26). Ἄν ὁ Κύριος ὑπάκουε στήν προτροπή τῶν οἰκείων Του καί ἐγκατέλειπε ἀπό φόβο τό ἔργο τῆς διδαχῆς, ὁ ἐχθρός θά στεροῦσε ἀπ᾿ Αὐτόν τό δικαίωμα νά προφέρει αὐτούς τούς λόγους. Κάνοντας ὅμως «βρῶμα» Του (Ἰωάν. δ´ 34) τό θέλημα καί τό ἔργο τοῦ πέμψαντος Αὐτόν Πατρός, ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει στό ἀνθρώπινο θέλημα τῆς Μητέρας καί τῶν ἀδελφῶν, καί ὁ λόγος Του παρέμεινε «ἐν ἐξουσίᾳ καί δυνάμει» (Λουκ. δ´ 32-36) καί ἐνεργεῖ μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος.
Γιά τήν ἴδια τέλεια παράδοση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ ἁγία Παρθένος κρίθηκε ἄξια νά γίνει Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου» (Λουκ. α´ 38). Ὅμως γιά τή δόξα τοῦ Υἱοῦ Της ἐκένωσε πλήρως τό θέλημά Της σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐπί γῆς ζωῆς Της. Τό πλήρωμα τῆς κενώσεώς Της προηγήθηκε τῶν «μεγαλείων» τά ὁποῖα «ἐποίησεν αὐτῇ ὁ δυνατός» (πρβλ. Λουκ. α´ 49). Στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας ὁ Κύριος εἶπε «γενηθήτω» καί «τά πάντα ἐγένοντο».
Στήν ἀρχή τῆς ἀναδημιουργίας ἡ ἁγία Παρθένος εἶπε «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου» καί ἀνακαινίσθηκε ἡ κτίση. Καί «νῦν», ἀδελφοί μου, μέ τήν ἴδια παράδοση στό τέλειο καί ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἄς εἴπωμεν κατά τό ὑπόδειγμα τῆς Μητέρας τοῦ Οὐρανοῦ: «γένοιτο, Κύριε, τό θέλημά σου ἐφ᾿ ἡμᾶς» , ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά γεννηθοῦμε «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδέ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδέ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ» (Ἰωάν. α´ 13), «ἄνωθεν» (Ἰωάν. γ´ 3) καί νά εἰσέλθουμε στήν οὐράνια βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπου ἡ Παναγία παρίσταται ὡς βασίλισσα ἐκ δεξιῶν (Ψαλμ. μδ´ 10) τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, διαφυλάττουσα καί σκέπουσα ὅλους ὅσους πιστεύουν καί ἀκολουθοῦν τόν ἠγαπημένον Υἱόν Της. Ἀμήν.




Ἱερομόναχος ΖΑΧΑΡΙΑΣ Ἱερά Μονή Τιμίου ΠροδρόμουἜσσεξ, Ἀγγλία

ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ


Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
ΜελέτηΕἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου,εἰς τήν ὁποίαν χρεωστοῦμεν νά συγχαρῶμεν.
Α’. Μέ τόν ἀναστάντα Χριστόν.Β’. Μέ τήν ἁγιωτάτην Μητέρα Του.Γ’. Μέ τό σῶμα μας.
υλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι παρακινούμενοι ἡμεῖς ἀπό τόν προφήτην Δαυίδ ὅπου λέγει νά ἀγαλλώμεθα εἰς τήν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.«αὕτη ἡ ἡμέρα, ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καί εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. ριζ’ 23) ἔχομεν χρέος ἐν πρώτοις νά συγχαρῶμεν τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος εἰς τήν χαρμόσυνόν Του Ἀνάστασιν ἀπέκτησε πάλιν μέ κέρδος ἄπειρον ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶχε χάσει εἰς τό πάθος Του. Τέσσαρα πράγματα εἶχε χάσει τότε: τήν χαράν, τήν ὡραιότητα, τήν τιμήν καί τήν ζωήν. Τώρα δέ ὅπου ἀνέστη ἀνέλαβε τήν ζωήν, ἀλλά τί λογῆς ζωήν; Μίαν ζωήν ὅπου ἐθανάτωσε τελείως τόν θάνατον καί διά τοῦτο θέλει εἶναι διά πάντα ζωή μοναχή, χωρίς νά φοβῆται νά λάβῃ ἄλλην μίαν φοράν θάνατον.«Χριστός ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκ ἔτι ἀποθνήσκει.θάνατος αὐτοῦ οὐκ ἔτι κυριεύει» (Ρωμ. στ’ 9). Ἀνέλαβε τήν τιμήν καί ἐξουσίαν, ἐπειδή Ἐκεῖνος ὁ ἴδιος ὅπου πρό ὀλίγου ἐλογίζετο ὀλιγώτερον παρά ἄνθρωπος καί ἐκαταφρονεῖτο χειρότερον παρά ἕνας σκώληξ, τώρα ἀνασταίνεται καί ἀρχίζει νά βασιλεύῃ ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐν τῇ γῇ. Διά τοῦτο καί ἔλεγε μετά τήν Ἀνάστασιν.«ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Ματθ. κη’ 18). Ἀνέλαβε τήν χαράν, ἐπειδή διερράγησαν πλέον τά μεσότοιχα ὅπου ἐκρατοῦσαν πρότερον ἐκεῖνο τό πέλαγος τῆς χαρᾶς εἰς μόνον τό ἀνώτερον μέρος τῆ ψυχῆς τοῦ Κυρίου καί τώρα, ὅλον τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς ἐκείνης ὅπου ἐκρατεῖτο τριαντατρεῖς χρόνους, ἔτρεξεν εἰς τό νά κατακλύσῃ τάς κατωτέρας δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τά μέλη τοῦ Λυτρωτοῦ. Διά τοῦτο καί ὅταν ἀνέστη ἀπό τόν τάφον, ὁ πρῶτος λόγος ὅπου ἔβγαλεν ἀπό τό ἅγιον στόμα Του, ἦτο δηλωτικός ταύτης Του τῆς χαρᾶς: «καί ἰδού ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων χαίρετε» (Ματθ. κη’ 9). Ἀνέλαβε καί τήν ὡραιότητα καί τήν δόξαν, διότι Ἐκεῖνος ὅπου ἦτο χθές καί προχθές ἄμορφος, ἄδοξος, ἀνίδεος, τώρα ἀνέστη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡσάν ἕνας νυμφίος ἀπό τόν θάλαμόν του: ὅλος ὡραιότατος, ὅλος δεδοξασμένος, ὅλος ἡλιόμορφος, ἐπειδή ἡ χάρις καί ἡ δόξα τοῦ ἀναστηθέντος σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσον ὑπερβολική, ὅπου εἰς τόν οὐρανόν αὐτή θέλει εἶναι ἡ ἀνωτάτη μακαριότης τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος καί ὅλων τῶν αἰσθήσεών μας. Καί θέλει εἶναι ἀρκετή νά εἰδοποιήσῃ εἰς ὅλους τούς μακαρίους, τόσον ἀγγέλους ὅσον καί ἀνθρώπους ἕνα Παράδεισον, εἰς τόν ὁποῖον ἔχουν νά εὐφραίνωνται ἀχόρταστα εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Θέλεις νά τό καταλάβῃς καλλίτερα; Σχημάτισαι μέ τόν νοῦν σου ἕνα ἥλιον τόσον λαμπρόν, ὅπου μέ τό φῶς του νά σκεπάζῃ μυριάδας ἡλίους, καθώς καί οὗτος ὁ αἰσθητός ἥλιος σκεπάζει ὅλους τούς ἀστέρας. Τώρα ἕνας ἥλιος τόσον λαμπρός, βέβαια ἤθελεν εἶναι ἕνα μικρόν κάρβουνον συγκρινόμενος μέ τό ἔνδοξον σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τό ὁποῖον μέ τήν ὑπερβολικήν λάμψιν του θέλει καταρροφήσει τήν λάμψιν τόσων μυριάδων μακαρίων σωμάτων τῶν Ἁγίων, ἀπό τά ὁποῖα τό κάθε ἕνα θέλει εἶναι λαμπρότερον ἀπό τοῦτον τόν ἥλιον, ὡς γέγραπται: «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Ματθ. ιγ’ 43), ὅπου τό, «ὡς», δέν δηλοῖ ὁμοίωσιν, ἀλλ᾽ ὑπεροχήν, ἤγουν λάμψουσιν ὑπέρ τόν ἥλιον, καθώς ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος καί αὕτη εἶναι ἡ δόξα ἐκείνη καί ὡραιότης ὅπου ἐζητοῦσεν ὁ Χριστός μέ τόσην παρακάλεσιν ἀπό τόν οὐράνιόν του Πατέρα πρό τοῦ πάθους Του, λέγων: «δόξασόν με πάτερ παρά σεαυτῷ τῇ δόξῃ, ᾗ εἶχον πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι παρά σοί» (Ἰω. ιζ’ 5). Μέ τά ὁποῖα λόγια δείχνει ὅτι ἐζήτει καί ἤθελε νά ἐξαπλωθῇ ἡ δόξα τῆς θεότητός Του διά νά δοξάσῃ πληρέστατα καί τήν ἀνθρωπότητά Του, ἐπειδή χωρίς αὐτήν τήν δόξαν καί ὡραιότητα τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κᾀνένας δέν ἠδύνατο νά γίνῃ δεκτικός τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καί μακαριότητος καί ἀκολούθως κᾀνένας δέν ἠδύνατο νά γίνῃ ποτέ μακάριος, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος. Διότι ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐστάθη ὡσάν ἕνα μεθόριον ἀνάμεσα εἰς τόν Κτίστην καί εἰς τά λοιπά κτίσματα καί πέρνουσα αὐτή εἰς τόν ἑαυτόν της ὅλον τό πλήρωμα τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καί μακαριότητος τό συγκερνᾷ τρόπον τινά καί οὕτω διά μέσου ἑαυτῆς μεταδίδει τήν δόξαν ταύτην καί μακαριότητα εἰς ὅλους τούς μακαρίους ἀγγέλους τε καί ἀνθρώπους. Ἀλλ᾽ ὄχι καθώς αὐτή τήν λαμβάνει ἀπό τόν Θεόν ἄκρατον, διότι εἶναι ἀδύνατον νά τήν δεχθῇ ἔτσι ἄκρατον, κανένα κτίσμα ψιλόν.ἀλλά συγκεκραμένην καί μετριωτέραν διά νά γίνωνται ταύτης δεκτικοί οἱ μακάριοι τόσον οἱ ἄγγελοι ὅσον καί οἱ ἄνθρωποι.
Ὅτι μέν οὖν οἱ ἄγγελοι λαμβάνουσι τήν δόξαν καί μακαριότητα διά μέσου τοῦ ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, μάρτυς ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος λέγων, ὅτι αἱ τάξεις τῶν Ἀγγέλων μετέχουσι τῆς τοῦ Ἰησοῦ φωτοδοσίας, ὄχι μέ εἰκόνας τινάς ἀλλά μέ πρώτην μετουσίαν τῆς γνώσεως, τῶν θεουργικῶν αὐτοῦ φώτων1. Καί ὁ σοφός Θεοδώρητος ὁ Κύρου λέγει: «μετά τήν σάρκωσιν ὤφθη (ὁ Θεός) καί τοῖς ἀγγέλοις οὐκ ἐν ὁμοιώματι τῆς δόξης ἀλλ᾽ ἀληθεῖ καί ζῶντι χρησάμενος ὡς περιβολῇ τῆς σαρκός τῷ καλύμματι» (Διάλογ. α’. κατά Εὐτυχ.). Μάλιστα δέ ὁ ἅγιος Ἰσαάκ λέγων ὅτι πρό τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ δέν ἦτο δυνατόν εἰς τούς ἀγγέλους νά ἔμβουν εἰς τά ὑψηλότερα μυστήρια τῆς θεότητος. Ὅτε δέ ἐσαρκώθη ὁ Λόγος ἠνοίχθη αὐτοῖς θύρα ἐν τῷ Ἰησοῦ. (Λόγος πδ’. σελ. 478). Καί πάλιν: «καί αὐτή ἡ πρώτη τάξις θαρροῦσα λέγει ὅτι οὐκ ἀφ᾽ ἑαυτῆς, ἀλλά διδάσκαλον ἔχει τόν μεσίτην Ἰησοῦν ἐκεῖνον, ὑφ᾽ οὗ ὑποδέχεται καί τοῖς κάτω ἐπιδίδωσιν» (αὐτόθ. 477). Ὅτι δέ καί οἱ μακάριοι ἅγιοι διά μέσου τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Ἰησοῦ βλέπουσι τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἐδήλωσεν ὁ Κύριος εἰπών: «Πάτερ οὕς δέδωκάς μοι θέλω ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ, κᾀκεῖνοι ὦσι μετ᾽ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν». Καί δέν στέκει ἕως ἐδῶ ἀλλά προσθέτει: «ἥν δέδωκάς μοι» διά νά φανερώσῃ μέ τοῦτο τήν δόξαν ὅπου ἐδόθη εἰς τήν ἀνθρωπότητά Του (βλ. Ἰω. ιζ’ 24).
Ὤ δόξαις! Ὤ λαμπρότηταις! Ὤ μεγαλεῖα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου! Ὄντως αὕτη εἶναι ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος. Διότι τήν μέν δευτέραν καί τρίτην ἡμέραν ἐποίησε τό πρωτόγονον ἐκεῖνο φῶς καί τήν τετάρτην καί πέμπτην καί ἕκτην καί ἑβδόμην ἐποίησεν τόν ἐν τῇ δ’ ἡμέρα γενόμενον ἥλιον. Τήν δέ Κυριακήν καί πρώτην ταύτην ἡμέραν, καί ἐν τῇ κοσμογενεσίᾳ, μόνος ὁ Κύριος ἀμέσως ἐποίησεν ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι (τό γάρ ἐν αὐτῇ γεγονός φῶς οὐχί ἀπό τό πρωΐ, ἀλλά ἀπό μεσημβρίας ἤρξατο, κατά τούς Θεολόγους) καί τώρα πάλιν μόνος ὁ νοητός Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός ταύτην ἐποίησεν ἀπό τοῦ μνήματος ὡς ἀπό ὁρίζοντος ἀναστάς. Καί αὐτή ἡ Κυριακή, τώρα μέν εἶναι εἰκών τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.τότε δέ ἔχει νά ᾖναι αὐτός ἐκεῖνος ὁ ὄγδοος αἰών2.
«Ὄντως ἀναστήτω ὁ Θεός καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί Αὐτοῦ» (Ψαλμ. ριζ’ 23). Οἱ ἐχθροί Του δαίμονες, ὁ ἐχθρός Του θάνατος, ὁ ἐχθρός Του ἡ ἁμαρτία, ὁ ἐχθρός Του ᾅδης, οἱ ἐχθροί Του Ἰουδαῖοι οἱ τοῦτον σταυρώσαντες καί μισοῦντες Αὐτόν. Ὄντως ἐκινδύνευε τό καράβι νά πνιγῇ καί νά πλέῃ δέν ἠδύνατο ὅπου ἐρρίφθη ὁ Ἰωνᾶς εἰς τήν θάλασσαν καί κατεπόθη ἀπό τό κῆτος. Καράβι εἶναι ὁ κόσμος ὅπου δέν ἠδύνατο νά ὑπάγῃ ἐμπρός εἰς τό ἀγαθόν. Θάλασσα εἶναι τά πάθη καί αἱ θλίψεις τοῦ κόσμου. Ἰωνᾶς ὁ Χριστός, κῆτος ἦτον ὁ θάνατος καί ὁ ᾅδης. Ἐρρίφθη ὁ Χριστός εἰς τήν θάλασσαν καί τά πάθη. Κατεπόθη ἀπό τόν θάνατον καί τόν ᾅδην. Καί ἐπειδή ἡ ζωοποιός θεότης δέν ἐχωρίσθη οὔτε ἀπό τό νεκρωθέν σῶμα τό κείμενον εἰς τόν τάφον οὔτε ἀπό τήν ψυχήν τήν καταβᾶσαν εἰς ᾅδην διά τοῦτο ἐνέκρωσε καί τόν ᾅδην καί ἀνέστη τριήμερος καί οὕτως ὁ κόσμος ὅπου ἐκινδύνευε διεσώθη «ὥσπερ γάρ ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας» (Ματθ. ιβ’ 40).
Τώρα ἐσύ ἀδελφέ, εἶναι δυνατόν νά μελετήσῃς ταύτας τάς ἀληθείας, καί νά μή γεμίσῃ ἀπό χαράν ἡ καρδία σου διά τήν ἀνωτάτην εὐδαιμονίαν καί δόξαν, εἰς τήν ὁποίαν βλέπεις πῶς ἔφθασεν ὁ Λυτρωτής σου διά τῆς Ἀναστάσεως, ὄχι μόνον κατά τήν ψυχήν, ἀλλά καί κατά τό πανάγιον σῶμα Του; Ὅθεν ἐπιθύμησαι νά ἔχῃς ὅλαις ταῖς χαραῖς τῶν ἀγγέλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων ὅπου συνέστησαν σήμερον καί ἐλευθερώθησαν ἀπό τόν ᾅδην, διά νά συγχαρῇς μέ αὐτάς τόν ἀναστάντα Δεσπότην, καί διά νά εὐφρανθῇς μέ ὅλην σου τήν καρδίαν εἰς τήν νέαν ταύτην χαράν καί δόξαν καί νίκην Του, στοχαζόμενος πῶς ἠ ἰδική Του χαρά εἶναι καί χαρά ἰδική σου. Ἡ ἰδική Του δόξα εἶναι καί δόξα ἰδική σου καί ἡ ἰδική Του νίκη εἶναι καί νίκη ἰδική σου. Καί ἁπλῶς ὅσα Αὐτός προνόμια καί ἀξιώματα ἔλαβε διά τῆς Ἀναστάσεώς Του, ὅλα ταῦτα γίνονται καί ἰδικά σου διά τῆς πρός Αὐτόν πίστεως καί θερμῆς ἀγάπης. Ἐκείνου ὡς κεφαλῆς καί ἐσένα ὡς μέλους. Ἐκείνου ὡς Πατρός καί ἐσένα ὡς υἱοῦ. Ἐκείνου ὡς ἀρχιστρατήγου καί βασιλέως καί ἐσένα ὡς στρατιώτου καί βασιλευομένου. Ἐκείνου ὡς φιλουμένου καί ἐσένα ὡς φιλοῦντος.ἐπειδή ἡ ἀγάπη ἔχει φυσικόν ἰδίωμα νά κοινοποιῇ τά τῶν φίλων κατά τήν παροιμίαν.«τά τῶν φίλων κοινά». Καί καθώς χθές καί προχθές ἐκοινωνήσατε εἰς τά Πάθη καί τήν θλίψιν τοῦ Κυρίου διά τῆς πίστεως καί ἀγάπης ἔτσι καί σήμερον εἶναι δίκαιον νά κοινωνήσετε εἰς τήν χαράν Αὐτοῦ καί δόξαν καί Ἀνάστασιν, «καθώς κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι χαίρετε ἵνα καί ἐν τῇ ἀποκαλύψει τῆς δόξης Αὐτοῦ χαρῆτε ἀγαλλιώμενοι» (Α’ Πέτρ. δ’ 13).
Καί ἄν ὁ Ἀβραάμ προτήτερα ἀπό τρεῖς χιλιάδας χρόνους εἶδε τήν ἡμέραν ταύτην τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος καί ἐχάρη, ὅταν ἔλαβε ζωντανόν τόν υἱόν του καθώς εἶπεν ὁ Κύριος: «Ἀβραάμ ὁ πατήρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τήν ἡμέραν τήν ἐμήν καί εἶδε καί ἐχάρη». (Ἰωάν. η’ 56). Πῶς ἐσύ νά μή χαρῇς ἀδελφέ εἰς τήν ἡμέραν ταύτην τοῦ Κυρίου, εἰς τήν ὁποίαν ἡ φθορά μετεβλήθη εἰς ἀφθαρσίαν, ὁ θάνατος εἰς ζωήν, ὁ ἀκάνθινος στέφανος εἰς ρόδα καί ἄνθη, ὁ κάλαμος, ἡ λόγχη, οἱ ἧλοι, ὁ Σταυρός καί τά λοιπά ὄργανα τοῦ Πάθους καί τῆς ἀτιμίας, ἔγιναν ὄργανα δόξης καί ἀπαθείας; Πῶς νά μή εὐφρανθῇς εἰς τήν ἡμέραν ταύτην, εἰς τήν ὁποίαν οἱ μέν ἐν οὐρανῷ ἄγγελοι ἀγάλλονται ἀπολαβόντες καί αὐτοί διά τῆς Ἀναστάσεως τήν σωτηρίαν; Ἤγουν τήν τελείαν ἀτρεψίαν καί ἀκινησίαν εἰς τό κακόν, ἥν οὐκ εἶχον πρότερον, καθώς ὁ θεολόγος Γρηγόριος τοῦτο δηλοῖ εἰς τό Πάσχα λέγων: «σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅσος τε ὁρατός καί ὅσος ἀόρατος» καί ὁ τούτου σχολιαστής ἑρμηνεύει Νικήτας3.
Οἱ ἐν τῷ ᾃδη Προπάτορες εὐφραίνονται, οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἐγείρονται, οἱ ἐν τῇ γῇ Ἀπόστολοι χαίρουσι, καί ὁ ἴδιος ᾃδης πανηγυρίζει μέ ὅλα ὁμοῦ τά ἐπίγεια καί οὐράνια καί ἄλλο δέν ἀκούεται εἰς κάθε μέρος, παρά τό «Χριστός Ἀνέστη!». Πῶς ἐσύ νά μήν ἀγαλλιάσῃς εἰς τήν ἡμέραν ταύτην τῆς ἀγαλλιάσεως, ἥτις εἶναι τῶν ἑορτῶν Ἑορτή καί Πανήγυρις τῶν πανηγύρεων κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον; Ἔαρ τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ τῶν καιρῶν. Ἥλιος μεταξύ τῶν ἀστέρων, χρυσός μεταξύ τῶν μετάλλων καί βασιλίς, μεταξύ ὅλων τῶν ἡμερῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Ἤξευρε γάρ ὅτι ἄν δέν χαρῇς πνευματικῶς εἰς ὅλα ταῦτα τά ὑπερφυσικά χαρίσματα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως, εἶναι κακόν σημάδι διά λόγου σου, πῶς δέν ἀγαπᾷς τόν ἀναστάντα Χριστόν καί ἀκολούθως πῶς δέν εἶσαι ἀληθινός Χριστιανός, ἀλλά ξένος τοῦ Χριστοῦ καί ἀλλότριος, διότι δέν συγχαίρεσαι εἰς τήν χαράν καί δόξαν τοῦ Κυρίου σου.
Διά τοῦτο ἄναψαι ἀδελφέ τήν καρδίαν σου μέ μίαν φλόγα ἀγάπης πρός τόν ἀναστάντα Χριστόν, εὐφραινόμενος εἰς τήν εὐδαιμονίαν καί εἰς τό ἰδικόν του καλόν περισσότερον, παρά ὅπου ἤθελες εὐφρανθῆ ἄν ἦτο ἰδικόν σου. Καί ἐπειδή σήμερον ἔγιναν καινούργια ὅλα τά πάντα, ὡς λέγει ὁ Παῦλος: «τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τά πάντα» (Β’ Κορ. ε’ 17): καινός ὁ τάφος, καιναί αἱ σινδόνες, καινή ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου. Καινοί οἱ ἀναστάντες Προπάτορες καί Δίκαιοι, καινός ὁ οὐρανός, καινή ἡ γῆ. Ψάλλε καί ἐσύ ἀκολούθως καινά ᾄσματα καθώς σέ προστάζει ὁ Δαβίδ: «ᾄσατε τῷ Κυρίῳ ᾄσμα καινόν». (Ψαλμ. ρμθ’ 1). Καί συλλογίζου καινούργιους λογισμούς. Κάμνε ἔργα καινούργια, ζῆσαι ζωήν καινούργιαν καί ἀξίαν τῆς τοῦ Χριστοῦ καινῆς Ἀναστάσεως. Ἐσύ ὅταν ἐβαπτίσθης, συναπέθανες καί συνεταφιάσθης μαζί μέ τόν Χριστόν εἰς τήν ἁγίαν κολυμβήθραν καί συνανεστήθης μαζί μέ Αὐτόν καί ὑπεσχέθης νά ζήσῃς μίαν καινούργιαν ζωήν, ὡς λέγει ὁ Παῦλος «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον ἵνα ὥς περ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ’ 4). Λοιπόν, ἐντράπου πώς ἕως τώρα παρέβης τήν ὑπόσχεσιν αὐτήν καί ἔζησες μίαν ζωήν παλαιάν καί διεφθαρμένην καί ἀπό τῆς σήμερον καί εἰς τό ἑξῆς ἀποφάσισαι νά ἀνακαινίσῃς τήν πρώτην ἐκείνην ὑπόσχεσιν ὅπου ἔδωκες εἰς τό ἅγιον Βάπτισμα καί νά ζήσῃς μίαν ἄλλην καινούργιαν ζωήν, ὄχι μέ τρυφάς καί ξεφαντώματα καί χορούς καί τραγούδια. Ὄχι μέ φιληδονίας καί φιλοδοξίας, ὄχι μέ φιλαργυρίας καί ἄλλας ἁμαρτίας. Διότι αὐτά εἶναι τῆς φθαρτῆς ζωῆς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁποῖον ἐκδύθης εἰς τό Βάπτισμα καί ὅποιος ταῦτα ἐργάζεται, ἔχει νά ἀποθάνῃ «εἰ γάρ κατά σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν» (Ρωμ. η’ 13). Ἀλλά μέ τήν παρθενίαν καί ἀφθαρσίαν τοῦ σώματος, μέ τήν καθαρότητα καί ἀπάθειαν τῆς ψυχῆς. Μέ τήν πνευματικήν γνῶσιν καί θεωρίαν τοῦ νοός καί μέ τάς λοιπάς ζωοποιούς ἀρετάς καί καλά ἔργα, τά ὁποῖα εἶναι τῆς νέας ζωῆς τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀφ᾽ οὗ ἀνέστη, ἔζησε μίαν νέαν ζωήν, ἐλευθέραν ἕως καί ἀπό τά ἀδιάβλητα πάθη τῆς φύσεως, πεῖναν δηλ. καί δίψαν καί ψύχραν καί τά λοιπά.
Ἔτσι καί ἐσύ ὡς συναναστηθείς τῷ Χριστῷ διά τῆς πίστεως, χρεωστεῖς νά ζήσῃς ἐλεύθερος κᾂν ἀπό τά διαβεβλημένα πάθη καί ἁμαρτίας καί νά φυλάττῃς καθαράν αὐτήν τήν νέαν ζωήν ὅπου σοῦ ἐχάρισεν ὁ Χριστός καί μή σέ πλανήσῃ ὁ διάβολος λέγωντάς σου εἰς αὐτάς τάς ἁγίας ἡμέρας: τώρα εἶναι Ἀνάστασις καί λαμπρά καί τρῶγε, πίνε, εὐφραίνου, ξεφάντωνε. Διότι λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὅτι ἄν καί ὁ καιρός τῆς νηστείας ἐπέρασεν, ἀλλ᾽ ὁ καιρός τῆς ἐγκρατείας εἶναι πάντοτε μέ ἡμᾶς καί μάλιστα, διότι ἡ ἁγία Πεντηκοστή εἶναι ὀπίσω καί μᾶς προσμένει καί πρέπει νά καθαριζώμεθα εἰς τάς ἡμέρας ταύτας, διά νά λάβωμεν εἰς τήν ψυχήν μας τόν ἐρχομόν καί τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθώς καί ἡ Ἐκκλησία οὕτω ψάλλει: «νέαν καί καινήν πολιτείαν παρά Χριστοῦ μεμαθηκότες, ταύτην μέχρι τέλους φυλάττειν, διαφερόντως πάντως σπουδάσωμεν, ὅπως Ἁγίου Πνεύματος τήν παρουσίαν ἀπολαύωμεν.» Ὅθεν εἶπε καί ὁ μέγας Βασίλειος «πῶς ἡμᾶς ἡ Πεντηκοστή ὑποδέξεται, οὕτω τοῦ Πάσχα καθιβρυσθέντος, ἡ Πεντηκοστή τοῦ Πνεύματος ἔσχε τοῦ ἁγίου τήν ἐναγῆ καί πᾶσι γνωρίμην ἐπιδημίαν.σύ δέ προλαβών σεαυτόν, οἰκητήριον τοῦ ἀντικειμένου ἐποίησας Πνεύματος, ἐγένου ναός εἰδώλων, ἀντί τοῦ γενέσθαι ναός Θεοῦ διά τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου καί ἐπεσσάσω τήν ἀράν τοῦ προφήτου εἰπόντος ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ.«ὅτι στρέψω τάς ἑορτάς αὐτῶν εἰς πένθος» (Ἀμώς στ’ 16)» (Ἐν τῷ τέλει τοῦ «Κατά μεθυόντων» λόγου).
Εὐχαρίστησε τόν Κύριον διά τά χαρίσματα ὅπου σοῦ ἐχάρισε διά μέσου τῆς Ἀναστάσεώς Του καί μάλιστα διότι σέ ἔκαμε μέ τήν Ἀνάστασίν Του καινούργιον ἀντί παλαιοῦ «εἴ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις» (Β’ Κορ. ε’ 17). Καί ἐπειδή κατά τούς νηπτικούς καί θεοσόφους Πατέρας, τρεῖς εἶναι αἱ ἀναστάσεις ὅπου ἐνεργοῦνται μυστικῶς καί ἠθικῶς εἰς τόν ἄνθρωπον, ἡ μία τοῦ σώματος, ἡ ἄλλη τῆς ψυχῆς καί ἄλλη τοῦ νοός4. Ἡ μία τῆς ἀρετῆς ἥτις κατορθοῦται διά τῆς πρακτικῆς φιλοσοφίας, ἡ ἄλλη τοῦ λόγου, ἥτις κατορθοῦται διά τῆς τῶν ὄντων θεωρίας καί πνευματικῆς γνώσεως καί ἄλλη τῆς ὑπέρ λόγον σιγῆς, ἥτις κατορθοῦται διά τῆς ἁρπαγῆς πρός Θεόν. Παρακάλεσαι τόν σήμερον ἀναστάντα Κύριον νά ἐνεργήσῃ εἰς τόν ἑαυτόν σου διά τῆς Χάριτός Του αὐτάς τάς τρεῖς ἀναστάσεις καί νά ζωοποιήσῃ τό σῶμά σου ὅπου ἐνεκρώθη ἀπό τήν ἐμπάθειαν, τήν ψυχήν σου ὅπου ἐνεκρώθη ἀπό τήν ἡδυπάθειαν, καί τόν νοῦν σου τόν νεκρωθέντα ἀπό τήν προσπάθειαν. Καί οὕτω ζωοποιήσας αὐτά τά τρία μέρη διά τῆς ἀπαθείας, νά σέ ἀξιώσῃ νά ἀναστηθῇς ἀπό ἐδῶ μαζί μέ Αὐτόν, ὄχι διά ψιλῆς πίστεως, ἀλλά διά πείρας καί νοερᾶς αἰσθήσεως, ὥστε νά λέγῃς κατά ἀλήθειαν καί ὄχι μέ λόγον μόνον τό : «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον». Καί νά βασιλεύῃ καί νά ζῇ ὁ Χριστός μόνος εἰς ἐσένα καί ἐσύ ἀντιστρόφως νά βασιλεύεσαι καί νά ζῇς εἰς μόνον τόν Χριστόν, κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος: «ἵνα οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλά τῷ ὑπέρ αὐτῶν ἀποθανόντι καί ἐγερθέντι» (Β’ Κορ. ε’ 15).
Συλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι ἔχομεν χρέος δεύτερον νά συγχαρῶμεν μέ τήν Παναγίαν Παρθένον, ἥτις ὅταν εἶδε τόν θεῖον Υἱόν Της ὅπου ἀνέστη, ἐγέμισε παρευθύς ἀπό τόσην μεγάλην χαράν ὅση ἦτο μεγάλη καί ἡ περασμένη θλίψις ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τά Πάθη Του. Οἱ πόνοι Αὐτῆς καί αἱ θλίψεις μετροῦνται ἀπό τήν γνῶσιν ὅπου εἶχε τῆς ἀπείρου ἀξιότητος τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου, καί ἀπό τήν ἀγάπην ὅπου εἶχεν εἰς Αὐτόν, ὄχι μόνον ὡς Θεόν ὁμοῦ, καί ὡς γέννημα τῶν σπλάγχνων Της, ἀλλά καί ὡς Μονογενῆ Αὐτῆς Υἱόν καί ὡς μόνη οὖσα Μήτηρ Αὐτοῦ χωρίς πατρός, τά ὁποῖα ὅλα δέν ἄφιναν τήν ἀγάπην Της νά μοιρασθῇ εἰς ἄλλα πράγματα, ἀλλά τήν ἐπολλαπλασίαζαν εἰς μόνον τόν γλυκύν Της Υἱόν. Ὅθεν ἐπειδή καί Τόν ἐγνώριζε περισσότερον, Τόν ἠγάπα καί περισσότερον, παρά ὅπου Τόν ἐγνώριζαν καί Τόν ἠγάπων ὅλοι οἱ ἄγγελοι εἰς τόν οὐρανόν, λοιπόν ἀκόλουθον εἶναι νά εἰποῦμεν, ὅτι ἡ Παναγία Παρθένος ἔπαθεν εἰς τό Πάθος τοῦ Υἱοῦ Της περισσότερον ἀπό ἐκεῖνο ὅπου ἔπαθαν ὅλα ὁμοῦ τά κτίσματα. Καί ὅτι ἡ λύπη Της δέν εὑρίσκει ἄλλην παρόμοιαν διά νά συγκριθῇ πάρεξ τήν λύπην ὅπου ἐδοκίμασεν ὁ ἠγαπημένος Της Ἰησοῦς. «Καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ῥομφαία» (Λουκ. β’ 35). Ἀφ᾽ οὗ ὅμως Αὐτή πρώτη ἐπῆγε κατά τό μεσονύκτιον διά νά θεωρήσῃ τόν τάφον τοῦ Υἱοῦ Της.καί ἀφ᾽ οὗ δι᾽ Αὐτήν καί μόνην ἔγινεν ὁ σεισμός καί Ἀρχάγγελος Γαβριήλ ὁ συνήθης διακονητής καί τροφεύς καί Εὐαγγελιστής Της4 κατέβη ἀπό τούς οὐρανούς καί ἐκύλισε τήν πέτραν ἀπό τήν πόρταν τοῦ τάφου καί ἐκάθητο ἐπάνω εἰς αὐτήν ἀστραπόμορφος καί χιονοειδέστατος: «Ἄγγελος γάρ Κυρίου καταβάς ἐξ οὐρανοῦ, προσελθών ἀπεκύλισε τόν λίθον ἀπό τῆς θύρας καί ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ.ἦν δέ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπή καί τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών». (Ματθ. κη’ 2).Αφ᾽ οὗ λέγω κατέβη ὁ θεῖος Γαβριήλ.ὤ, πῶς μετετράπη εὐθύς εἰς ὑπερβολικήν χαράν ἡ ὑπερβολική Της λύπη! Ὤ πόσον ἠγαλλίασε τό πνεῦμα Της, ὅταν εἶδεν, ὅτι δι᾽ Αὐτήν μόνην ἀνοίχθη ὁ τάφος τοῦ Υἱοῦ Της! (Καθώς γάρ διά τήν Θεοτόκον ἀνοίχθησαν εἰς τούς ἀνθρώπους τά οὐράνια καί τά ἐπίγεια, ἔτσι καί διά τήν Θεοτόκον ἀνοίχθη ὁ ζωοποιός Τάφος τοῦ Κυρίου).ὡς λέγει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος: «ἐμοί δέ δοκεῖ καί δι᾽ Αὐτήν πρώτην τόν ζωηφόρον ἐκεῖνον ἀνοιγῆναι τάφον.δι᾽ Αὐτήν γάρ πρώτην καί δι᾽ Αὐτῆς πάντα ἡμῖν ἠνέῳκται, ὅσα ἐπί τοῦ Οὐρανοῦ ἄνω καί ὅσα ἐπί τῆς γῆς κάτω». (Λόγ. εἰς τήν Κυριακήν τῶν Μυροφόρων).
Καί ὅταν Αὐτή πρώτη ἐθεώρησε τήν Ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ Της! Ὤ πόσον εὐφράνθη, ὅταν πλησιάζουσα εἰς τόν ἀγαπητόν Της Ἰησοῦν ἐπίασε μέ ἄκραν εὐλάβειαν καί ἀγάπην τούς ἁγίους Του πόδας καί τούς ἐπροσκύνησε! Καί ὅταν εἶδε γεμάτα ἀπο θεῖον φῶς καί ἀπό τῆς Ἀναστάσεως τά μέλη τοῦ γλυκυτάτου Της Υἱοῦ, τά ὁποῖα πρό ὀλίγου ἦσαν ὅλα καταξεσχισμένα.ὅλα ἄτιμα καί ἀνίδεα! Μάλιστα δέ ἐξαιρέτως πόσον ἐχάρη, ὅταν ἤκουσεν ἀπό τό θεῖον στόμα τοῦ Υἱοῦ Της τόν χαροποιόν ἐκεῖνον λόγον ὅπου Τῆς εἶπε τό, «χαῖρε». Μολονότι καί ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀναφέρει, ὅτι ἦτο μαζί Της καί ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἐπίασε καί αὐτή τούς πόδας τοῦ Κυρίου καί τό «χαῖρε» καί αὐτή ἤκουσε, μέ σκοπόν διά νά μή ἀμφιβάλλεται ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου μαρτυρουμένη ἀπό μόνην τήν θείαν Μητέρα Του διά τήν φυσικήν οἰκειότητα, ὡς ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (μετά Ξανθοπούλου ἐν τῷ συναξαρίῳ τοῦ Πάσχα) ἀποδεικνύει τοῦτο ἰσχυρῶς. (Λόγος εἰς τήν Κυριακήν τῶν Μυροφόρων). Καί λοιπόν ποῖος νοῦς ἠμπορεῖ νά καταλάβῃ τί λογῆς τελειότης ἀγάπης καί χαρᾶς ἀπέρασεν ἀναμεταξύ τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Χριστοῦ, ἀναμεταξύ μιᾶς τοιαύτης Μητρός καί ἑνός τοιούτου Υἱοῦ;
Ὅθεν ἄν ἡ Θεοτόκος ᾖναι φυσική μέν Μήτηρ τοῦ Χριστοῦ, θετή δέ καί πνευματική μήτηρ ὅλων τῶν Χριστιανῶν καί τοιαύτη μήτηρ, ὥστε ὅπου, καθώς ὁ Χριστός μᾶς παραγγέλλει νά μή καλέσωμεν πατέρα εἰς τήν γῆν, ἐπειδή κυρίως ἕνας εἶναι ὁ Πατήρ μας ὁ ἐπουράνιος «καί πατέρα μή καλέσητε ὑμῶν ἐπί τῆς γῆς.εἷς γάρ ἐστιν ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς» (Ματθ. κγ’ 9). Ἔτσι ἔχομεν δίκαιον νά εἰποῦμεν, καί ὅτι ἡμεῖς μητέρα ἄλλην κυρίως δέν ἔχομεν, εἰ μή τήν Θεοτόκον6. Ἄν λέγω ἡ Θεοτόκος ᾖναι μήτηρ τῶν Χριστιανῶν, χρεωστεῖς καί σύ ἀδελφέ ὡς Χριστιανός καί υἱός τῆς Παρθένου νά συγχαρῇς εἰς τήν μεγάλην ταύτην χαράν Της. Διότι, ἀνίσως καί εἰς καιρόν τῆς τόσης Της εὐτυχίας, ἐάν δέν ἤθελες συγχαρῆ μέ τήν Παναγίαν, βέβαια ἔχεις νά φανῇς ἀνάξιος τῆς ἀγάπης Της. Καί ἐάν φανῇς ἀνάξιος τῆς ἀγάπης Της, ἔχεις νά φανῇς ἀνάξιος διά νά δεχθῇς ὑπό κάτω εἰς τήν Σκέπην Της, καί ἐάν Αὕτη ἡ κοινή μήτηρ δέν σέ δεχθῇ ὑπό τήν Σκέπην Της ἀλλοίμονον εἰς ἐσέ! ποία ἐλπίς πλέον θέλει μένει διά τήν σωτηρίαν σου; Ἐπειδή Αὐτή εἶναι ἡ μήτηρ τῆς ἐλεημοσύνης καί διά μέσου τῶν χειρῶν Αὐτῆς περνοῦν ὅλαι αἱ τοῦ Θεοῦ χάριτες, τόσον ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅσον καί ἐν τῇ γῇ. τόσον εἰς τούς ἀγγέλους, ὅσον καί εἰς τούς ἀνθρώπους. Αὐτή μόνη γάρ μεθόριον γενομένη ἀναμεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων, λαμβάνει ἀπό τήν Τρισήλιον Θεαρχίαν ὅλας τάς ὑπερφυσικάς δωρεάς καί χαρίσματα καί τά μεταδίδει ὡς φιλανθρωποτάτη Βασίλισσα εἰς ὅλας τάς τάξεις τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἀγάπης ὅπου ἔχουν πρός Αὐτήν, ὥστε Αὐτή μόνη εἶναι καί ὁ ταμιοῦχος ἐν ταυτῷ καί ὁ χορηγός τοῦ πλούτου τῆς Θεότητος καί χωρίς τήν μεσιτείαν αὐτῆς, δέν δύναται νά πλησιάσῃ τινάς εἰς τόν Θεόν, οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, καθώς περί Αὐτῆς ὑψηγορεῖ ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ἐν τῷ α’ λόγῳ τῶν Εἰσοδίων7.
Ὅθεν ἀκολούθως καί αἱ πρεσβεῖαι τῆς Θεοτόκου ἠθέλησεν ὁ Κύριος, νά εἶναι νόμοι ἀπαράβατοι, διά νά γίνεται παρ᾽ Αὐτοῦ ἔλεος καί εὐσπλαγχνία εἰς ἐκείνους, διά τούς ὁποίους πρεσβεύει: «στόμα δέ ἀνοίγει σοφῶς καί νομοθέσμως, ἡ δέ ἐλεημοσύνη αὐτῆς ἀνέστησε τά τέκνα αὐτῆς καί ἐπλούτησαν» (Παροιμ. κθ’ 26). Καί ὁ ἅγιος Γερμανός «οὐδέ γάρ ἐνδέχεταί Σε ποτέ παρακουσθῆναι.ἐπειδή πειθαρχεῖ Σοι κατά πάντα, καί διά πάντα, καί ἐν πᾶσιν ὁ Θεός, ὡς ἀληθινῇ Αὐτοῦ ἀχράντῳ Μητρί» (Λόγ. εἰς τήν Κοίμησιν). Συγχαίρου λοιπόν ἐξ ὅλης σου τῆς καρδίας μέ Αὐτήν τήν Δέσποιναν τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τῆς χαρᾶς τό δοχεῖον ἐπειδή εἰς Αὐτήν πρώτην ἐδόθῃ ἡ χαρά καί πρό τῆς Ἀναστάσεως εἰς τόν Εὐαγγελισμόν Της, καί μετά τήν Ἀνάστασιν σήμερον. Συγχαίρου μέ τήν Θεοτόκον, καθώς τήν συγχαίρεται καί ὅλη ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία εἰς χίλια μέρη τῶν ᾀσματικῶν τροπαρίων Της ψάλλουσα εἰς Αὐτήν χαρμοσύνως καί πανηγυρικῶς, τώρα μέν «ὁ ἄγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένη, ἁγνή Παρθένε χαῖρε καί πάλιν ἐῤῶ χαῖρε.ὁ Σός Υἱός ἀνέστη τριήμερος ἐκ τάφου», τώρα δέ «Σύ δέ ἁγνή τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου Σου» καί ποτέ μέν «Ἀναστάντα κατιδοῦσα σόν Υἱόν καί Θεόν, χαίροις σύν Ἀποστόλοις, Θεοχαρίτωτε ἁγνή», ποτέ δέ «τήν γάρ ἐν τῷ πάθει σου μητρικῶς πάντων ὑπεραλγήσασαν, ἔδει καί τῇ δόξῃ τῆς σαρκός Σου, ὑπερβαλλούσης ἀπολαῦσαι χαρᾶς». Τί λέγω; Συγχαίρου μέ τήν Θεοτόκον, καθώς τήν συγχαίρεται καί αὐτή ὅλη ἡ ἄλογος καί ἀναίσθητος κτίσις καί χαίρει εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ Της καί Τήν δωροφορεῖ μέ ὅλα τά κάλλιστα καί ἐξαίρετα δῶρα καί χάριτας τοῦ ἔαρος καί τῆς γλυκυτάτης ἀνοίξεως. Καί δέν βλέπεις καί μόνος μέ τούς ὀφθαλμούς σου, πῶς τώρα ὁ οὐρανός εἶναι διαυγέστερος; ὁ κύκλος τῆς Σελήνης εἶναι λαμπρότερος καί ἀργυροειδέστερος, καί ὅλος ὁ χορός τῶν ἀστέρων φαίνεται καθαρώτερος; Δέν βλέπεις πῶς τώρα ἡ γῆ εἶναι στεφανωμένη μέ τά πολυποίκιλά της χορτάρια, μέ τά ἀνοιγμένα διάφορα δένδρα της καί μέ τά ποικιλόχροα καί εὐωδέστατα ἄνθη καί ῥόδα της, τά ὁποῖα ἄλλα μέν εὐγῆκαν τελείως ἀπό τούς κάλυκάς των καί παρρησιάζουν εἰς τούς ὁρῶντας τήν ῥοδόπνοον χάριν τους ἄλλα δέ ἐβγῆκαν ὀλίγον καί ἄλλα ἀκόμη εὑρίσκονται εἰς τούς κάλυκάς των μέσα ὡσάν εἰς νυμφικόν θάλαμον; Δέν ἀκούεις μέ τά αὐτιά σου τήν συμφωνίαν καί ἐναρμόνιον μουσικήν ὅπου τώρα κάμνουν μέ τά γλυκυτάτας φωνάς των ἐπάνω εἰς τά χρυσοπράσινα καί δασύφυλλα δένδρα αἱ ἀηδόνες, αἰ χελιδόνες, αἱ τρυγόνες, οἱ κόσσυφοι, οἱ κόκκυγες, αἱ πέρδικες, αἱ κίσσαι, αἱ φάσσαι, οἱ σπῖνοι καί ὅλα τά λοιπά ὠδικά ὄρνεα καί πουλιά καί πῶς συνερίζονται νά νικήσῃ ἕνα τό ἄλλο μέ τά ποικιλόφθογγα καί γοργογλυκόστρεπτα αὐτῶν κελαδήματα; Καί πῶς κατασκευάζουν τόσον τεχνικά τάς φωλέας των καί τά μέν θηλυκά κάθηνται καί πυρώνουν τά αὐγά μέσα εἰς αὐτάς, τά δέ ἀρσενικά πετοῦν τριγύρω καί κελαδοῦν γλυκύτατα; Δέν βλέπεις πῶς τώρα αἱ βρύσες τρέχουν καθαρώτερα; Πῶς οἱ ποταμοί λυθέντες ἀπό τούς χειμερίους πάγους ῥέουσι πλουσιώτερα καί ποτίζουν ὅπου περνοῦν τῆς γῆς τό πρόσωπον; Πῶς τά περιβόλια εὐωδιάζουν; Πῶς τό χορτάρι κόπτεται; Πῶς τά μικρά καί τρυφερά ἀρνάκια πηδοῦν καί χορεύουν ἐπάνω εἰς τούς χλοηφόρους κάμπους καί τά χωράφια; Δέν βλέπεις πῶς αἱ φιλόπονοι μέλισσαι τώρα εὐγαίνουσαι ἀπό τά κοφφίνιά των βομβοῦσιν ἡδύτατα καί πετοῦν τριγύρω εἰς τούς λειμῶνας καί περιβόλια καί κλέπτουν τά ἄνθη καί πλάττουσι τά κηρία των, βάνουσαι τάς εὐθείας γραμμάς ἀντίθετα εἰς τάς γωνίας διά περισσοτέραν ἀσφάλειαν ἐν ταὐτῷ καί κάλλος τοῦ ἔργου των καί τό γλυκύτατον μέλι κατασκευάζουσι; Δέν βλέπεις πῶς τώρα οἱ ἄνεμοι ἡσυχάζουσι; Πῶς αἱ γλυκεῖαι αὖραι τῶν ζεφύρων πνέουσι; Πῶς ἡ θάλασσα εἶναι γαληνιαία καί ἤρεμος; Πῶς οἱ ναῦται ταξιδεύουν ἄφοβα καί πῶς οἱ δελφῖνες συμπεριπατοῦν ὁμοῦ μέ τά πλοῖα φυσῶντες καί κολυμβῶντες γλυκύτατα καί ξεπροβοδίζουν τούς ναύτας μέ εὐθυμίαν; Δέν βλέπεις πῶς τώρα οἱ γεωργοί, τά βόδια ζεύξαντες τέμνουσι τήν γῆν μέ τό ἄροτρον καί μέ τάς καλάς ἐλπίδας τῶν καρπῶν, ὅλοι εἶναι πασίχαροι; Πῶς οἱ ποιμένες καί βουκόλοι κατασκευάζοντες σύριγγας καί συραύλια μέσα εἰς τά δένδρα περνοῦσι τήν ἄνοιξιν καί πῶς οἱ ἁλιεῖς καί ψαράδες τά δίκτυα καί τούς γρίπους εἰς τήν θάλασσαν ρίπτοντες, τά βγάνουν τώρα γεμάτα ἀπό ψάρια; Δέν βλέπεις πῶς τώρα ὅλα τά ὁρατά κτίσματα, ὅπου καί ἄν γυρίσῃς νά ἰδῇς, εἶναι τερπνά, εἶναι εὐώδη, εἶναι δροσώδη, εἶναι χαριέστατα καί πανευφρόσυνα, εὐχαριστοῦντα τάς πέντε αἰσθήσεις τοῦ σώματος; Καί πῶς φαίνονται ὡσάν νά συνανεστήθησαν μέ τόν Χριστόν καί αὐτά καί νά ἐζωντάνευσαν ἀπό ἐκεῖ ὅπου ἦσαν πρότερον ὡσάν νεκρωμένα καί ἀποθαμένα ἀπό τήν προλαβοῦσαν ψύχραν καί δριμύτητα τοῦ χειμῶνος;8 Καί διά νά εἰπῶ μέ συντομίαν, συγχαίρου μέ τήν Θεοτόκον καί ἐσύ ἀδελφέ, καθώς τήν ἐσυγχάρηκαν καί αἱ θεῖαι μυροφόροι, ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ Σαλώμη καί ἡ Ἰωάννα. Δύνασαι γάρ ἐάν θέλῃς νά γίνῃς καί ἐσύ ὡσάν αὐτάς κατά τήν ψυχήν, καθώς σέ παρακινεῖ ὁ θεολόγος Γρηγόριος εἰς τό Πάσχα λέγων: «κἄν Μαρία τις ἦς, κἄν Σαλώμη, κἄν Ἰωάννα, δάκρυσον ὀρθρία, ἴδε πρώτη τόν λίθον ᾐρμένον, τυχόν δέ καί τούς ἀγγέλους καί Ἰησοῦν αὐτόν», ὅπου ὁ σχολιαστής Νικήτας λέγει: «Μαρία Μαγδαληνή εἶναι κάθε ψυχή πρακτική, καθαρθεῖσα διά λόγου τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ὡσάν ἀπό δαιμόνια, ἀπό τήν προσπάθειαν τῆς ἑβδοματικῆς ταύτης ζωῆς. Σαλώμη δέ, εἰρήνη ἑρμηνευομένη, εἶναι ἡ ψυχή ἐκείνη ὅπου νικήσῃ τά πάθη καί ὑποτάξῃ τό σῶμα εἰς τήν ψυχήν καί διά τῆς θεωρίας τῶν πνευματικῶν νοημάτων τήν τῶν ὄντων γνῶσιν περιλαμβάνουσα καί διά τοῦτο εἰρήνην τελείαν ἔχουσα. Ἰωάννα δέ, περιστερά ἑρμηνεύεται καί εἶναι ἡ ψυχή ἐκείνη ἡ ἄκακος καί γονιμωτάτη εἰς τάς ἀρετάς, ἡ ὁποία ἀπέβαλε κάθε πάθος μέ τήν πρᾳότητα καί εἶναι θερμή εἰς τό νά γεννᾷ τά πνευματικά νοήματα μέ γνῶσιν καί διάκρισιν. Ἐάν τοιαύτῃ γίνη ἡ ψυχή σου ἀγαπητέ, πήγαινε ὡσάν τάς μυροφόρους μετά προθυμίας καί σπουδῆς (ὁ γάρ ὄρθρος ταχύτητα καί σπουδήν δηλοῖ) εἰς τόν τάφον, ἤγουν εἰς τό βάθος, ἐν ὧ εἶναι κεκρυμμένος ὁ λόγος τῶν ἐπιγείων καί οὐρανίων καί εἰς τήν ἰδικήν σου καρδίαν9 καί ζήτησαι μέ δάκρυα νοητά καί αἰσθητά νά μάθῃς ἐάν ἀνεστήθη ὁ ἐν σοί λόγος τῆς ἀρετῆς καί τῆς γνώσεως. Καί ἐάν ζητήσῃς μέ τοιοῦτον τρόπον, πρῶτον μέν θέλεις ἰδεῖ νά σηκωθῇ ἀπό τήν καρδίαν σου ὁ λίθος, ἤγουν ἡ πώρωσις τῆς ἀσάφειας τοῦ λόγου, καί ἀφ᾽ οὗ αὐτή σηκωθῇ θέλεις ἰδεῖ τούς ἀγγέλους, ἤγουν τάς κινήσεις τῆς συνειδήσεώς σου νά σοῦ κηρύττουν, ὅτι ἀνέστη ὁ ἐν σοί διά κακίαν νεκρωθείς λόγος τῆς ἀρετῆς καί τῆς γνώσεως, ἐπειδή εἰς τήν ψυχήν τοῦ φαυλοβίου ἀνθρώπου ὁ λόγος δέν ἐνεργεῖ, ἀλλά τρόπον τινά εἶναι νεκρός. Καί εἰς ὅλον τό ὕστερον θέλεις ἰδεῖ καί αὐτόν τόν λόγον νά σοῦ ἐμφανίζεται εἰς τόν νοῦν γυμνός καί χωρίς τύπους καί σύμβολα καί νά γεμίζει τάς νοεράς δυνάμεις τῆς ψυχῆς σου ἀπό χαράν πνευματικήν. Ὅθεν ἀφοῦ τοιουτοτρόπως πληροφορηθῇς τήν τοῦ λόγου ἀνάστασιν διά τῆς πρακτικῆς, συγχαίρου καί μέ τήν ἄλλην Μαρίαν, ἤγουν τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἥτις εἰς τήν θεωρίαν περιλαμβάνεται, ἡ ὁποία ἀφ᾽ οὗ ἐπρόλαβε μίαν φοράν καί εἶδε τήν Ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ Της, ἐπληροφορήθη καί ἡσύχασε καί πλέον εἰς τόν τάφον δέν ἐπῆγεν, ὡσάν τάς ἄλλας μυροφόρους, ἐπειδή καί ἡ θεωρία προλαμβάνει καί ἁπλῶς νοεῖ, ἡ δέ πρᾶξις ἕπεται καί πείρᾳ λαμβάνει τήν γνῶσιν»11.
Ἡ μεγαλυτέρα δέ χαρά ὅπου ἔχεις νά προξενήσῃς εἰς τήν Θεοτόκον εἶναι ἐάν κάμῃς ἀπόφασιν νά νικᾷς τά πάθη σου εἰς κάθε καιρόν καί νά παρθενεύῃς διά τήν ἀγάπην τῆς Παρθένου. Καί διά νά γίνῃς ἄξιος νά σέ ὑπερασπίζεται καί νά σέ ἔχῃ διά υἱόν Της ἐπιμελήσου νά ὑποτάσσεσαι καί νά δουλεύῃς ὅσον δύνασαι περισσότερον Αὐτήν καί τόν Μονογενῆ Της Υἱόν καί παρακάλεσαί Την νά σέ συναριθμήσῃ μέ τούς εὐλαβητικούς δούλους Της καί νά σέ ἀξιώσῃ νά χαίρεσαι μέ Αὐτήν αἰωνίως εἰς τόν οὐρανόν, ψάλλοντας εἰς Αὐτήν ἐκεῖνο τό Δαυιτικόν: «μνησθήσομαι τοῦ ὀνόματός σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καί γενεᾷ.διά τοῦτο λαοί ἐξομολογήσονταί σοι εἰς τόν αἰῶνα καί εἰς τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος» (Ψαλμ. μδ’ 17).
Συλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι πρέπει τρίτον νά συγχαρῶμεν μέ τό σῶμά μας, διότι ὁ ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν Κύριος δέν εὐχαριστήθη μόνον μέ τόν τύπον τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεώς Του ὅπερ ἐστί τό ἅγιον Βάπτισμα. Τούτων γάρ τύπον ἔχει τό θεῖον Βάπτισμα, ὡς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος: «εἰ γάρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου Αὐτοῦ, ἀλλά καί τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα» (Ρωμ. στ’ 5), δέν εὐχαριστήθη λέγω μόνον μέ τόν τύπον τῆς Ἀναστάσεώς Του νά συγχωρήσῃ τό προπατορικόν μόνον ἁμάρτημα, νά ἀφήσῃ δέ τήν ποινήν καί τά ἀποτελέσματά του νά ἐνεργοῦν, ἀλλά σήμερον μέ τήν πραγματικήν Του Ἀνάστασιν ἐξαλείφει ἀκόμη καί αὐτήν τήν ποινήν καί τό ἀποτέλεσμα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.ὅπερ ἐστίν ὁ θάνατος. «Ἔσχατός φησιν ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος» (Α’ Κορ. ιε’). Καί οὕτω μέ τελειότητα σηκώνει ἀπό τό μέσον ὡς νέος Ἀδάμ τήν ἁμαρτίαν μέ ὅλας τάς ρίζας καί κλάδους της καί καρπούς. Διότι μέ τήν δύναμιν τῆς σημερινῆς Ἀναστάσεώς Του χαρίζει εἰς ὅλην τήν φύσιν τῶν ἀνθρώπων τήν ἀνάστασιν τῶν σωμάτων τόσον τῶν πιστευόντων εἰς Αὐτόν, ὅσον καί ἐκείνων ὅπου ἀπιστοῦν. Καί κατά τοῦτο ὑπερβαίνει τό χάρισμα τοῦ νέου Ἀδάμ ἀπό τό ἁμάρτημα τοῦ παλαιοῦ, καθ᾽ ὅτι, ὅσοι μέν ἐμέθεξαν ἀπό τό ἁμάρτημα ἐκείνου, οὗτοι καί ἀπέθανον. Ὅσοι δέ ἐμέθεξαν ἀπό τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀναστένωνται μόνοι, ἀλλά ἀκόμη καί ὅσοι δέν ἐμέθεξαν ἀπό ταύτην τήν πίστιν, ὡς λέγει ὁ κριτικός Φώτιος ἑρμηνεύων τό ἀποστολικόν ἐκεῖνο, «πλήν οὐχ ὡς τό παράπτωμα, οὕτω καί τό χάρισμα.εἰ γάρ τῷ τοῦ ἑνός παραπτώματι οἱ πολλοί ἀπέθανον, πολλῷ μᾶλλον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ δωρεά ἐν χάριτι τοῦ ἑνός ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τούς πολλούς ἐπερίσσευσε» (Ρωμ. ε’ 15).Καί ἡ αἰτία εἶναι διότι, καθώς ὅλην τήν φύσιν τῶν ἀνθρώπων ἀνέλαβεν ὁ Κύριος εἰς τήν θείαν Του ὑπόστασιν, ἔτσι ἀνεκαίνισε ὅλην τήν φύσιν, ἀναστήσας καί τούς ἀπίστους αὐτούς, διότι φυσικῶς ἐν τῷ Ἀδάμ ἥμαρτον καί οὐ προαιρετικῶς. Ἐπειδή ὅμως προαιρετικῶς δέν ἠθέλησαν νά πιστεύσουν εἰς τόν νέον Ἀδάμ, διά τοῦτο καί τά μέλλοντα ἀναστηθῆναι σώματα αὐτῶν θέλουν ἔχει μεγάλην καί ἀσύγκριτον διαφοράν ἀπό τά ἀναστηθησόμενα σώματα τῶν πιστῶν καί ἐναρέτων. Καθ᾽ ὅτι ἐκεῖνα μέν θέλουν εἶναι σκληρά βαρέα, ἄσχημα, ἄτιμα, μαῦρα, σκοτεινά, ψυχρά καί χονδρά καί αὐτά ὅλα τά ἄθλια ἰδιώματα ἔχουν νά αὐξάνουν ἤ νά ὀλιγοστεύουν εἰς αὐτά, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἀπιστίας αὐτῶν καί κακίας, τά δέ σώματα τῶν πιστῶν καί Ὀρθοδόξων ἔχουν ἐκ τοῦ ἐναντίου νά εἶναι μαλακά, κοῦφα, ὡραῖα, ἔνδοξα, διαφανῆ, φωτεινά, θερμά καί πνευματικά. Καί αὐτά ὅλα τά μακαριστά ἰδιώματα ἔχουν νά αὐξάνουν ἤ νά ὀλιγοστεύουν εἰς αὐτά κατά τήν ἀναλογίαν τῆς πίστεως καί ἀρετῆς αὐτῶν, καθώς γενικῶς περί τούτων τῶν ἰδιωμάτων ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος ἐν τῇ Α’ πρός Κορινθ. κεφ. ιε’ 42 λέγων: «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ.σπείρεται ἐν ἀτιμία, ἐγείρεται ἐν δόξῃ. σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται δυνάμει.σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν».Συλλογίσου λοιπόν ἀδελφέ, πόσον μᾶς ἠγάπησεν ὁ Δεσπότης μας Ἰησοῦς Χριστός ὥστε ὅπου χωρίς ἡμᾶς δέν ἠθέλησε νά ᾖναι ἀθάνατος καί μακάριος κατά τήν ψυχήν καί κατά τό σῶμα, ἀλλά ἠθέλησε καί τά ἰδικά μας σώματα νά θριαμβεύσουν κατά τοῦ θανάτου καί νά γυρίσουν πάλιν νά ζοῦν ὁμοῦ μέ Αὐτόν διά παντός, δεδοξασμένα καί μακάρια: «εἰ γάρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καί ἀνέστη, οὕτω καί ὁ Θεός τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σύν αὐτῷ» (Α’ Θεσσαλ. θ’ 13). Ἐπειδή μέ τό μέσον τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεώς Του μᾶς ἔκαμεν ἀξίους διά μίαν τοιαύτην ζωήν καί μακαριότητα, γενόμενος ἡμῶν Πατήρ ἀθάνατος καί ἡμεῖς ἀθάνατα τέκνα Του εἰς αἰῶνας αἰώνων, κατά τόν τίτλον ὅπου Τοῦ ἔδωκεν ὁ Προφήτης: «Πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». (Ἡσ. θ’ 6). Μάλιστα ἠθέλησεν ὄχι μόνον νά ὑπηρετήσῃ εἰς τήν ἀνάστασίν μας ὡς μισθός, ἀλλά καί ὡς ἀρχέτυπον. Ὥστε τό σῶμα μας ὅταν ἀναστηθῇ νά ἔχῃ μεγάλην ἀναλογίαν καί ὁμοιότητα μέ τό μέτρον ἐκείνου τοῦ δεδοξασμένου Του σώματος: «μετασχηματίσει τό σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, εἰς τό γενέσθαι αὐτό σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης Αὐτοῦ» (Φιλιπ. γ’ 21). Καί καθώς ὁ αἰσθητός ἥλιος ὅταν κτυπήσῃ τάς ἀκτίνας του εἰς ἕνα καθαρόν καθρέπτην, ὁ καθρέπτης ἐκεῖνος γίνεται ἄλλος ἥλιος, ἔτσι καί ὁ νοητός ἥλιος Χριστός ἐν τῇ μελλούσῃ ἀναστάσει κτυπῶντας τάς ἀκτίνας Του εἰς τά ἀναστηθέντα σώματά μας, ἔχει νά τά κάμῃ νά λάμπουν ὡσάν ἄλλοι ἥλιοι ὅμοιοί Του καθώς εἶναι γεγραμμένον: «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Πατρός αὐτῶν» (Ματθ. ιγ’ 43).
Ὤ θαυμαστά ἐφευρέματα ὅπου εὗρεν ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς διά νά μᾶς ἀγαθοποιήσῃ! Ὤ ἀσύγκριτα χαρίσματα ὅπου μᾶς ἐχάρισε διά τῆς Ἀναστάσεώς Του! Καί τί ἄλλο μεγαλύτερον καί θεοπρεπέστερον χάρισμα ἠδύνατο νά χαρίσῃ εἰς ἡμᾶς ὡσάν αὐτό ὅπου μᾶς ἐχάρισεν, ἤγουν τό νά δοξάσῃ μέ τόσην μεγαλοπρέπειαν αἰωνίως ὄχι μόνον τήν ψυχήν ἀλλά καί αὐτό τό σῶμά μας; Ἔστω.ἡ ψυχή εἰς ὅλον τό ὕστερον εἶναι καθαρόν πνεῦμα.εἶναι συγγενές μέ τούς ἀγγέλους καί εἰκών τῆς Θεότητος, ὅθεν δέν φαίνεται τόσον ὑπερβολική ἀγάπη τό νά πάθῃ ὁ Κύριος, διά νά τήν δοξάσῃ αἰώνια. Ἀλλά τί λογῆς ὑπερβολή ἀγάπης εἶναι αὕτη τό νά πάθῃ τόσον ἕνας Υἱός τοῦ Θεοῦ διά νά ἀξιώσῃ μιᾶς αἰωνίου δόξης τό σῶμά μας ὅπου εἶναι μία γῆ καί σποδός; ὅπου εἶναι ἕνα σκεῦος γεμάτον ἀπό δυσωδίαν καί ἀκαθαρσίαν καί μάλιστα ὅπου ἀπεστάτησε τόσαις καί τόσαις φοραῖς ἀπό τό θεῖόν Του θέλημα μέ τάς κακάς του ὀρέξεις; Κατά ἀλήθειαν ἀνίσως καί ἡμεῖς ἠθέλαμεν καταξεσχίσῃ διά τόν Ἰησοῦν Χριστόν μέ χίλια μαρτύρια τό σῶμά μας.ἀνίσως καί ἠθέλαμεν τό καρφώσῃ δι᾽ ἀγάπην Του ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν.ἤ τό ὁλιγώτερον ἀνίσως ἠθέλαμεν τό φυλάξῃ καθαρόν ἀπό κάθε λογῆς ἁμαρτίαν καί μολυσμόν, πάλιν δέν ἦτο ἄξιον τό σῶμά μας νά ἀπολαύσῃ εἰς τόν οὐρανόν ἕνα προνόμιον τόσον ὑψηλόν, ὅπου νά συνδοξασθῇ μέ τό σῶμα τοῦ Λυτρωτοῦ μας «οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. η’ 18).Καί τώρα νά ἀπολαύσῃ αὐτό τό ὑψηλόν προνόμιον τοῦτο τό σῶμα, ὕστερα ἀφ᾽ οὗ ὕβρισε τόν Θεόν διά νά θεραπεύσῃ τόν ἑαυτόν του καί ἀφ᾽ οὗ ἐμολύνθη μέ τόσας ἁμαρτίας μόνον διότι ἐκαθαρίσθη μετρίως μέ τήν μετάνοιαν; Τοῦτο ἐκπλήττει κάθε νοῦν. Τοῦτο κάμνει ἄφωνον κάθε γλῶσσαν.
Ὤ μακάριαι λοιπόν ὅπου εἶναι αἱ ἐλπίδες τῶν Χριστιανῶν, μέ τάς ὁποίας προσμένουν βέβαια νά λάβουν τά σώματά των μίαν τοιαύτην ἀνάστασιν καί δόξαν! Αὐταί αἱ ἐλπίδες τῆς ἀναστάσεως κάμνουσι σήμερον νά χαίρωνται οἱ Προπάτορες καί Προφῆται. Ὁ ἀποκτανθείς Ἄβελ, ὁ ἀπιστούμενος Νῶε, ὁ ἐν τοῖς ξένοις ξενωθείς Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ. Ὁ λεπρωθείς Ἰώβ, ὁ διωχθείς Μωσῆς, ὁ διαβληθείς Ἀαρών, ὁ πολεμῶν Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ, ὁ πεινῶν Δαβίδ, ὁ ἀπογνούς ἑαυτόν Ἠλίας, ὁ περιγελώμενος Ἑλισσαῖος. Ὁ πριονισθείς Ἡσαΐας, ὁ ἐν τῷ λάκκῳ βληθείς Ἱερεμίας. Ὁ ραπισθείς Μιχαίας, ὁ λιθοβολιθείς Ναβουθαί. Αὐταί αἱ ἐλπίδες κάμνουσι νά εὐφραίνωνται οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ μάρτυρες Ἰάκωβος καί Παῦλος οἱ ἀποκεφαλισθέντες.Πέτρος καί Ἀνδρέας οἱ σταυρωθέντες.ὁ ποτήριον φαρμάκου πιών11 καί ἐν ζέοντι ἐλαίῳ βληθείς12 Ἰωάννης ὁ Θεολόγος.Ματθαῖος καί Πολύκαρπος οἱ πυρποληθέντες.οἱ Γεώργιοι, οἱ Δημήτριοι, οἱ Εὐστάθιοι καί πάντες οἱ λοιποί. Αὐταί αἱ ἐλπίδες κάμνουσι σήμερον νά ἀγάλλωνται ὅλοι οἱ Ὅσιοι καί Ἀσκηταί, οἱ ὁποῖοι ἐπλανῶντο ἐν ἐρημίαις καί ὄρεσι καί σπηλαίοις, κακουχούμενοι, θλιβόμενοι καί βασανίζοντες τήν σάρκα των μέ διαφόρους κακοπαθείας καί ὅσον περισσότερον ἐβασανίζοντο, τόσον περισσότερον ἐχαίροντο. Διατί; Διά νά λάβουν ἐνδοξοτέραν ἀνάστασιν: «οὐ προσδεξάμενοι τήν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν» (Ἑβρ. ια’ 35).
Αὐταί, αὐταί αἱ μακάριαι ἐλπίδες τῆς ἀναστάσεώς σου, πρέπει νά κάμνουν καί ἐσένα ἀδελφέ νά χαίρεσαι εἰς τάς θλίψεις σου, νά πλουτίζῃς εἰς τήν πτωχείαν σου, νά παρηγορῆσαι εἰς τάς ἀσθενείας σου καί νά εὐφραίνεσαι εἰς ὅλας τάς δυστυχίας ὅπου σοῦ ἔρχονται. Διότι ὅσον περισσότερον θλιβῇς καί κακοπαθήσῃς ἐδῶ, τόσον ἐνδοξοτέραν ἀνάστασιν ἔχεις νά λάβῃς: «ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν». Ὅθεν ἄν τυφλωθῇς, χαῖρε ὅτι αὐτά τά μάτια ἔχουν νά λαμπρυνθοῦν περισσότερον καί νά θεωροῦν καθαρώτερον τό φῶς τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ἄν κουλλαθῇς χαῖρε, διότι αὐτά τά χέρια ἔχουν νά ἐκτείνωνται μέ περισσοτέραν παρρησίαν εἰς τόν Θεόν. Ἄν κουτσαθῇς χαῖρε, διότι θέλεις χορεύει καλύτερα εἰς τόν Παράδεισον. Ἄν λεπρωθῇ ὅλον σου τό σῶμα χαῖρε, διότι ἔχει νά ἀναστηθῇ ἐνδοξότερον, λαμπρότερον καί ὡραιότερον. Ἄν μετανοῇς καί κλαίῃς διά τάς ἁμαρτίας σου, χαῖρε, διότι μέ τά δάκρυα αὐτά θέλεις πλυθῇ ἀπό κάθε μολυσμόν καί θέλεις ἀναστηθῇ καθαρώτερος. Καί λοιπόν διατί φρίττεις καί τρομάζεις τόσον πολύ τήν μετάνοιαν; Διατί ἀποφεύγεις τόσον κάθε λογῆς πειρασμόν καί θλίψιν ἀντί νά ἐπιθυμῇς νά ἔλθουν καταπάνω σου ὅλαι αἱ τιμωρίαι διά νά δοκιμασθῇς τώρα εἰς αὐτά, ὡσάν τό χρυσάφι καί νά ἀναστηθῇς λαμπρότερος;
Καί τί νομίζεις; Ἕνας ἀναμάρτητος Ἰησοῦς, ἦτον ἀνάγκη νά πάθη τόσα βάσανα, διά νά ἔμβῃ εἰς τήν δόξαν, ἥτις ἦτο χρεωστουμένη εἰς τό θεῖόν Του σῶμα, διά πολλά αἴτια. «Οὐχί ταῦτα ἔδει παθεῖν τον Χριστόν καί εἰσελθεῖν εἰς τήν δόξαν αὑτοῦ;» (Λουκ. κδ’ 26), καί ἐσύ θέλεις νά μή πάθῃς τίποτε καί νά ἔμβῃς εἰς τήν αὐτήν δόξαν, ἀφ᾽ οὗ ἔγινες ἀνάξιος διά αὐτήν τόσαις φοραῖς ὅσαις ἥμαρτες; Ἔβγαλε ἀπό τόν νοῦν σου αὐτήν τήν πλάνην ἀνάμεσα εἰς ὅλον τό πλῆθος τῶν δικαίων, ὅπου ὁ θεολόγος Ἰωάννης εἰς τήν Ἀποκάλυψίν του, κανένας δέν ἠδυνήθη νά ἀπολαύσῃ τόσην εὐδαιμονίαν μέ ἄλλο πάρεξ μέ μίαν μεγάλην θλίψιν: «οὗτοί εἰσιν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης» (Ἀποκ. θ’ 14), καί ἐσύ θέλεις νά γίνῃ διά λόγου σου μία καινούργια πόρτα εἰς τόν Παράδεισον διά νά περάσῃς ἀκόπως νά χαίρεσαι μέ τήν ψυχήν καί μέ τό κορμί ὅλας τάς τρυφάς τοῦ οὐρανοῦ, ἀφ᾽ οὗ ἐθεράπευσες τάς αἰσθήσεις σου μέ ὅλας τάς τρυφάς τῆς γῆς; Ἀνόητος ὅπου εἶσαι. Ἕνας Παῦλος ἔχαιρε νά συγκοινωνῇ εἰς τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ μέ τά βάσανα καί νά συμμορφώνεται μέ τόν θάνατόν Του, διά νά ἀπολαύσῃ τήν μέλλουσαν δόξαν τῆς ἀναστάσεως: «εὑρεθῶ ἐν αὐτῷ ἔχων τήν κοινωνίαν τῶν παθημάτων αὐτοῦ, συμμορφούμενος αὐτοῦ ἐν τῷ θανάτῳ, εἴπως καταντήσω εἰς τήν ἐξανάστασιν τῶν νεκρῶν» (Φιλιππ. γ’ 10), καί ἐσύ θέλεις νά ἀπολαύσῃς αὐτήν τήν δόξαν τῆς ἀναστάσεως τρώγωντας καί πίνωντας καί μή θέλωντας νά δοκιμάσῃς καμμίαν θλίψιν καί βάσανον; Πεπλανημένος ὅπου εἶσαι ἀπό τόν κόσμον καί ἀπό τόν διάβολον. Ἤξευρε γάρ, ὅτι καθώς ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλοῦς ἐκ ψυχῆς καί σώματος, ἔτσι καί ἡ ἀνάστασις εἶναι διπλή, πρώτη καί δευτέρα. Ἡ πρώτη εἶναι τῆς ψυχῆς, τήν ὁποίαν ἐνεργεῖ εἰς αὐτήν ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, διά μέσου τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς καθάρσεως τῶν ψυχικῶν παθῶν καί τῶν σωματικῶν, περί τῆς ὁποίας ἀναστάσεως γέγραπται ἐν τῇ Ἀποκαλύψει: «Αὕτη ἡ ἀνάστασις ἡ πρώτη» (Ἀποκ. κ’ 5). Ἡ δευτέρα ἀνάστασις εἶναι τοῦ σώματος, ἥτις μέλλει νά γίνῃ ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ κόσμου. Καί ὅποιος ἀξιωθῇ ἀπ᾽ ἐδῶ νά ἀναστηθῇ κατά τήν ψυχήν, οὗτος δέν θέλει δοκιμάσει τόν δεύτερον θάνατον, ὅπου εἶναι ἡ κόλασις, ἀλλά θέλει ἀναστηθῇ μέ τό σῶμα, διά νά ζήσῃ καί νά συμβασιλεύσῃ αἰωνίως μέ τόν Χριστόν, κατά τήν αὐτήν Ἀποκάλυψιν: «μακάριος καί ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτη.ἐπί τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν» (Ἀποκ. κ’ 6).
Ὅποιος δέ ἀπ᾽ ἐδῶ δέν ἀναστηθῇ κατά τήν ψυχήν, αὐτός κινδυνεύει, ὄχι νά δοξασθῇ μέ τήν ἀνάστασιν τοῦ σώματος, ἀλλά νά κολασθῇ μέ τό σῶμα, καί μέ τήν ψυχήν. Λέγει γάρ ὁ μέγας Γρηγόριος, ὁ τῆς Θεσσαλονίκης, ὅτι καθώς ὁ ἀληθινός θάνατος, ἤτοι ἡ ἁμαρτία, ὁ αἴτιος τοῦ πρώτου καί δευτέρου καί προσκαίρου καί παντοτεινοῦ θανάτου τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ἄρχισε μέσα εἰς τόν τόπον τῆς ζωῆς, ἤτοι εἰς τόν Παράδεισον, ἔτσι καί ἡ ἀληθινή ζωή, ἤτοι ἡ ἀρετή καί ἡ μετά Θεόν ἕνωσις, πρέπει διά νά ἀρχίσῃ ἀπό τόν τόπον τοῦ θανάτου, ἤτοι ἀπό τήν παροῦσαν ζωήν. Καί ὅποιος αὐτήν τήν ζωήν δέν σπουδάσῃ νά ἀποκτήσῃ ἀπ᾽ ἐδῶ, οὗτος ἄς μή ἀπατᾷ τόν ἑαυτόν του μέ ἐλπίδες εὔκεραις, ὅτι θέλει τήν λάβῃ ἐκεῖ: «ὥστε καί ἡ ὄντως ζωή ἡ καί ψυχῇ καί σώματι πρόξενος τῆς ἀθανάτου καί ὄντως ζωῆς, ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ τοῦ θανάτου ἕξει τήν ἀρχήν καί ὁ μή σπεύδων κτήσασθαι αὐτήν κατά ψυχήν ἐνταῦθα, μή κεναῖς ἐλπίσιν ἀπατάτω ἑαυτόν, ὡς λήψεται αὐτήν ἐκεῖ» (Λόγος εἰς τήν Ξένην). Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, διά τήν ἀγνωσίαν ὅπου εἶχες τούτων τῶν ἀληθειῶν καί διότι ἐνόμισες πώς ἔχεις νά ἀπολαύσῃς τήν μέλλουσαν δόξαν τῆς ἀναστάσεως, χωρίς θλίψεις καί βάσανα. Ὅθεν μή ἀφίσῃς τόν ἑαυτόν σου νά πλανηθῇ πλέον. Κάμε ἀπόφασιν ἀπό τώρα καί ἐμπρός νά παθαίνῃς μέν θεληματικῶς κάθε κόπον ἀρετῆς.νά ὑπομένῃς δέ εὐχαρίστως κάθε ἀκούσιον πειρασμόν, διά τήν ἐλπίδα τῆς μελλούσης ἀναστάσεως ὅπου σέ προσμένει. Καθώς καί ὁ γεωργός διά τήν ἐλπίδα τῶν καρπῶν ὑπομένει κόπους, χιόνας, βροχάς, χειμῶνας καί θέρη καί ὁ πραγματευτής διά τό κέρδος τρέχει ἐπάνω καί κάτω διά ξηρᾶς καί διά θαλάσσης. Καί ὁ στρατιώτης διά τήν ἐλπίδα τῆς νίκης δέν συλλογίζεται τελείως τόν πόλεμον, καί ὁ ἀσθενής διά τήν ἐλπίδα τῆς ὑγείας πίνει μετά χαρᾶς τά πικρά ἰατρικά. Καί ἐπειδή ὁ Κύριος εἶναι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή: «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή.ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κᾄν ἀποθάνῃ ζήσεται» ι(Ἰω. ια’ 25), διά τοῦτο παρακάλεσαί Τον νά ἐντυπώσῃ μέσα εἰς τήν καρδίαν σου τοῦτον τόν λογισμόν: «ἐγώ ἔχω βέβαια νά ἀναστηθῶ καί συνδοξασθῶ, μέ τόν Ἰησοῦν», λοιπόν πρέπει νά ἑτοιμάζωμαι, ἵνα μέ τοῦτον τόν λογισμόν καί τήν ἐλπίδα καθαρίζῃς τάς αἰσθήσεις καί ὅλα τά μέλη σου ἀπό κάθε λογῆς μολυσμόν καί ἁμαρτίαν, καθώς εἶναι γεγραμμένον: «πᾶς ὁ ἔχων τήν ἐλπίδα ταύτην ἐπ᾽ αὐτῷ, ἁγνίζει ἑαυτόν, καθώς ἐκεῖνος ἁγνός ἐστι» (Α’ Ἰω. γ’ 3). Καί οὕτω ποιῶν νά ἑτοιμασθῇς ἀπ᾽ ἐδῶ μέ μίαν ζωήν καθαράν, ἁγίαν καί ἀξίαν διά νά λάβῃς ἐμπράκτως τέτοιαις ἐξαίρεταις ἐπαγγελίαις εἰς τόν καιρόν ἐκεῖνον.ἤγουν διά νά ἀναστηθῇς, ὄχι εἰς ἀνάστασιν κρίσεως, καθώς ἔχουν νά ἀναστηθοῦν οἱ ἁμαρτωλοί, ἀλλά εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, καθώς ἔχουν νά ἀναστηθοῦν οἱ δίκαιοι: «καί ἐκπορεύσονται οἱ τά ἀγαθά ποιήσαντες, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δέ τά φαῦλα πράξαντες, εἰς ἀνάστασιν κρίσεως».(Ἰω. ε’ 29).

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΛΑΛΙΑΣ

…Καταλαλιά σημαίνει, γέννημα του μίσους, ασθένεια λεπτή, αλλά και πάγια.
Σημαίνει υπόκρισης αγάπης, αιτία της ακαθαρσίας, αιτία του βάρους της καρδιάς, εξαφανίσει της αγνότητας.
Είδα άνθρωπο που φανερά αμάρτησε αλλά μυστικά μετανόησε. Και αυτόν που εγώ τον κατέκρινα ως ανήθικο, ο Θεός τον θεώρησε αγνό, γιατί με την μετάνοια του Τον είχε πλήρως εξευμενίσει.
Η κρίσης είναι αναιδής αρπαγή του δικαιώματος του Θεού, ενώ η κατάκριση όλεθρος της ψυχής αυτού ο οποίος κατακρίνει.
Ο καλός «ραγολόγος» τρώει τις ώριμες ρώγες των σταφυλιών και δεν πειράζει καθόλου τις άγουρες. Παρόμοια ο καλόγνωμος και συνετός άνθρωπος, όσες αρετές βλέπει στους άλλους τις σημειώνει με επιμέλεια, ενώ ο ανόητος αναζητεί τα ελαττώματα και τις κατηγορίες…

Ο ΑΛΗΘΙΝΑ ΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ο ΑΛΗΘΙΝΑ ΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ο αληθινά λογικός άνθρωπος ένα μόνο ζήλο έχει: να πείθεται και να αρέσει στο Θεό των όλων.
Σ' αυτό και μόνον πρέπει να εκπαιδεύει την ψυχή του, ώστε ν' αρέσει στο Θεό, ευχαριστώντας για την τόσο μεγάλη Του πρόνοια και ρύθμιση των όλων, οτιδήποτε κι' αν του τύχη στη ζωή του.
Γιατί είναι άτοπο, τους μεν Ιατρούς, που μας δίδουν και πικρά και δυσάρεστα φάρμακα, να τους ευχαριστούμε για την υγεία του σώματός μας, προς τον Θεόν δε να είμαστε αχάριστοι, για τα πράγματα που μας φαίνονται δυσάρεστα και δύσκολα και να μην ξέρομαι ότι όλα γίνονται όπως πρέπει και προς το συμφέρον μας κατά την Πρόνοιά Του.Η γνώσης (του θελήματος του Θεού) και η πίστη στο Θεό, είναι η σωτηρία και η τελειότης της ψυχής.

Αγίου Αντωνίου

ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ


ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ


Aς μήν κυριευόμαστε λοιπόν ἀπό ἐκεῖνο τό φόβο πού ἔχει σχέση μέ τά πράγματα καί τίς καταστάσεις τοῦ μάταιου αὐτοῦ κόσμου. Νά μήν φοβόμαστε δηλαδή ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει φόβος (Α'Ιωάν. 4, 18). Γιατί ποιός ἀνθρώπινος φόβος μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τό θεῖο φόβο; Καί ποιά φθαρτή ἀνθρώπινη δόξα μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τήν μεγαλωσύνη, τήν ἀνέκφραστη δύναμη καί τήν ἄφθαρτη δόξα τοῦ Θεοῦ;
Ἐπειδή ὅμως μᾶς παρασύρουν τά γήινα πράγματα, δέν μποροῦμε, μέ τή δύναμη τῆς πίστης καί τό φωτισμό τῆς γνώσης, νά προσηλώσουμε τό νοῦ μας στά ἀόρατα. Ἄν λοιπόν, ἔστω καί μόνο ἀπό τή θέα τῶν ὁρατῶν πραγμάτων ὁδηγούμαστε στήν κατανόηση τῆς ἀνέκφραστης δύναμης τοῦ ἄφθαρτου Θεοῦ, ἄς σταθοῦμε ἐνώπιόν Του μέ δέος καί ἄπειρο σεβασμό.
Ἄν κάποιος θελήσει νά μετακινήσει ἕνα βράχο, ἔστω κι ἄν ὁ ἴδιος εἶναι βασιλιάς, δέν θά μπορέσει νά τό κάνει μέ ἄλλον τρόπο, παρά μονάχα ἄν χρησιμοποιήσει διάφορους μοχλούς καί σχοινιά. Ὁ Θεός ὅμως μπορεῖ νά κάνει τή γῆ νά τρέμει καί μόνο μέ τό βλέμμα Του (πρβλ.Ψαλμ. 103, 32). Δέν ἀπορεῖ ὁ νοῦς σου; Τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ καί μόνο νά κάνει τά βουνά νά τρέμουν κι ἄλλα βαριά πράγματα νά σαλεύουν! 'Εκεῖνος θέλει καί εὐδοκεῖ καί στηρίζει τά σύμπαντα μέ τό λόγο Του! Δέν σέ ἐντυπωσιάζει πάνω ἀπ' ὅλα ἡ λάμψη τῆς ἀστραπῆς καί ὁ ἦχος τῆς βροντῆς; Αὐτά εἶναι τόσο ἐκπληκτικά ὥστε ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι ζαρώνουν ἀπό τό φόβο τους, ἀλλά καί τά θηρία καί τά κτήνη καί τά ὄρνεα καί τά ὑδρόβια πουλιά. Ὅσα ὅμως κι ἄν ποῦμε, δέν θά καταφέρουμε νά παρουσιάσουμε τό μέγεθος αὐτοῦ τοῦ θέματος.
Ἄς γονατίσουμε λοιπόν ἐνώπιόν Του κι ἄς κλάψουμε (πρβλ.Ψαλ. 94,6) μπροστά στήν ἀγαθότητά Του, μιλώντας ἀπ' τήν καρδιά μας καί λέγοντας:''Ἐσύ Κύριε, εἶσαι ὁ Θεός μας καί κανένας ἄλλος. 'Ενώπιόν Σου ἁμαρτήσαμε κι ἐνώπιόν Σου τώρα προσπίπτουμε. Ἄν Σύ θελήσεις, νά μᾶς σώσεις Κύριε, κανένας δέν μπορεῖ ν' ἀναχαιτίσει τούτη τήν ἀπόφασή Σου καί νά Σέ δυσκολέψει''.
Ὁ Κύριος εἶναι εὔσπλαχνος καί ἀγαθός. Κι ἄν ἀκόμα ἐμεῖς παρασυρθήκαμε καί ἁμαρτήσαμε ἀπό ἀπερισκεψία, ἄς φροντίσουμε νά θεραπευθοῦμε μέ τή μετάνοια. Ἄν πάλι, ὡς ἄνθρωποι παρασυρθήκαμε ἀπό κάποιο πάθος, ἄς μήν ἀπελπιστοῦμε ἐντελῶς, ἀλλά γνωρίζοντας Ποιός Θεός μᾶς ἔχει προσκαλέσει καί ἔχοντας συναίσθηση τῆς κλήσης μας, ἄς ἀκούσουμε ἐκεῖνον πού λέει: ’’Μετανοεῖτε, γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν''(Ματθ. 4, 17).
Δέν ὅρισε τή μετάνοια σάν φάρμακο γιά κάποια μονάχα ἁμαρτήματα, ἀποκλείοντας κάποια ἄλλα. Γιά κάθε εἴδους τραῦμα τῆς ἁμαρτίας, γιά κάθε ἁμάρτημα πνευματικό, ὁ Μεγάλος Γιατρός τῶν ψυχῶν μας, μᾶς τήν ἔχει, σάν φάρμακο χαρίσει.
Ἄς ξεριζώσουμε λοιπόν τίς κακές συνήθειες τῆς ψυχῆς μας. Ἀντί γιά τούς καυστῆρες ἄς μεταχειριστοῦμε τό φόβο τοῦ Θεοῦ, μέ τόν ὁποῖο θά μπορέσουμε νά ἀντικρούσουμε ὅλες τίς ἄστοχες ἐπιθυμίες πού φέρουν μέσα τους τά ἀγκάθια τῆς ἁμαρτίας. Ἄς ἀντιταχθοῦμε μέ τό συνετό λογισμό, σέ αὐτά πού μᾶς ὑπαγορεύουν οἱ φιλήδονοι λογισμοί, γιατί εἶναι γραμμένο: ''Νά γίνεσθε ἅγιοι, γιατί ἐγώ εἶμαι ἅγιος'' (Α' Πέτρ. α' 16).
Ἔτσι, μέ τή Χάρη τοῦ Σωτῆρα μας Θεοῦ, θά ἐπιτύχουμε τήν ἄφθαρτη ζωή.
Ὁ Κύριος γιά τήν ἐπιστροφή καί τήν εἰλικρινή μετάνοιά μας θά συγχωρέσει καί θά παραγράψει τίς ἁμαρτίες μας, γιατί εἶναι ἐλεήμων καί εὔσπλαχνος.
Κι ἄν κάποιος ἀπό ἐκείνους, πού ἔχουν τήν ἐντύπωση πώς ἔχουν κοπιάσει περισσότερο στήν ἄσκηση καί τήν ἀρετή, γογγύσει, γιά τή μεγάλη εὔσπλαχνία τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ, -ἐπειδή τάχα ἐνῶ μπήκαμε στή δουλειά πολύ ἀργά, μᾶς πληρώνει τό ἴδιο μέ τούς πρώτους- θά δώσει γιά μᾶς ἀπολογία ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος καί Δημιουργός καί θά πεῖ:''Φίλε, δέν σέ ἀδικῶ. Δέν ἔχεις μαζί μου συμφωνήσει νά ἐργαστεῖς γιά ἕνα δηνάριο; Πάρε ὅ,τι ἔχουμε συμφωνήσει καί πήγαινε στό καλό. Ἐγώ θέλω νά δώσω σέ τοῦτον πού ἦρθε τελευταῖος στή δουλειά, ὅ,τι ἀκριβῶς ἔδωσα καί σέ σένα τόν πρῶτο''(Ματθ. 20, 1314).
Ὁ Θεός εἶναι 'Εκεῖνος πού κρίνει καί δικαιώνει. Ποιός μπορεῖ νά βγεῖ μπροστά Του καί νά μᾶς καταδικάσει(Ρωμ. 8, 34);
Σ' Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

ΔΙΗΓΗΣΗ ΠΟΛΥ ΩΦΕΛΙΜΗ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ


Διηγήθηκε ένας από τους Αγίους Πατέρες την ακόλουθη ιστορία που άκουσε στην έρημο της Θηβαϊδας. Συνέβηκε κάποτε και πέρασε από την έρημο ένας μεγάλος πνευματικός και στην αρετή περιβόητος. Τότε πολλοί από τους Πατέρες έτρεχαν και εξομολογούντο σ’αυτόν, μεταξύ τους δε πήγε και ένας απλός και άκακος άνθρωπος βοσκός στο επάγγελμα, που δεν ήξερε τι θα πει αμαρτία μόνη του δε επιθυμία ήταν πως να κερδίσει το παράδεισο. Ο πνευματικός τότε του είπε να κρατεί τον ίσιο δρόμο και θα φθάσει στο παράδεισο. Άκακος όπως ήταν ερμήνευσε κατά γράμμα τα λόγια του πνευματικού και περπατώντας τρεις μέρες έφτασε σ’ένα μοναστήρι και στον ηγούμενο τον πόθο του. Από τα λόγια του ο ηγούμενος εννόησε την απλότητα και ακεραιότητα του, τον δέχτηκε στο μοναστήρι και αφού τον έκαμε μοναχό τον έβαλε να «φιλοκαλή» την Εκκλησίαν, δηλαδή τον έκαμε νεωκόρο.
Μια μέρα όταν τον επεσκέφτηκε ο Ηγούμενος και τον νουθετούσε τα αναγκαία για τη σωτηρία του, πήρε και αυτός θάρρος και τον ρώτησε ποιός είναι αυτός που είναι κρεμμασμένος πάνω από το εικονοστάσιο και είναι συνέχεια νηστικός και διψασμένος, μη γνωρίζωντας ότι είναι ο Δεσπότης Χριστός. Αστεϊζόμενος τότε ο Ηγούμενος του είπε πως αυτός ήταν νεωκόρος πρωτύτερα και επειδή αμελούσε το «διακόνημα» του (υπηρεσία) τον ετιμώρησε να κρέμμεται επάνω στο σταυρό. Ο απλός τότε δεν είπε τίποτε, το βράδυ όμως σαν πήρε το φαγητό του, αφού έκλεισε της Εκκλησίας άρχισε να παρακαλεί τον κρεμασμένο να κατεβή να φάνε μαζί. Έβαζε μάλιστα μάρτυρα τον Θεό πως αν δεν κατέβει ούτε αυτός τρώει. Τότε ο πράος και ταπεινός Κύριος αυτός που κάθεται στις καρδιές των πραέων του απάντησε πως φοβάται να κατέβει μήπως το μάθει ο Ηγούμενος και τον τιμωρήσει. Ο απλός όμως και πάλι επέμενε και τότε του φάνηκε πως κατέβηκε και έτρωγαν και συνομιλούσαν μαζί. Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ (ω της πολλής σου φιλανθρωπίας Χριστέ) και ενώ οι άλλοι μοναχοί άκουαν ομιλίες στο ναό, όταν έμπαιναν μέσα έβλεπαν μόνο τον απλό που τους βεβαίωνε πως ήταν μόνος. Τότε έβαλαν ένα μοναχό πολύ αγαπητό στο νεωκόρο ο οποίος κατώρθωσε και έμαθε από τον απλό πως κάθε βράδυ κατεβαίνει ο φαινόμενος κατάδικος και συντρώγουν και του υπόσχεται πως γι’αυτο του το δείπνο, θα τον φιλεύση πλουσιοπάροχα στο σπίτι του πατέρα του. Όταν έμαθε ο ηγούμενός αυτά, κάλεσε τον απλό και αφού τον έπεισε να του πει αυτά που συμβαίνουν , τότε του είπε το επόμενο βράδυ να παρακαλέσει τον φαινόμενο και για τον ηγούμενο και να τον φιλεύση και αυτον στο σπίτι του πατέρα του. Πράγματι ο απλός παρακάλεσε το επόμενο βράδυ για τον ηγούμενο αλλα πήρε απάντηση πως αυτό δεν γίνεται και έτσι να μην τον ενοχλεί γιατί ο ηγούμενος δεν είναι άξιος ούτε για τα ψίχουλα που πέφτουν απ’εκείνο το τραπέζι. Σαν άκουσε το πρωί ο ηγούμενος την απόφαση λυπήθηκε άμετρα, ελπίζοντας όμως στο έλεος και τη φιλανθρωπία του Θεού με κλάματα παρακαλούσε τον απλό να επιμένει και να βιάζει τον αβίαστο να τον δεχθεί και αυτόν στο ουράνιο τραπέζι. Ο απλός συνέχισε να παρακαλεί το επόμενο βράδυ το Δεσπότη Χριστό αλλά ο Κύριος του είπε να μην επιμένει γιατί δεν γίνεται. Τότε η άπλαστη εκείνη ψυχή αποκρίνεται και του λέγει: «καλώς λέγεις ότι δεν είναι άξιος ο Ηγούμενος δια την άνωθεν τράπεζα× αλλά δια το ψωμί όπου μας έθρεφε τόσας ημέρας, όπου αν έλειπεν θα απεθάναμεν από την πείναν, καν δια ταύτην την καλωσύνην του δεν τον δέχεσαι;» Και ο Δεσπότης Χριστός «ας είναι είπε δια την αγάπη σου, και μόνον δια να μη σε λυπήσω, επειδή και τόσην αγάπη και φροντίδα έχεις και μεριμνάς πολύ δια τον πλησίον σου, ειπέ του λοιπόν να διορθωθή καλώς και μετά οκτω ημέρας να έλθητε αμφότεροι εις την ητοιμασμένη χαράν.»
Αφού έμαθε αυτά ο Ηγούμενος χάρηκε, έκαμε την πρέπουσα μετάνοια και αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, αρρώστησε λίγο και παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό μετά από οκτώ μέρες. Ο δε απλός εκεί που συνομιλούσε κατά τη συνήθεια με τον αγαπημένο του Δεσπότη πέταξε η μακαρία του ψυχή και μετέβησαν και οι δύο σ’εκείνη την ευτυχισμένη και ατελεύτητη ζωή, την οποία είθε και εμείς «χάριτι Θεού» να απολαύσουμε. Αμήν.

Αντιμετώπιση των πειρασμών

Γέροντος Εφραίμ Αγιορείτου
Αντιμετώπιση των πειρασμών

Πατέρες μου,Κάθε άνθρωπος, κάθε Χριστιανός Ορθόδοξος προσέρχεται στον Θεό και Τον πλησιάζει, αφού πρώτα δοκιμαστή δια «πυρός και ύδατος». Εάν δεν πέραση ό Χριστιανός από καμίνι, στην αναψυχή δεν έρχεται. Γι' αυτό ό καλός Θεός, ό οποίος «ετάζει καρδίας και νεφρούς» (Ψαλμ. 7, 9) γνωρίζει πολύ καλά τι κρύβει ό καθένας μας μέσα στο βάθος της καρδιάς του από πλευράς εμπάθειας, από πλευράς χαρισμάτων και προθέσεων και ανάλογα επεμβαίνει, συνήθως με πικρά φάρμακα πολλές φορές και με σταύρωση πραγματική, προκειμένου να μας ανόρθωση ψυχικά, να μας κάνη ψυχικά υγιείς και άξίους, για να περάσουμε εύκολα τα τελώνια και να φθάσουμε στον Θρόνο της Χάριτος. Σαν καλός Πατέρας, για να δώσει την πραγματική υιοθεσία στο παιδί Του και να γίνει κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος Χριστού, θα το πέραση από το καμίνι της σκληράς δοκιμής. Άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, όλοι θα περάσουν από δοκιμασία, ανάλογα με την κρίση του Θεού.Ξεσηκώνει ό Θεός έναν πόλεμο και δη σε μας τους μοναχούς. Επιτρέπει στον δαίμονα και μας βάζει στη μάχη, αλλά δεν μας αφήνει χωρίς Χάρι. Συγχρόνως έρχεται και συμπαραστέκεται αοράτος και δυναμώνει την ψυχή, φωτίζει τον άνθρωπο, του διδάσκει τον πόλεμο κι έτσι δίνει τη μάχη. Εκεί ή θα στεφανωθεί ή θα ηττηθεί.Ό υπ' αριθμόν «ένα» πόλεμος είναι ό σαρκικός. Αρχίζει από την νεότητα. Επιτρέπει στον δαίμονα της πορνείας, να πολεμήσει τον άνθρωπο με πόλεμο, που ενδεχομένως έξω στον κόσμο του ήταν άγνωστος, δηλαδή μπορεί έξω να ήταν ή ζωή του καθαρή, να μην έμπλεξε με την αμαρτία και να ήταν σε ομαλή κατάσταση. Ήξερε ό Θεός ότι έξω στον κόσμο, εάν επέτρεπε στον δαίμονα αυτόν να τον πειράξει, δεν επρόκειτο να τα βγάλει πέρα ό άνθρωπος. Τον φωτίζει, του δίνει την προκαταρκτική χάρι, του δίνει τον ενθουσιασμό, του δίνει την θέληση, την δύναμη, αποτάσσεται τον κόσμο και έρχεται εδώ. Μπαίνει στο πεδίον της μάχης και κατόπιν εξαπολύει τον δαίμονα της πορνείας. Του λέει: «Πολέμησε τώρα». Και έρχεται ό μοναχός και λέει: «Πώς εγώ δεν είχα αυτόν τον πόλεμο; Πώς θα απαλλαγώ τώρα;». Ή του δίνει άλλου είδους πόλεμο και νοιώθει ότι έγινε χειρότερος εδώ, που είναι στο Μοναστήρι, ενώ στον κόσμο δεν είχε πόλεμο, δεν είχε τόσους πειρασμούς. Του λέει ό λογισμός ότι ήταν καλύτερα εκεί παρά εδώ. Κι όμως δεν είναι έτσι. Εδώ εξαπέλυσε τον δαίμονα, εδώ τον άφησε ελεύθερο να σε πολεμήσει. Γιατί; Για να ανάδειξη μάρτυρα, αγωνιστή και δικαιωματικά να πάρεις το στεφάνι. Γι' αυτό λέγεται ότι, αν ήξεραν οί άνθρωποι ότι ο μοναχός έχει πολλούς πειρασμούς, δεν θα γινόντουσαν μοναχοί. Άλλα και τανάπαλιν, εάν ήξεραν την δόξα των μοναχών στον άλλο κόσμο, όλοι τους θα γινόντουσαν μοναχοί.Κατά τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο ό Θεός δεν θέλει για την άλλη ζωή «βόδια», άμυαλους, απείραχτους, άσοφους, αλλά σοφούς όχι σοφούς κατά την κοσμική έννοια, αλλά σοφούς στον πόλεμο κατά του δαίμονος, κατά του κόσμου και κατά του εαυτού τους. Ό άνθρωπος πρέπει να γίνει αγωνιστής και πάνω σ' αυτόν τον πόλεμο τον περίπλοκο γίνεται σοφός και πτυχιούχος πλέον της κατά Θεόν σοφίας, διότι μαθαίνει την τέχνη των τεχνών και την επιστήμη των επιστημών. Έτσι ανεβαίνει και γίνεται κληρονόμος. Ποίας βασιλείας; Όχι επιγείου, όχι φθειρόμενης αλλά της αιωνίου άφθαρτου Βασιλείας.Βλέπεις απλούς ανθρώπους, και κατά τα χρόνια των Πατέρων, που δεν έβγαζαν πανεπιστήμια και σχολές ό Μέγας Αντώνιος, που δεν ήξερε να διάβαση, ήταν ό ταλαντούχος και πτυχιούχος πνευματικός και πήρε την πρώτη θέση μεταξύ των ασκητών, γιατί έγινε κατά Θεόν σοφός. Για να γίνουμε, λοιπόν, πτυχιούχοι του Θεού, πρέπει να δώσουμε ποικίλες μάχες, να πάρουμε πολλά μαθήματα. Όπως τα παιδιά στο σχολείο έχουν πολλά μαθήματα και μαθηματικά και χημεία και φυσική κ.ά., και σε όλα πρέπει να δώσουν την μάχη των εξετάσεων, για να περάσουν, έτσι κι εμείς δίνουμε εξετάσεις ό καθένας μας εις το πώς θα πάρει το πτυχίο και τον καλό βαθμό.Εμείς οι μοναχοί δεν θέλουμε φιλοσοφίες κοσμικές, δεν θέλουμε διδάγματα. Θέλουμε σαν μοναχοί να γνωρίσουμε τον πόλεμο που έχουμε να κάνουμε. Το θέμα είναι πώς θα πολεμήσουμε τους λογισμούς, την φαντασία, τις εικόνες και πώς θα τηρήσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα το Ιερόν Εύαγγέλιον. Ερχόμαστε εδώ. Ή σάρκα έχει την ανάγκη της τροφής, την ανάγκη του ύπνου, την ανάγκη του ενδύματος.Κοντά σ' αυτά έχει και την φυσική περίπτωση της αυξήσεως του ανθρωπίνου γένους, όπως την έχουν και όλα τα ζώα «Αυξάνεστε και πληθύνεσθε», λέγει ή Γραφή. Έτσι ξεσηκώνεται ή φύσις και ζητεί τα εαυτής, ζητά τα δικά της, την ικανοποίηση της. Ό πόλεμος είναι φυσικός. Είναι σπαρμένος μέσα στην φύση το πάθος. Έρχεται κι ό δαίμονας από την άλλη και σκληρύνει το πράγμα. Και μπαίνει τιμονιέρης στην σκέψη, στην φαντασία, μας φέρνει εικόνες, εξωθεί την κατάσταση, μας στριμώχνει. τι πρέπει να κάνουμε εδώ; Ή καρδιά πρέπει να καθαριστή. Μας διδάσκει ό Χριστός, μας διδάσκουν και οί Πατέρες «Εκ της καρδίας εξέρχονται οι πονηροί διαλογισμοί» (Ματθ. 15, 19). Εκ της καρδίας, λέει, ξεπηδούν όλα τα άσχημα. Ή καρδιά μας είναι γεμάτη από ρίζες, ακανθώδη ριζίδια, λέγει ό Άββάς Ποιμήν' «Και ό θέλων άνασπάσαι αυτά τα ακανθώδη ριζίδια, αιμορραγεί και πονεί». Αν δεν αιμορραγήσει κι αν δεν πόνεση σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων, ό άνθρωπος δεν θεραπεύεται.Παίρνει την τσιμπίδα ό γιατρός, ό Θεός, τρόπον τινά, και τραβάει τίς ρίζες αυτές μία - μία. Κι όταν τίς ξεριζώνει, ή καρδιά νοιώθει πόνο και χύνει αίμα. Και αυτός, ό οποίος θα κάνη υπομονή σ' αυτόν τον πόνο, σ' αυτήν την επέμβαση του Θεού, μία μέρα θα γίνει υγιής. Ή καρδιά του έτσι, με την προσπάθεια την ανθρωπινή και με την βοήθεια της χάριτος, δεν θα επιθυμεί αυτά τα πράγματα, τα βρώμικα και τα άσχημα. Από τη στιγμή όμως που δεν θα δεχθεί αυτήν την ιατρική επέμβαση, που θα αντίδραση στον πόνο και στο ξερίζωμα των ριζών αυτών και δεν θα κάνη την ανάλογη υπομονή, στην καθηλώσει, εκεί στην ιατρική επέμβαση, θα μείνει εμπαθής.Ποιος μπορεί να καυχηθεί, κατά τους Πατέρες, ότι τήρησε την καρδιά του αμόλυντη; Κανείς! Ό Μέγας Βασίλειος έλεγε: «Γυναίκα ουκ έγνων και παρθένος ουκ ειμί». Εννοούσε βέβαια τον πόλεμο της σαρκός, τον ενήδονο πόλεμο της φαντασίας, τους ενυπνιασμούς κ.λ.π. Όλα αυτά είναι μία αισθήσεις σαρκική στην καρδιά, οπότε ή καρδιά, άσχετα εάν δεν γνώριζε τι θα πει «έτερον φύλον», δεν ήταν παρθενική.Έτσι από τη μία πλευρά αγωνιζόμεθα εναντίον των κακών φαντασιών, μαχόμενοι να τις σβήσουμε, γιατί αυτές γεννούν τους βρώμικους λογισμούς. Από την άλλη πλευρά με την νηστεία κατά δύναμιν και την εγκράτεια, τις μετάνοιες, τον κανόνα, τον μόχθο και τον κόπο επάνω στη δουλειά και την αγρυπνία, δείχνουμε την προαίρεση μας ενώπιον του Θεού, ότι θέλουμε να καθαρισθούμε, να αγνιστούμε και να γίνουμε άγιοι. Όχι, ότι οί προσπάθειες αυτές θα φέρουν το αποτέλεσμα της αγιότητας, αλλά με όλα αυτά συμβάλλουμε στο έργο της καθάρσεώς μας μετά του Θεού. «Συνεργοί Θεού έσμεν» (1 Κόρινθο. 3, 9). Συνεργαζόμεθα μετά του Θεού στην κάθαρση της καρδίας μας.Όταν ή καρδιά μας είναι βρώμικη, βρώμικα θα είναι και τα έργα μας και τα μάτια μας και οί σκέψεις μας και οί κινήσεις μας και τα πάντα. Όλα τα μέλη μας έχουν την αφετηρία τους στην καρδιά. Ανάλογα με ότι έχει ή καρδιά μέσα της, το εξωτερικεύει δια των μελών. Γι' αυτό έχουμε τους ενυπνιασμούς, που έρχεται ό διάβολος και πιάνει δουλειά. Μας φέρνει φαντασίες καθ' ύπνο, ώστε ξυπνώντας, να μας τίς παρουσίαση στην μνήμη, για να μας προκαλέσει και την ημέρα τον πόλεμο. Εμείς τι πρέπει να κάνουμε εδώ; Να αδιαφορήσουμε για την περίπτωση του ενυπνιασμού, ως τίποτε, με την πρόνοια να μην ενθυμούμεθα το τι μας παρουσίασε εκεί με όλη την ελευθερία της βρωμιάς του δαίμονος και να πούμε στον εαυτό μας: «Τελείωσε, είναι ή φυσική πορεία του θέματος». Να αγωνιζώμεθα ανάλογα σ' αυτήν την περίπτωση των φαντασιών. Μας έρχονται εικόνες; Με ένα σφουγγάρι να τίς σβήνουμε. Ξαναέρχονται τολμηρά; Ξανά σβήσιμο. Άφ' ης στιγμής όμως δεν αγωνισθούμε ανάλογα κι αρχίζουν να μας επηρεάζουν, να μας κατακτούν, μετά αποκτούν ισχύ και κάθε φορά μας έρχεται ή φαντασία, σαν νικητής της προηγούμενης και της προπροηγούμενης φοράς και μας λέει: «Εδώ είμαι! Τώρα θα σε βάλω κάτω!». Όπως ένα παιδάκι παλεύει μία, δύο, τρεις, πέντε και μόλις βλέπει τον αντίπαλο του «λακίζει», δεν μπορεί να τον αντιμετώπιση, διότι από τίς ήττες που έπάθε προηγουμένως, του έσπασε το ηθικό. Όταν συμβεί κάτι τέτοιο, ή ψυχή αμέσως με την εικόνα της κακής φαντασίας παραλύει, παραδίνεται και μετά σκέπτεται άλλα άντ' άλλων.Γι' αυτό χρειάζεται να είμεθα πάνοπλοι, νηφάλιοι, έξυπνοι, να είμεθα επίσκοποι, ώστε με την εμφάνιση της εικόνας, «τακ» εμείς να τη σβήνουμε. Μια, δυο, τρεις θα αρχίσει ό εχθρός να παθαίνει ήττα στην περίπτωση που έρχεται πάλι να κάνη την αντιπαράσταση του και τον πόλεμο. Έτσι όταν το εσωτερικό του ποτηριού γίνει καθαρό, και το έξω θα γίνει καθαρό, κατά το Ιερόν Εύαγγέλιον.Ένας γέροντας έβγαζε εύκολα δαιμόνια και ηγετικά δαιμόνια, «αξιωματικούς», και τους αφόπλιζε με ευκολία. Του λέγει ό υποτακτικός του εν απορία:-Γέροντα, γιατί τα δαιμόνια σε φοβούνται και φεύγουν;Λέει:-Παιδί μου, δεν έκανα τίποτα σπουδαίο γίνεται αυτό από την Χάρι του Θεού. Εκείνο μόνον που έχω να πω, είναι ότι όλα μου τα χρόνια επολεμούμην στην φαντασία από κακούς λογισμούς, αλλά με την Χάρι του Θεού ουδέποτε ίσχυσε, ουδέποτε με νίκησε ή φαντασία. Όχι συγκατάθεση δεν έκανα, αλλά μήτε συνδυασμό! Και επειδή ουδέποτε νίκησαν οί δαίμονες, γι' αυτό τώρα ηττώνται, φοβούνται, αφοπλίζονται αμέσως και απελαύνονται από τους ανθρώπους.Άρα, ήταν αριστούχος σε όλα του και μπήκε στο πανεπιστήμιο άνευ εξετάσεων.Έτσι γίνεται και με τα διάφορα άλλα πάθη μας, τον φθόνο, την ζήλια, την υπερηφάνεια, τον εγωισμό, την κατάκριση, την άργολογία κ.λ.π. τι χρειάζεται εδώ; Νίψη. Μας λέει ό λογισμός: «Να πιάσω αυτόν τον αδελφό να του πω κάτι να ξεσκάσω». Όταν τον πιάσω και του μιλήσω, θα πω κάτι που δεν πρέπει, θα ακούσω κάτι, που δεν πρέπει να ακούσω, κι έτσι θα πάθω την ζημιά μέσα μου. Και δεν θα είναι ξέσκασμα αυτό, αλλά σκάσιμο, διότι εγώ θα πάθω την δουλειά με την υποχώρηση. Όταν όμως αντιδράσω και πω: «Ποιο είναι το όφελος να καθίσω να μιλήσω; Και εγώ που πάω μ' αυτήν την διάθεση, θα του κάνω ζημιά». Κι όταν σκεφθώ έτσι και φρενάρω και δεν το κάνω, λέω πέντε ευχές καλύτερα. Με το να μην πάω, νίκησα, ενώ αν πήγαινα και του μιλούσα, θα ήταν ήττα. Σήμερα αυτή ή ήττα, αύριο ή άλλη, και γίνεται ό άνθρωπος πιο εμπαθής.Το ίδιο συμβαίνει και με το άλλο πάθος της υπερηφάνειας. Μας λέει ό λογισμός ότι κάτι είμαι, έχω αυτό το χάρισμα κ.λ.π. Φουντώνει μέσα ό λογισμός και πρέπει να αντιδράσω, να πω ότι εγώ δεν είμαι τίποτε άλλο παρά χώμα και πηλός. Αυτή είναι ή φύση μου κι αυτή είναι ή τιμή μου. Ό πηλός τι γίνεται και το χώμα; Το πατάνε όλοι, και τα ζώα και οί άνθρωποι. Αυτός είσαι, μη μιλάς. «τι έχεις ο ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;» (1 Κορ. 4, 7). Ό,τι έχεις από που το έλαβες; Από τον εαυτόν σου και νομίζεις ότι είσαι κάτι; Τίποτα δεν είσαι. Δεν σου το απέδειξε ή πείρα, που και τότε, εκεί κι εκεί την πάτησες κι έπαθες δουλειές! Και τώρα σου έδωσε μία «σταλίτσα» Χάρι ό Θεός και σκέφθηκες κάτι όμορφο και μίλησες δυο πράγματα, ή έκανες ένα έργο φιλάνθρωπο, μια ελεημοσύνη, ξεκούρασες κάποιον άλλον και τι το σπουδαίο υπάρχει σ' αυτό; Ό Χριστός τι έκανε για σένα; Ό Θεός κατέβηκε από τους ουρανούς στην γη και έγινε άνθρωπος «Έκλινε ουρανούς και κατέβει», έλαβε σάρκα, ταπεινώθηκε και υπέμεινε τον ονειδισμό και την κακία των ανθρώπων.-Παιδί μου, τον Χριστό, ποιος Τον σταύρωσε; ερώτησε ένας Γέροντας τον υποτακτικό του.-Οί Εβραίοι, απάντησε ό υποτακτικός.-Όχι οί Εβραίοι.-Ποιος Γέροντα;-Ό φθόνος και ή κακία σταύρωσαν τον Χριστό! Επειδή ό Χριστός έκανε θαύματα κι όλος ό κόσμος πήγαινε κοντά Του, σκέφθηκαν οί γραμματείς και οί φαρισαίοι ότι πρέπει να Τον βγάλουν από την μέση, γιατί Αυτός θα τους κατακτούσε. Έτσι ενήργησαν θανάσιμος.Βλέπουμε από την άλλη πλευρά τον Ιούδα, τον ένα από τους δώδεκα μαθητές, να γίνεται προδότης του διδασκάλου του. Δεν άκουγε τις διδασκαλίες του Χριστού; Τίς άκουγε, αλλά είχε το πάθος της φιλαργυρίας και δεν το πολέμησε. Εάν το είχε πολεμήσει, δεν θα εγίνετο προδότης. Ό Θεός γνώριζε το πάθος και γι' αυτό του έδωσε το πορτοφόλι, τον κορβανά, που είχε από τίς συνεισφορές των ανθρώπων που βοηθούσαν στο έργο της διατροφής των Αποστόλων. Κυρίως διακονούσαν εκεί οί γυναίκες και οί ασθενείς που θεραπεύθηκαν. Γιατί του έδωσε το ταμείο; Για να μην πει ότι αναγκάσθηκα να γίνω φιλάργυρος, επειδή δεν μου έδινε ό διδάσκαλος κι ήμουν απένταρος. Εάν το κάναμε εμείς, θα λέγαμε ότι βοηθήσαμε τη φιλαργυρία, γι' αυτό έγινε έτσι. Κρίσης ανθρώπινη. Ό Χριστός του είπε: «Να το πάρεις να το έχεις, να μην λες ότι δεν το είχες, και γι' αυτό έγινες φιλάργυρος». Και ιδού αυτός κακώς το εκμεταλλεύθηκε. Αμέσως είπε στους φαρισαίους: «Τι θα μου δώσετε, για να σας Τον παραδώσω!». Κι αυτοί είπαν: «Πάρε τριάκοντα αργύρια». Έτσι έγινε ή υποχώρησης, που κατέληξε στην προδοσία.Προδίδουμε κι εμείς την ψυχή μας στον διάβολο, όταν δεν αντιστεκόμαστε στο κακό. Εμείς οί μοναχοί εδώ δεν έχουμε τίποτε άλλο, παρά να μαχόμεθα κατά των παθών. Γι' αυτό οί μοναχοί αυτοί που προοδεύουν, στεφανώνονται και γίνονται μεγάλοι. Έχουμε εκατομμύρια ασκητές και μοναχούς επιτυχημένους, γιατί μαθήτευσαν κοντά στους Γέροντες, πώς πολεμείται το ένα και το άλλο πάθος.Είπε ένας υποτακτικός:-Πάτερ, τι να πρωτοπολεμήσω; Ξεσηκώθηκαν όλα τα πάθη, και κείνο και κείνο και τα έχω χάσει.Άπαντα ό γέροντας:-Όχι, παιδί μου, έτσι. Τα πάθη δεν ξεσηκώνονται έτσι απλά μαζί' ένα - ένα ξεσηκώνεται. Σήμερα σε πολεμάει αυτό; Χτύπα το. Αύριο θα σε πολεμήση εκείνο; Χτύπα εκείνο. Και σιγά - σιγά χτυπώντας, χτυπώντας γίνεται ή καταστολή των παθών κι εσύ θα αναχθείς πνευματικά.Και εμείς οί σημερινοί άνθρωποι έχουμε τους ίδιους πολέμους, γιατί είναι ίδια τα δαιμόνια, δεν έχουν αλλάξει. Έρχονται, λοιπόν, και μας πολεμούν, όπως τους πατέρες τους παλαιούς. Μα εκείνοι ήταν λεβέντες, γιατί νικούσαν και γινόντουσαν μεγάλοι. Εμείς την πατάμε. Μας φέρνουν λογισμούς π.χ. εναντίον του αδελφού μας και δεν τους πολεμούμε καθόμαστε και τους δεχόμαστε. Γιατί μου είπε ένα λόγο, γιατί με στραβοκοίταξε, γιατί δεν με εξυπηρέτησε πλέκουμε και πλέκουμε λογισμούς και λογισμούς. Και μετά τι γίνεται; Πάμε από το κακό στο χειρότερο. Χάνουμε και τον καιρό μας κι ό διάβολος που είναι πάρα πολύ τεχνίτης, χαίρεται. «Ας τον, λέει, τον χαζεύω τώρα». Ό χρόνος περνάει και το κάθε τι άσχημο στεριώνει μέσα μας. Θα μεγαλώσει, θα μεγαλώσει και από μυρμηγκάκι θα γίνει λιονταράκι! Μετά θα γίνει λέοντας μεγάλος και όταν αντιληφθούμε, ότι πια μας έφερε βόλτα και μας έχει τυλίξει για τα καλά, θα σηκώσουμε το ανάστημα, δήθεν για να αντικρούσουμε, αλλά θα συναντήσουμε ισχύ λέοντος. Και λέγει ό Όσιος Έφραίμ: «Με λέοντα καταπιάστηκες να πολεμήσεις; Πρόσεξε να μη σου σύντριψη τα κόκαλα!».Λέγει ό Αββάς Δωρόθεος: «Και τι είναι ένας λόγος, που θα πω ή μία σκέψη να την σκεφθώ; Ναι, αλλά ή μία σκέψης θα φέρει την άλλη και ό ένας λογισμός τον άλλο ή μία υποχώρησης την άλλη κι έτσι ,σιγάσιγά γίνεται ό άνθρωπος εμπαθής».Κι εμείς, παιδιά, πολεμούμεθα από τα 'ίδια δαιμόνια, αλλά υποχωρούμε ων πρώτος ειμί εγώ. Υποχωρούμε μας έρχεται μία υπόνοια για τον αδελφό κι εμείς την πιστεύουμε. Μα, στάσου, είναι κι έτσι; Μα, αφού τον είδα, μα αφού μου το είπε ό τάδε κ.λπ. Ναι, εντάξει αλλά από στόμα σε στόμα και από σκέψη σε σκέψη το πράγμα αλλοιώνεται. Ξέρεις ότι υπάρχει και πνεύμα υπόνοιας κι ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα;Βλέπουμε και στην περίπτωση του διακόνου στο Γεροντικό. Ήταν δύο αδελφοί σ' ένα μοναστήρι. Ό ένας ήταν διάκονος, ό άλλος μοναχός. Ίσως να διακονούσαν και μαζί. Μια μέρα ό μοναχός είδε το διάκο να είναι σκυθρωπός, να μην είναι ευχάριστος, να μη μιλάει ωραία κ.λπ., όπως τίς προηγούμενες μέρες.-Διάκο, γιατί είσαι έτσι, σου έκανα τίποτε; τον έρωτα.-Ναι, έκανες εκείνο το πράγμα και με σκανδάλισες, άπαντα εκείνος.-Δεν το έκανα, όχι, δεν το έκανα.Πάει κατ' ιδίαν, σκέπτεται.-Που το βρήκε αυτό τώρα ό διάκος, γιατί μου το είπε;Πράγματι δεν το είχε κάνει. Πάει και του λέει:-Σε παρακαλώ, Διάκο, πίστεψε με, γαλήνεψε, έλα στον εαυτό σου γιατί το λες αυτό, αφού δεν το έχω κάνει; Μα θα σου πω ψέματα;Ό άλλος επέμενε:-Το έκανες.Τότε ό μοναχός είπε με τον λογισμό του σαν φωτισμένος από τον Θεό: «Για στάσου εσύ έκανες του κόσμου τα σφάλματα και τα έχεις ξεχάσει. Μήπως κι αυτό το έκανες, αλλά σου λανθάνει, όπως και τόσα άλλα, που έχεις κάνει; Το έκανες, τελείωσε ή υπόθεση. Διάβολος διάβολο δεν βγάζει! Νίκα το κακό με το καλό, την υπερηφάνεια του αλλού με την ταπείνωση την δική σου. Έτσι ωφελείς τον εαυτό σου, κι εκείνον θα διόρθωσης. Πήγαινε να ζήτησης συγγνώμη, ταλαίπωρε, από τον διάκο». Και πηγαίνει, χτυπάει την πόρτα του διάκου:-Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων.Ανοίγει ό διάκος. Του λέει ό μοναχός:-Διάκο, θα το έκανα πάει τελείωσε και θα το 'χω ξεχάσει. Έχεις δίκιο, Διάκο, συγγνώμη!Πάει να του βάλει μετάνοια.-Όχι, όχι, λέει ό Διάκος φωτίσθηκα από τον Θεό και πληροφορήθηκα ότι δεν το έκανες, αδελφέ μου. Εγώ πλανήθηκα!Μόλις ταπεινώθηκε ό ένας, αμέσως έπεσε και ό άλλος. Όσο και οι δύο κρατούσαν την θέση τους, ωφέλεια δεν γινόταν.Εμείς οί σημερινοί, επειδή έχουμε τον εγωισμό αχτύπητο, δεν τον πολεμήσαμε για να σπάσει λίγο, τώρα μας φουντώνει ποικιλοτρόπως και σκανδαλιζόμεθα ό ένας με τον άλλον. Χίλια δυο μας βάζει στο μυαλό μας και γινόμεθα εμπαθείς και αρχίζουμε να αποκλαιόμεθα όλοι μας και να λέμε ότι δεν πάμε καλά. Δεν έχουμε αγάπη, δεν έχουμε φιλαδελφία τι καλόγεροι είμεθα εμείς; Που θα καταλήξουμε; Και ή θεραπεία είναι μπροστά μας. Έχουμε φαρμακεία, αλλά θα πρέπει να πάρουμε φάρμακα για να γίνουμε καλά. Το ένα φάρμακο είναι πικρό, το άλλο ξινό, το άλλο νυστέρι και κόβει, το άλλο πονάει! Ναι, αλλά έτσι θα γίνεις καλά, παιδάκι μου!Βλέπουμε τους γεροντάδες μας, τους παππούδες μας. Έβλεπα τον δικό μου τον Γέροντα. Τι αγώνα έκανε ό καημένος! Όταν ήταν στην σπηλιά, ένας μοναχός έχασε την υπομονή του και του πέταξε στο πρόσωπο το πιάτο με το φαΐ. Ό Γέροντας κατέβασε το κεφάλι κάτω «Εύλόγησον, Πάτερ» και του έβαλε μετάνοια, ενώ δεν έφταιγε. Να 'τος ό νικητής!Μια μέρα πάλι στα Κατουνάκια τι έγινε; Κοντά στο κελί, που έμενε ό Γέροντας ως αρχάριος -και είχε Γέροντα τον Γέρο-Έφραίμ, που ήταν απλούτσικος- ήταν ένας άλλος μοναχός, εκεί δίπλα, πολύ θυμώδης και σκανδαλώδης. Μία φορά, δεν ξέρω τι είχε συμβεί, για κάτι πραγματάκια, για κάποιο οροθέσιο, καμιά έλίτσα, ποιος ξέρει τι ήταν εκεί, άρχισε να φωνάζει τον Γέρο-Έφραίμ, τον Γέροντα του π. Ιωσήφ, και να τον βρίζει:«Είσαι παλιόγερος, είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος!» Ό Γέροντας μου ήταν τότε παλικάρι, υποτακτικός.Βλέποντας τον Γέροντα του να τον κάνη έτσι ό άλλος, φούντωσε μέσα του ό εγωισμός κι ό θυμός. Πόσο αγρίεψε ό θυμός να βλέπει τον παππούλη, τον Γέροντα του να τον τυραννάει εκείνος! Και είχε δίκιο ό γέρο-Έφραίμ, αλλά εκείνος ήταν άλλος άνθρωπος. Σκέφθηκε από μέσα του: «Έτσι και βγω έξω τώρα, δεν μου γλιτώνει, τελείωσε ή υπόθεσης». Πάει και πέφτει μέσα στην Εκκλησία και αρχίζει να βάζει κάτω τον θυμό. Ό θυμός του έλεγε: «Βγές έξω και βουτά τον». Έπεσε κάτω και άρχισε να κλαίει: «Βοήθα με, Χριστέ μου, βοήθα με τώρα. Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε με. Σώσε με, να μη βγω έξω. Βοήθησε με, Θεέ μου άλλαξε μου τον λογισμό και την καρδιά μου» και τα δάκρυα έβρεχαν το πάτωμα. αφού έβρεξε με τα δάκρυα το πάτωμα, όπ, κατευνάσθηκε ό θυμός και ή οργή, βγήκε έξω και του μίλησε με ένα γλυκό τρόπο:-Παππούλη μου, γιατί φέρεσαι έτσι στον Γέροντα; Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Δεν ήρθαμε εδώ να κληρονομήσουμε καλύβες, ελιές και βράχια. Εδώ ήρθαμε για την ψυχή μας, ήρθαμε για την αγάπη. Αν χάσουμε την αγάπη, χάσαμε τον Θεό. Αυτά θα τα αφήσουμε, αλλά την αγάπη θα την πάρουμε θα πάρουμε όμως και το μίσος. Και τι βγαίνει, γέροντα, μ' αυτό; Εμείς αφήσαμε γονείς και τόσα και τόσα και ήρθαμε εδώ, και τώρα θα μαλώσουμε γι' αυτά; Θα γίνουμε ρεζίλι σ' όλη την κτίση! Κι έτσι κατεύνασε το πάθος.Μας έλεγε:-Παιδιά, αν έβγαινα την ώρα που ήμουν θυμωμένος, τι θα έκανα; Θα τον σκότωνα στο ξύλο. Και τι θα έβγαινε; Εγώ θα ήμουν ένας κακός άνθρωπος και όλα τα δαιμόνια εκεί της ερήμου θα πανηγύριζαν! Τώρα όμως, που έπεσα κάτω και αντιστάθηκα και προσευχήθηκα και έπνιξα μέσα μου τον θυμό, βγήκα νικητής.Το πάθος θέλει αντιμετώπιση. Έτσι, ούτος ή άλλως θα υποχώρηση. Αρκεί, εκεί επάνω στο στρίμωγμα και στην πίεση, εσύ να μην υποχώρησης. Αντιστάσου και θα υποχώρηση το πάθος, γιατί αυτός που σε πολεμάει είναι δαίμονας, είναι προσωπικό όν, έχει μία άλφα δύναμη και την άδεια από το Θεό να σε πολεμήση. Μόλις το εξάντληση αυτό το όριο που του έδωσε ό Θεός, θα υποχώρηση ούτως ή άλλως. Και μετά τι γίνεται; Στεφανώνεσαι! Μόλις υποχώρηση ό πόλεμος, έρχεται και ή Χάρις του Θεού.Έτσι επολεμούμην κι εγώ στο ένα πάθος, στο άλλο κι άμα σταματούσε ό πόλεμος και ειρήνευα μερικές μέρες, έβλεπα ότι δεν έχω ανύψωση πνευματική. Και όπ! ερχόταν άλλος πόλεμος. Μάχη! Μόλις υποχωρούσε ό πόλεμος, ή Χάρις του Θεού ερχόταν.Θέλω να πω, ότι εμείς οί μοναχοί πρέπει να μάθουμε την φιλοσοφία να πολεμούμε τα πάθη και τους δαίμονες. Αν αυτό δεν το αποκτήσουμε, ότι κι αν μάθουμε, μεγάλοι να γίνουμε, πτυχία αν πάρουμε, τέχνες αν μάθουμε, αν δεν γίνουμε έτσι μέσα μας έναντι των παθών και των δαιμόνων, θα είμεθα πολύ μικροί απέναντι στον Θεό. Και τα χρόνια περνάνε και φεύγουμε από την ζωή. Λέμε ότι θα γεράσουμε και θα πεθάνουμε. Μπορεί όμως να μη γεράσουμε και να φύγουμε νεώτεροι. Γι' αυτό χρειάζεται από μέρους μας να είμεθα πάντα προσεκτικοί, να βιαζώμεθα, να καθαριζώμεθα, και έτσι σιγά - σιγά να πλησιάζουμε τον Θεό.Ό γέροντας όταν αγρυπνούσε, καθόταν ώρες στην προσευχή. Ερχόταν ό ύπνος, ό κακός δαίμονας όπως τον έλεγε - και λόγω ασθενείας ήταν και βαρύς και δεν ήταν εύκολο σαν και μένα, που ήμουν παιδί, να τρέχει και να φτιάχνει. τι έκανε, όταν ερχόταν ό ύπνος ή όταν δεν έβρισκε από την ευχή Χάρι; Άρχιζε κι έψελνε «τροπαριάκια» νεκρώσιμα και του ερχόταν ή μνήμη του θανάτου, ή μνήμη της εξόδου, ή μνήμη της κολάσεως και καθόταν κι έκλαιγε. Και αφού περνούσε ό ύπνος και ξυπνούσε έτσι, γύριζε το φύλλο και έπιανε πάλι την ευχή μέσ' την καρδιά, και έβγαινε μετά από επτά-οκτώ ώρες προσευχή! Αυτό γινόταν κάθε μέρα! Μου έλεγε:-Παιδί μου, ξέρεις τι κάνω εγώ;-Τι κάνεις, Πατέρα μου;-Κάθομαι και κάνω ταμείο κάθε μέρα.-τι ταμείο, Γέροντα;-Να, κάθομαι και εξετάζω τον εαυτό μου, και βλέπω που είμαι εμπαθής, που υποχωρώ, ποιο πάθος με νικάει ή συνείδηση μου το δείχνει. Ή πυξίδα μου το δείχνει ότι εδώ είσαι αδύνατος. Και παίρνω απόφαση την άλλη μέρα να το πολεμήσω αυτό το πάθος. Την άλλη μέρα μου δείχνει κάπου άλλου. Πολέμα κι εκείνο, μου λέει. Και πολεμώντας το ένα, πολεμώντας το άλλο, σιγά - σιγά βλέπω καλυτέρευση στον εαυτό μου. Λέγανε τότε οί παππούδες μας: «Εργασαι στα νιάτα σου, να έχεις στα γεράματα σου».-Και τι θα πει, Γέροντα, αυτό;-Να, παιδί μου' τώρα που είσαι νέος, πολέμησε τα πάθη, πολέμησε την σκέψη, πολέμησε την φαντασία, κοπίασε στην υπακοή σου, κοπίασε στον κόπο, ίδρωσε, άγρυπνα και όλοι αυτοί οί κόποι, όλος αυτός ό αγώνας είναι εργασία, είναι εργάσιμα χρόνια. Όταν θα πέση το σώμα και δεν θάχη την δύναμη να μάχεται με το ένα, με το άλλο, όταν θα περάσουν τα χρόνια και ήδη εσύ θα έχεις δουλέψει τα χρόνια αυτά, που προβλέπει ό Θεός να εργασθείς, κατόπιν θα σου δώσει σύνταξη. Και ανάλογα την τέχνη, ανάλογα την θέση, θα πάρεις την ανάλογη σύνταξη. τι είναι ή σύνταξη; Είναι ή Χάρις του Θεού.Να εμένα τώρα, αν με ρωτήσεις, θα σου απαντήσω: Μέσα μου νοιώθω, παιδί μου, παράδεισο. Ή ευχή ρολόι, ή Χάρις πλούσια πάθος δεν βλέπω, δεν κινείται κανένα, δεν αισθάνομαι πόλεμο, δεν έχω λογισμούς, δεν έχω επαναστάσεις. Όλα αυτά δεν είναι σημερινά κατορθώματα, είναι από την νεότητα. Τότε έγιναν τα πάντα. Τώρα ήρθε ή αξιομισθία. Ένας νεώτερος είχε πόλεμο και παρακάλεσε , τον Θεό: «Θεέ μου, ελάφρωσέ με άπ' αυτόν τον πόλεμο». Και ό Θεός άκουσε την προσευχή του και του έδωσε ελευθερία. Και κάποτε πήγε σ' ένα μεγάλο γέροντα, έμπειρο, που πέρασε πολλά, «θαλασσόλυκο» που λέμε, και του λέει:-Γέροντα αναπαύθηκα εκ των παθών.-Τι είπες;-Να, ξεκουράστηκα δεν με πολεμάει εκείνο, εκείνο. Τον κοίταξε «βλοσυρό τω ομμάτιο», με ένα μάτι, ας πουμε καρφωτό, και του είπε:-Από τώρα ανάπαυσις, από τώρα σύνταξης μειωμένη; Λάθος! Πρώτα παρεκάλεσες μόνος σου τον Θεό να έρθει αυτή ή ανάπαυσις. Τώρα πήγαινε στους πατέρες να τους πεις να κάνουν προσευχή για σένα να παρακαλέσουν τον Θεό να γυρίσουν πίσω τα πάθη να πολεμήσεις, να αναχθείς πνευματικός και να πάρεις σύνταξη μεγάλη μεθαύριο. Όχι από τώρα σύνταξη!Καταλάβατε; τι θέλει να μας πει ό πατερούλης αυτός; Ότι δεν μας συμφέρει από τώρα ή ανάπαυσις. Την στιγμή, που έχουμε νεότητα, μας χρειάζονται οί πόλεμοι, τα πάθη, για να τα χτυπήσουμε. Αυτά επιμένουν κι εμείς να τα χτυπάμε. Και επιτρέπει ό Θεός, λέει ό Άββας Ισαάκ, να μην εισακούεται ή προσευχή που κάνουμε για τον άλφα - βήτα πόλεμο, διότι πολεμώντας και μνημονεύοντας το όνομα του Θεού, αγιάζεται ό νους, το στόμα και ή καρδιά με το όνομα του Χριστού. Έχοντας τον πόλεμο αναγκάζεσαι να κάνης προσευχή: «Βοήθα με, Χριστέ μου, βοήθα με Παναγία μου», και αυτό το όνομα που φωνάζεις, αυτό φέρνει και την αγιότητα.Ένας αδελφός είχε πόλεμο σαρκικό, μεγάλο, κι από τον πόλεμο που είχε και τους λογισμούς έκοβε βόλτες έξω συνέχεια και φώναζε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Κύριε Ιησού Χριστέ». Του λέγει ό γέροντας του, ό οποίος ήταν παλαίμαχος και γενναίος:-Παιδί μου, βλέπω έχεις πόλεμο θέλεις να κάνω προσευχή, να σου φυγή ό πόλεμος;-Όχι, γέροντα, σε παρακαλώ, μην κάνεις προσευχή άσε με, ωφελούμαι.-Θεός συγχωρήσει σε, παιδάκι μου, βρήκες τον δρόμο σου! Αυτός είναι ό δρόμος του Θεού. Αυτό ήθελα να ακούσω από σένα. Διότι αν μου έλεγες «Ναι, Γέροντα, κάνε προσευχή να φυγή ό πόλεμος» ήταν σαν να σταματούσες να πλέκεις τον στέφανο σου. Το στεφάνι πρέπει να γίνει ολόκληρο, μ' όλα τα λουλούδια και γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα και άλλα. τι, με τα λίγα λουλουδάκια, άντε τελείωσε ή υπόθεσης; Δειλός είναι ό άνθρωπος αυτός.Λοιπόν, θέλω να πω, παιδιά, πώς εάν δεν μάθουμε πώς γίνονται οι πόλεμοι, δεν πρόκειται να κάνουμε πρόοδο. Κι αν μάθουμε γράμματα, κι αν διαβάζουμε, κι αν μελετούμε, τίποτε δεν κάνουμε, αν δεν μάθουμε να πολεμούμε τον λογισμό και την φαντασία. Να έχουμε μεταξύ μας αγάπη και να θυσιαζώμεθα ό ένας για τον άλλον. «Εσύ να μη μου κάνης, εγώ θα σου κάνω εξυπηρέτηση». Αυτός είναι ό Ευαγγελικός νόμος. Αν δεν κάνης έτσι, μην περιμένεις να εφαρμόσεις το Ευαγγέλιο σωστά.«Με εξυπηρέτησες; Μου έκανες κάτι; Κι εγώ θα ανταποκριθώ. Στο κάνω αυτό, για να μου κάνης εκείνο». Δεν είναι καλογερική αυτή! Νίκα το κακό με το καλό. Αυτός σε κατέκρινε, δεν σε εξυπηρέτησε; Εσύ ευκόλυνε τον, εσύ κάνε του καλό. Εσύ απέναντι στον Θεό τι θα κάνης. Τον λογαριασμό του δεν τον πληρώνεις εσύ. Εσύ τον δικό σου θα πλήρωσης. Πλήρωσε τώρα, κάνε το Ευαγγέλιο στην πράξη και μεθαύριο ό Χριστός, αυτό το Ευαγγέλιο θα σε δικαιώσει. Τι είπε ό Κύριος; «Ό λόγος ον λελάληκα, αυτός Θα σε κρίνει εν ήμερα Κρίσεως». Το άκουσες το Ευαγγέλιο, το ξέρεις, αλλά υποχωρείς στην επιθυμία και δεν κάνεις αυτό το πράγμα. Λοιπόν εάν εφαρμόσετε το Ευαγγέλιο, τότε θα μπορέσετε να περάσετε στην ελευθερία των τέκνων του Θεού.Αυτά έλεγε και ό δικός μου ό καημένος ό Γέροντας. Ό Γέροντας είχε βέβαια πολλή φυλακή στο στόμα και ήταν αγιασμένος. Σάς τα είπα κι άλλη φορά. Μέσα στην συνοδεία ήμασταν άνθρωποι ζωντανοί και βλέπαμε και ακούγαμε. Μόλις πηγαίναμε να πούνε μια κουβέντα για κάτι έξω από την συνοδεία μας-«Ξέρεις, Γέροντα εκείνο έγινε», ξύλο!-Εδώ μέσα, έλεγε, δεν θα φέρετε κουβέντες έξω από την συνοδεία. Εδώ μέσα θα κοιτάξουμε τα δικά μας. Δεν έχετε καμία δουλειά να ασχολείστε με το τι κάνει ό κάθε πατέρας.Ιδίως ό καημένος ό πατήρ Αρσένιος, που ήταν απλούστατος και αγιασμένος, έλεγε καμιά κουβεντούλα:-Ξέρεις, Γέροντα, αυτός είναι αμελής, αργόσχολος.Αμέσως του έβαζε κανόνα-Αρσένιε, τον Αρσένιο κοίταξε και άσε εκείνον εκείνος ξέρει πώς θα σωθεί. Εσύ δεν ξέρεις πώς θα σωθείς, που ανοίγεις το στόμα σου και μιλάς.Έτσι μας είχε ό Γέροντας, και δεν μιλούσε ό ευλογημένος ποτέ. Δεν τον άκουσα ποτέ να πει μια κουβέντα για τον άλφα ή βήτα μοναχό. Εμείς χίλια δυο λέμε, ων πρώτος εγώ. Εδώ τόσα ακούσαμε και είμεθα έτσι. Σκέψου να μην ακούσης κιόλας, τι θα λες.Θέλω να πω ότι έτσι βίαζαν τον εαυτόν τους οί Άγιοι Πατέρες, και προχώρησαν και έφθασαν στον ουρανό. Και τώρα τα δαιμόνια φωνάζουν για τον Γέροντα Ιωσήφ, ότι γυρνάει στα μοναστήρια και βοηθάει. Και πράγματι μας βοηθάει ό πάππους τώρα που είναι εκεί επάνω. Ό πάππους νομίζετε ότι στέκεται; Εδώ δεν στεκόταν και θα σταθεί τώρα εκεί επάνω, που βλέπει τα πράγματα, ποιος είναι ό παράδεισος και ποια ή κόλαση, και βλέπει κι εμάς εδώ κάτω τι κάνουμε! Εδώ κυκλοφορεί ό πάππους και μας βοηθάει. Πόσες φορές μας έχει γλιτώσει από μεγάλα κακά κι εμείς δεν ξέρουμε από που έρχεται ή βοήθεια. Έχουμε τέτοιο μεσίτη στον ουρανό!Γι' αυτό να ζητάμε, την ευχή του πάππου, διότι μεριμνάει για μας. Όσο μπορούμε, παιδιά, να τηρούμε αυτά που μας διδάσκουν οί πατέρες μας δηλαδή να μαχόμεθα εναντίον των φαντασιών, εναντίον των λογισμών να έχουμε μεταξύ μας αγάπη, προσοχή, να μην κατακρίνουμε ό ένας τον άλλον, να μην σπρώχνουμε ό ένας τον άλλον στην πτώση, να κάνουμε τον κανόνα μας και τα καθήκοντα μας, γιατί αύριο θα πεθάνουμε. Κι ότι έχουμε στον «τουρβά» μας, αυτά θα πάρουμε μαζί μας στον ανήφορο. Βάλτε καλά πράγματα μαζί σας βάλτε ψωμάκι, βάλτε τυράκι, βάλτε φρούτα. Μην βάζετε σκουπίδια και σκύβαλα και παλιοντενεκέδες και παλιοκούτια μέσα. Βάλτε καλά πράγματα, διότι μ' αυτά θα περάσετε στον άλλο κόσμο.Εδώ πέρασαν τόσα χρόνια. Τι καταλάβαμε; Εγώ κοντεύω τα 60, άλλος τα 30, άλλος τα 20. Τι καταλάβαμε; Σαν να ήρθαμε χθες στον κόσμο και τώρα φεύγουμε για τον άλλο κόσμο. Να οί ασθένειες, να οί καρκίνοι, κι ό ένας μετά τον άλλον φεύγουμε. Να, ό πατήρ Έφραίμ, ό μακαρίτης, έφυγε στα σαράντα του χρόνια. Εγώ τον προετοίμαζα, του έλεγα διάφορα για πείρα ότι εγώ θα φύγω, θα κάνω αυτό και εκείνο. Να μην κάνη αυτό, να διόρθωση εκείνο και το άλλο' τον συμβούλευα. Εδώ μέσα ήτανε' να εκεί κάτω καθόταν. Εδώ μέσα δεν ήτανε; Δεν μας έψελνε, δεν γύριζε, δεν μας λειτουργούσε; Είναι τώρα εδώ; Όχι. Πάει. Τώρα στον τάφο λειώνει κι ή ψυχούλα του είναι στον ουρανό. Όπως τα λέω εγώ, έτσι τα έλεγε κι εκείνος. Κι όμως έφυγε. Αυτή είναι ή αλήθεια. Ό παπάς έφυγε κι εγώ έμεινα πίσω. Και τώρα νομίζετε ότι δεν μας βοηθάει ό παπάς; Μας βοηθάει, όπως και όλοι οί πατέρες που έχουν φύγει. Είδατε πόσα τροχαία γίνονται και πόσοι μοναχοί μας γλίτωσαν! Και ό δικός μας πατέρας γλίτωσε, και της Ξηροποτάμου ό πατέρας γλίτωσε. Ποιος ξέρει ποια προσευχή έπιασε και ποιος Άγιος βοήθησε και γλιτώσανε!Βλέπετε πόσα νέα παιδιά φεύγουν από την ζωή; Έτσι κι εμείς. Περπατάμε στις σκάλες ξαφνικά γλιστράς, πέφτεις με το κεφάλι και μένεις στον τόπο. Τελείωσε ή υπόθεσης. Βγαίνουμε έξω. Ξέρουμε, αν θα γυρίσουμε;Μπαίνεις μέσα στο αυτοκίνητο, συγκρούεσαι και μένεις στον τόπο. Να, ένας Εισαγγελέας Εφετών προχθές με την γυναίκα του, πέσανε μέσα στη θάλασσα με το αυτοκίνητο από 20 μέτρα ύψος, και τους πήγανε βαρεία στο νοσοκομείο. Μπορεί να πήγαιναν σε κάποια διασκέδαση και που βρέθηκαν; Ή ζωή τελειώνει. Τι θα πει νέος, Τι θα πει γέρος; "Άπαξ και αποφασίσει ό Θεός να σε πάρη, 0ά σε πάρη! Πάρε οσα μέτρα θέλεις. Θα σε πάρη στο «άψε - σβήσε». Άλλοι παθαίνουν τροχαία σοβαρά και βγαίνουν σώοι και άλλοι όχι. Να, ό πατέρας Έφραίμ. Άμα θα δείτε το αυτοκίνητο, θα πείτε «Μπορεί να σκοτώθηκε άνθρωπος εδώ μέσα;». Και σκοτώθηκε κατά τον χειρότερο τρόπο. Κι άλλου έγινε «τρίο - καρώ» το αυτοκίνητο, και βγήκε σώος. Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν ήρθε ακόμη ή ώρα του. Αν δεν στείλει τον Στρατηγό ό Θεός από πάνω, αν δεν έλθει ό Αρχάγγελος, δεν φεύγει ό άνθρωπος με τίποτε. Αρα, λοιπόν, στο χέρι του Θεού είναι ή ζωή μας. Δεν είναι το θέμα της ηλικίας είναι το θέμα της αποφάσεως του Θεού.Επειδή δεν ξέρουμε πότε θα παρθεί ή απόφαση, να την έχουμε στο μυαλό μας. Θα πεθάνουμε. Που θα πάμε; Απορώ και με τον εαυτό μου. Βρε, ταλαίπωρε άνθρωπε, δεν μπορείς να συνειδητοποίησης, ότι μέσα σε λίγα λεπτά θα φυγής; Έφυγες. Που θα πάς; Στην άλλη ζωή. Θα γυρίσεις εδώ; Όχι. Τελειώνει εκείνη; Όχι. Θα πέρασης από το δικαστήριο; Ναι. Γιατί δεν τακτοποιείσαι τώρα να προπαρασκευασθείς, για να πέρασης σωστά στον άλλο κόσμο που θα ζήσης αιώνια; Εδώ φροντίζεις για όλα για την υγεία σου, για εκείνο, για το άλλο, για όλα φροντίζεις, αλλά για την ψυχή σου δεν φροντίζεις. Ναι, δεν φροντίζω. Γιατί; Γιατί είναι ή ανθρώπινη αδυναμία, είναι και ό διάβολος μας παρασύρουν και οί επιθυμίες μας, και δεν προετοιμαζόμεθα γενναία. Πίστεψε το ότι φεύγεις από την ζωή κι αφήνεις πίσω τον κόσμο. Σταμάτησε ή καρδιά σου; Τέρμα, μέσα σε λεπτά φεύγεις από τον κόσμο αναχώρησες, τέρμα! Δεν ήξερα ότι θα φύγωτόσο σύντομα δεν ήξερες; Δεν τα διάβαζες; Δεν έβλεπες τους πεθαμένους πώς πηγαίνουν; Τα τροχαία δεν τα άκουγες; Κι όμως αυτή είναι ή αλήθεια, παιδιά.Ό Θεός θα μας καταδικάσει, και πρώτον εμένα, γιατί τα λέω αυτά και δεν τα εφαρμόζω. Τα λέμε, ταπιστεύουμε, και ζούμε σαν να μην είναι αλήθεια αυτά που λέμε, σαν να είναι μια θεωρία, μια φιλοσοφία ενός φιλοσόφου, στον αέρα λόγια. Και όμως είναι αλήθεια. Θα γίνουν αυτά. Μπορούμε να την χωνέψουμε αυτήν την αλήθεια; Τότε να δεις πώς αλλάζει ή ζωή μας! Τότε να δεις Τι προσοχή θα έχουμε και Τι ενδιαφέρον!Αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσουμε να προσέχουμε τον εαυτό μας και να λέμε: «Μήπως δεν θα ξημερώσω;». Ξημέρωσε. «Θα νυκτώσω; Τουλάχιστον την τελευταία ήμερα ας κάνω κάτι». Μου ήρθε ένας κακός λογισμός; Αμέσως να τον διώξω. Γιατί να τον αφήσω; Να τον μειώσω. "Έρχεται ό λογισμός" «πες αυτόν τον λόγο». Γιατί να τον πω; Εκεί που θα κάνω πέντε αργολογίες, να πω πέντε ευχές.Άμα σε ξαπλώσει ό Θεός στο κρεβάτι, θα έρθουν τα δαιμόνια και τότε θα δεις Τι έχεις κάνει. Πάει όμως τελείωσε ή υπόθεσης σε πήρε ό Θεός. Το ψέμα τελείωσε εδώ. Είσαι στον ύπνο και κοιμάσαι και βλέπεις όνειρο ότι είσαι στρατηγός, σκοτώνεις, ρημάζεις, φωνάζεις, φτιάχνεις, κηρύττεις κι άμα ξυπνήσεις Τι είσαι; Ένας απλός καλόγερος. Έτσι και τότε θα μας συμβεί. Θα ξυπνήσουμε στην άλλη ζωή και θα περάσουμε στον άλλο κόσμο. Τέρμα. Ή ζωή τελειώνει. Δεν μπορούμε να το βάλουμε στο μυαλό μας. «Πας άνθρωπος ψεύτης» λέγει ή Γραφή. Όχι ότι λέει ψέματα, αλλά ό ίδιος είναι ένα ψέμα.Ας μας ελεήσει ό Θεός, ας μας συγχώρεση για όσα κάνουμε. Να παρακαλούμε τον Θεό νύχτα - μέρα, να φωνάζουμε «ήμαρτον». Και όταν σφάλλουμε σε κάτι να σηκώνουμε τα μάτια και να λέμε: «Συγγνώμη, έσφαλα». Και μετά να τρέχουμε στον πνευματικό, να το εξομολογούμεθα, να φεύγει, να μην το έχουμε μέσα μας. Και εάν ξαναπέφτουμε, να το ξανάλεμε, να το ξεκαθαρίζουμε. Κι αν κάνουμε έτσι, τότε θα περάσουμε στην Βασιλεία του Θεού. Και εκεί επάνω είναι ανάπαυσις «Ουκ εστί θλίψις, ουκ εστί πόνος, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος. Αφαιρέσει Κύριος ό Θεός παν δάκρυο από των οφθαλμών ημών». Αιώνια ζωή, ανάπαυσις μέσα στο φως του Θεού. Μέσα στο άκτιστον φως του Θεού, ως άγγελος θα ψέλνεις τον Τρισάγιο ύμνον. Εκεί επάνω είναι τα πάντα εν ειρήνη και μόνο, που ξέρεις ότι πέρασες στην Βασιλεία του Θεού και δεν πρόκειται πλέον να δεις θλίψη και στενοχώριες στους αιώνες των αιώνων, είναι αρκετό.Λοιπόν, έφ' όσον εμείς ήρθαμε εδώ, για να περάσουμε σ' αυτόν τον Παράδεισο και σ' αυτήν την ανάπαυση, εκεί να τείνουμε τώρα. Άνθρωποι είμαστε. Θα πέσουμε, θα σηκωθούμε. Όχι απελπισία, όχι απόγνωση. Αυτά είναι του διαβόλου. Εμείς με ελπίδα κάποια μέρα θα τον φέρουμε «βόλτα» τον διάβολο και θα περάσουμε μέσα στην Βασιλεία του Θεού.Αύτω ή δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.