Τοῦ ἁγίου ΚΟΣΜΑ τοῦ Αἰτωλοῦ
Γιά τήν Ἐξομολόγηση
Εδῶ ὁποῦ ἦλθα, χριστιανοί μου, ἔλαβα μίαν χαράν μεγάλην, μά ἔλαβα καί μίαν λύπην μεγάλην. Χαράν μεγάλην ἔλαβα βλέποντας τήν καλήν σας γνώμην, τήν καλήν σας μετάνοιαν, λύπην ἔλαβα στοχαζόμενος τήν ἀναξιότητά μου, πώς δέν ἔχω καιρόν νά σᾶς ἐξομολογήσω ὅλους ἕνα πρός ἕνα, νά μοῦ εἰπῆ τό παράπονό του ὁ καθένας, νά τοῦ εἰπῶ καί ἐγώ ἐκεῖνο ὁποῦ μέ φωτίση ὁ Θεός. Θέλω καί ἀγαπῶ, ἀμά δέν ἠμπορῶ, παιδιά μου. Καθώς ἕνας πατέρας εἶναι ἄρρωστος, πηγαίνει τό παιδί του νά τό παρηγορήση, ἐκεῖνος μήν μπορώντας τό διώχνει, μά πῶς τό διώχνει; Μέ τήν καρδίαν καμμένην. Θέλει νά τό παρηγορήση, μά δέν ἠμπορεῖ. Πατέρας ἀνάξιος εἶμαι ἐγώ. Πνευματικά παιδιά μου εἴσαστε ἡ εὐγενεία σας. Τώρα ἔρχεται ἕνας νά ἐξομολογηθῆ εἰς τοῦ λόγου μου νά μοῦ εἰπῆ τό παράπονόν του, νά τοῦ εἰπῶ καί ἐγώ ἐκεῖνο ὁποῦ μέ φωτίση ὁ Θεός. Ἐγώ μήν ἠμπορώντας τόν διώχνω, μά πῶς τόν διώχνω; Τόν διώχνω καί καίεται ἡ καρδία μου καθώς ὁ πατέρας μέ τό παιδί του. Τί νά σᾶς κάμω; Μά πάλιν, νά μήν ὑστερηθῆτε παντελῶς, σᾶς λέγω ἐγώ παραμικρόν. Ὅταν θέλετε νά ἰατρεύσετε τήν ψυχή σας, τέσσαρα πράγματα σᾶς χρειάζονται. Κάνομέ τε ἕνα παζάρι; Ἀπό τόν καιρόν ὁποῦ ἐγεννηθήκετε ἕως τώρα ὅσα ἁμαρτήματα ἐκάμετε νά τά πάρω ὅλα εἰς τόν λαιμόν μου καί ἡ εὐγενεία σας νά μοῦ πάρετε τέσσαρες τρίχες. Βαρύ νά ἀσηκώσετε τέσσαρες τρίχες ἀπό αὐτά τά γένεια καί νά σᾶς πάρω ἐγώ ὅλα σας τά ἁμαρτήματα; Καί τί νά τά κάμω; Ὡστόσον ἔχω μίαν καταβόθρα καί τά ρίχνω ὅλα μέσα ὡσάν χωνευτήρι. Ποία εἶναι ἡ καταβόθρα; Εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Χριστοῦ μας.
Πρώτη τρίχα εἶναι ὅταν θέλετε νά ἐξομολογᾶσθε τό πρῶτον θεμέλιον εἶναι αὐτό ὁποῦ εἴπαμε, νά συγχωρᾶτε τόν ἐχθρόν σας. Τό κάμνετε;
‒ Τό κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ.
Ἐπήρετε τήν πρώτην τρίχα. Δευτέρα τρίχα εἶναι νά εὑρίσκετε πνευματικόν καλόν, γραμματισμένον, σοφόν, ἐνάρετον, εὐλαβῆ νά ἐξομολογᾶσθε. Καί νά ἐξομολογᾶσαι καί νά εἰπῆς ὅλα σου τά ἁμαρτήματα. Νά ἔχης ἑκατό ἁμαρτίες καί εἰπῆς τίς ἐνενῆντα ἐννέα εἰς τόν πνευματικόν καί μίαν νά μή φανερώσης, ὅλες ἀσυγχώρητες μένουν. Καί ὅταν κάνης τήν ἁμαρτίαν, τότε πρέπει νά ἐντρέπεσαι, ἀλλά ὅταν ἐξομολογᾶσαι, νά μήν ἔχης καμμίαν ἐντροπήν.
Μία γυναῖκα ἐπῆγε νά ἐξομολογηθῆ εἰς ἕνα ἀσκητήν. Ὁ ἀσκητής εἶχεν ἕνα ὑποτακτικόν ἐνάρετον. Λέγει τοῦ ὑποτακτικοῦ του ὁ ἀσκητής: πήγαινε παρέκει νά ἐξομολογήσω τήν γυναῖκα. Ὁ ὑποτακτικός ἐμάκρυνεν ἕως ὁποῦ ἔβλεπε, μά δέν ἤκουε τίποτε. Ἐξομολόγησε τήν γυναῖκα, ἔφυγε. Ὕστερα ἔρχεται ὁ ὑποτακτικός καί λέγει: «Γέροντά μου, εἶδα ἕνα παράδοξον θαῦμα: ἐκεῖ πού ἐξομολογοῦσες τήν γυναῖκα ἔβλεπα ὁποῦ ἔβγαιναν μέσα ἀπό τό στόμα της ὀφίδια μικρά. Βλέπω καί κρεμιέται ἕνα μεγάλο. Ἔκανε νά ἔβγη καί πάλιν ἐτραβήχθη εἰς τά ὀπίσω.» Λέγει ὁ ἀσκητής: «Πήγαινε νά τήν κράξης νά ἔλθη ὀπίσω ὀγλήγορα.» Πηγαίνοντας ὁ ὑποτακτικός τήν εὗρεν ἀποθαμένην. Γυρίζει ὀπίσω καί τό λέγει τοῦ γέροντός του. Αὐτός μήν ἠμπορώντας νά καταλάβη τό θαῦμα ἐπαρακάλεσε τόν Θεόν νά τοῦ φανερώση ἡ γυναῖκα ἐσώθη ἤ ἐκολάσθη; Καί φαίνεται ἐμπρός του μία ἀρκούδα μαύρη καί λέγει τοῦ ἀσκητή: «Ἐγώ εἶμαι ἐκείνη ἡ ταλαίπωρος γυναῖκα, ὁποῦ ἐξομολογήθηκα καί δέν σοῦ ἐφανέρωσα ἕνα θανάσιμον ἁμάρτημα ὁποῦ εἶχα κάμει καί διά τοῦτο ὅλα μου τά ἁμαρτήματα ἔμειναν ἀσυγχώρητα καί μέ ἐπρόσταξεν ὁ Κύριος νά πηγαίνω εἰς τήν Κόλασιν νά καίωμαι πάντοτε.» Καί ἐνταυτῷ ἔγινε μία βρῶμα ὡσάν καπνός καί ἐχάθη ἀπ᾽ ἔμπροσθέν του.
Διά τοῦτο, χριστιανοί μου, ὅταν ἐξομολογᾶσθε, νά λέγετε ὅλα σας τά ἁμαρτήματα παστρικά καί καλά. Καί πρῶτον νά εἰπῆς τοῦ πνευματικοῦ σου: «Πνευματικέ μου, ἐγώ θέ νά κολαστῶ, διατί δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν καί τούς ἀδελφούς μου μέ ὅλην μου τήν καρδίαν καί μέ ὅλην μου τήν ψυχήν ὡσάν τόν ἑαυτόν μου.» Καί νά εἰπῆς ἐκεῖνο πού σέ τύπτει τό συνειδός σου ἤ ἐφόνευσες ἤ ἐπόρνευσες ἤ ἐμοίχευσες ἤ ὅρκον ἔκαμες ἤ εἶπες ψεύματα ἤ τόν πατέρα σου ἤ τήν μητέρα σου δέν ἐτίμησες ἤ ἀδελφός τόν ἀδελφόν ἤ γείτονας τόν γείτονα ἤ γυναῖκα τόν ἄνδρα ἤ ἄλλο κακόν ὁποῦ νά ἔκαμες. Βαρύ εἶναι νά τό κάμης αὐτό;
‒ Ὄχι, ἅγιε διδάσκαλε.
Ἰδού ἐπῆρες τήν δευτέραν τρίχα. Ἡ τρίχα ἡ τρίτη εἶναι φυσικά ὡσάν ἐξομολογηθῆς θέ νά σέ ἐρωτήση ὁ πνευματικός νά σοῦ εἰπῆ: «Διατί, παιδί μου, νά κάμης αὐτά τά ἁμαρτήματα;» Ἐσύ νά προσέχης νά μήν κατηγορήσης ἄλλον, ἀλλά τοῦ λόγου σου καί νά εἰπῆς: «Αὐτά τά ἔκαμα ἀπό τό κακόν μου κεφάλι, ἀπό τήν κακήν μου προαίρεσιν.» Βαρύ εἶναι νά κατηγορήσης τοῦ λόγου σου;
‒ Ὄχι.
Λοιπόν ἐπῆρες καί τήν τρίτην τρίχα. Ἔχομεν τήν τετάρτην. Ὅταν σέ δώση ἄδειαν ὁ πνευματικός σου καί ἀναχωρήσης, νά ἀποφασίσης μέ στερεάν γνώμην, μέ στερεάν ἀπόφασιν καλύτερα νά χύσης τό αἷμα σου, μά εἰς ἄλλην φοράν ἁμαρτίαν νά μή κάμης. Τό κάμνεις καί αὐτό;
‒ Μάλιστα.
Ἐπῆρες καί τήν τετάρτην τρίχα. Αὐτά τά τέσσαρα εἶναι τά ἰατρικά σου καθώς εἴπαμε καί ὄχι ἄλλα. Τό πρῶτον εἶναι νά συγχωρᾶτε τούς ἐχθρούς σας. Τό δεύτερο νά ἐξομολογᾶσθε παστρικά καί καλά. Τό τρίτο νά κατηγορᾶτε τοῦ λόγου σας. Τό τέταρτο νά ἀποφασίζετε νά μή κάμετε ἁμαρτίαν. Καί ἄν ἠμπορεῖτε νά ἐξομολογᾶσθε κάθε ἡμέραν, καλόν καί ἅγιον εἶναι. Εἰδέ καί δέν ἠμπορεῖτε καθ᾽ ἡμέραν, ἄς εἶναι μία φορά τήν ἑβδομάδα καί μία φορά τόν μῆνα ἤ τό ὀλιγώτερον τέσσαρες φορές τόν χρόνον. Καί νά συνηθίζετε τά παιδιά σας ἀπό μικρά, διά νά συνηθίζουν εἰς τόν καλόν δρόμον, νά ἐξομολογοῦνται.
Ἰδού ὁπού σᾶς ἐξομολόγησα ὅλους παρρησίᾳ, διά νά μήν ὑστερηθῆτε. Αὐτά ὁπού σᾶς εἶπα εἶναι τά ἰατρικά σας εἰδέ ἐκεῖνο ὁπού δίνουν οἱ πνευματικοί, σαρανταλείτουργα, μετάνοιες, νηστεῖες καί ἄλλα, δέν εἶναι ἰατρικά, ἀλλά διά νά μήν τύχη καί ξεπέσετε ἄλλην φοράν εἰς τήν ἁμαρτίαν σᾶς τά δίδουν καί ὅποιος τά βάλη μέσα εἰς τήν καρδίαν του αὐτά τά τέσσαρα, νά ἀποθάνη ἐκείνη τήν ὥραν, σώνεται. Εἰδέ χωρίς αὐτά τά τέσσαρα χίλιες χιλιάδες καλά νά κάμη ὁ ἄνθρωπος, ἄν ἀποθάνη, εἰς τήν Κόλασιν πηγαίνει.
ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ
ΔΙΔΑΧΕΣ
Ἰωάννου Β. Μενούνου
Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ»
(σελ. 164-167)
ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Αποφυγή της απογνώσεως
Αποφυγή της απογνώσεως
«Αν έχεις αμαρτίες, να μην απελπιστείς, αυτά δεν παύω να σας τα λέω συνεχώς, και αν κάθε μέρα αμαρτάνεις, να μετανοείς καθημερινά. Γιατί η μετάνοια είναι το φάρμακο κατά των αμαρτημάτων είναι η προς τον Θεόν παρρησία, είναι όπλο κατά του διαβόλου, είναι η μάχαιρα πού του κόβει το κεφάλι, είναι η ελπίδα της σωτηρίας, είναι η αναίρεση της απογνώσεως. Η μετάνοια μάς ανοίγει τον ουρανό και μάς εισάγει στον Παράδεισο. Γι' αυτό (σου λέω), είσαι αμαρτωλός; μην απελπίζεσαι. Ίσως βέβαια αναλογιστείς. Μα τόσα έχω ακούσει στην Εκκλησία και δεν τα ετήρησα. Πώς να εισέλθω και πάλι και πώς και πάλι να ακούσω; Μα γι' αυτό ακριβώς πρέπει να εισέλθεις επειδή, όσα άκουσες δεν τα ετήρησες. Να τα ξανακούσεις, λοιπόν, και να τα τηρήσεις. Εάν ο ιατρός σου βάλει φάρμακο στην πληγή σου και παρά ταύτα δεν καθαρίσει, την επομένη ημέρα δεν θα σου ξαναβάλει πάλι; Μη ντρέπεσαι, λοιπόν, να ξαναέλθεις στην Εκκλησία. Να ντρέπεσαι όταν πράττεις την αμαρτία. Η αμαρτία είναι το τραύμα και η μετάνοια το φάρμακο. Αν, λοιπόν, έχεις παλιώσει σήμερα από την αμαρτία, να ανακαινίσεις τον εαυτό σου με τη μετάνοια. Και είναι δυνατό, μπορεί να πει κανείς να σωθώ, αφού μετανοήσω; Και βέβαια είναι. Μα, όλη τη ζωή μου την πέρασα μέσα στις αμαρτίες, και εάν μετανοήσω θα βρω τη σωτηρία; Και βέβαια. Από που γίνεται αυτό φανερό; Από τη φιλανθρωπία του Κυρίου σου... Γιατί η φιλανθρωπία του Θεού δεν έχει μέτρο. Και ούτε μπορεί να ερμηνευτεί με λόγια η πατρική Του αγαθότητα. Σκέψου μια σπίθα πού έπεσε μέσα στη θάλασσα, μήπως μπορεί να σταθεί εκεί ή να φανεί; Όση σχέση έχει, λοιπόν, μια σπίθα με το πέλαγος, τόση σχέση έχει η αμαρτία σου σε σύγκριση με τη φιλανθρωπία του Θεού. Και καλύτερα, θα έλεγα, όχι τόση, άλλα πιο πολλή. Γιατί το πέλαγος, ακόμη και αν είναι απέραντο, έχει όριο, μέτρο και σύνορα. Η φιλανθρωπία όμως του Θεού είναι απεριόριστη. Γι' αυτό σου επαναλαμβάνω. Είσαι αμαρτωλός; Μην απελπίζεσαι» (περικοπή από την 8η ομιλία για τη μετάνοια. PG 49, 337-338).
πηγή:www.egolpio.com
ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ - ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Θὰ μακρυγορούσαμε, ἂν θέλαμε νὰ περιγράψουμε ὅλα ὅσα ἀφοροῦν τὸ θέμα αὐτὸ σὲ σχέση μὲ τὸ Γέροντά μας. Ἡ προσευχὴ ἦταν γιὰ τὸν Γέροντα ἕνα ἀπέραντο κεφάλαιο καὶ τὸ κύριο μέλημά του. Σὲ αὐτὴν εἶχε δοθεῖ ὁλόκληρος. Ὅλη τὴν ζωή του, ὅλη τὴν ἐπίδοση καὶ τὸν ἐνθουσιασμό του, ὅλη τὴν φροντίδα καὶ τὴν προσπάθειά του, ὅλο του τὸ εἶναι τὰ εἶχε ἀποθέσει στὴν ἀρετὴ τῆς προσευχῆς. Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ νὰ περιγράψουμε ἀπὸ τὰ δυσπρόσιτα καὶ ἀπροσπέλαστα μυστήρια ποὺ ἀγνοοῦμε ἐμεῖς οἱ ταπεινοί, πτωχοὶ καὶ ἀδύνατοι ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴν κατάστασή μας;
Βλέπαμε ἐξωτερικὰ τὴν πρακτικὴ ζωή του. Παρατηρούσαμε, πόσο ἀνελέητα φερόταν πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ ἀνάλογα συλλογιζόμασταν. Ποιὸς ὅμως ἦταν δυνατὸν νὰ δεῖ ἢ νὰ περιγράψει τὸν ἐσωτερικό του κόσμο καὶ τοὺς ἀλαλήτους στεναγμούς του καὶ ὅλα ὅσα ἡμέρα καὶ νύχτα προσέφερε στὸν Θεό;
Δικαιολογημένες ἀπαιτήσεις μποροῦσαν νὰ τοῦ ἀποσπάσουν ἀνάλογες ὑποχωρήσεις σὲ σχέση μὲ ὁ,τιδήποτε πρακτικὸ τὸν ἀπασχολοῦσε. Στὴν τάξη ὅμως καὶ τὸν τύπο τῆς προσευχῆς ἦταν ἀδύνατο νὰ γίνουν ὑποχωρήσεις. Ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ ἐμμονή του στὸ θεῖο ἔργο τῆς προσευχῆς μαρτυροῦσαν τὸ ὕψος καὶ τὸ πλάτος τῆς φροντίδας του καὶ τὰ ἀντίστοιχα ἀποτελέσματα ἦταν πολὺ φανερά. Κατὰ τὴν κρίση τῶν Πατέρων μας, τὸ σαφέστερο δεῖγμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς μιᾶς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ, ποὺ ὑπάρχει ὡς ἐσωτερικὴ μόνιμη κατάσταση καὶ ὄχι ὡς προϊὸν προσπαθείας. Καὶ στὸν πνευματικὸ Γέροντά μας βλέπαμε ὅτι τὸ κύριο μέλημα καὶ ὁ κύριος στόχος του ἦταν ἡ προσευχή.
Ὁ ἀείμνηστος μᾶς παιδαγωγοῦσε καὶ μᾶς ὑπεδείκνυε ἀκούραστα τὴν ἀξία καὶ τὸν πλοῦτο τοῦ καρποῦ τῆς προσευχῆς. Συχνὰ τόνιζε: «ἡ ἀκρίβεια τῆς ἐντολῆς αὐτῆς καὶ ἡ προσπάθεια τῆς προσευχῆς θὰ σᾶς ἀνοίξει τὴν πόρτα τῆς προσευχῆς» ἢ «αὐτὸ τὸ λάθος θὰ σᾶς γίνει ἐμπόδιο στὴν προσευχή».
Τὴν ἰδιαίτερη μέριμνα τοῦ Γέροντος γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς προσευχῆς μπορεῖ νὰ τὴν διαπιστώσει ὁ καθένας καὶ ἀπὸ τὶς διάφορες ἐπιστολές του, ποὺ δημοσίευσε ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφός μας, ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου. Γράφει ὁ Γέροντας πρὸς ἕνα νεώτερο: «Ἡ νοερὰ προσευχὴ εἰς ἐμένα εἶναι ὅπως τοῦ καθενὸς ἡ τέχνη. Καθότι ἐργάζομαι αὐτὴν τριάντα ἓξ καὶ ἐπέκεινα χρόνια», δηλαδὴ σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἕως τότε μοναχικῆς του ζωῆς. Ἡ ἄνεση, μὲ τὴν ὁποία περιγράφει αὐτὴ τὴν παναρετὴ ὁ μακαριστὸς Γέροντας – τὴν ἀρχή της, τὴν λεπτομερῆ ἐξήγηση τῶν διαφόρων σταδίων καὶ καταστάσεων ποὺ ἀκολουθοῦν ὡς καὶ αὐτὴ τὴν ἔλλαμψη καὶ ἁρπαγή, στὴν ὁποία ὁδηγεῖ ἡ ἴδια αὐτοὺς ποὺ τὴν ἀσκοῦν μὲ ζῆλο –μαρτυρεῖ τὸν βαθμὸ τῆς προαγωγῆς μὲ τὴν δύναμη τῆς Χάριτος, καὶ τῆς κατοχῆς τῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἰδιοτήτων τῆς προσευχῆς...
... Σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ, ποὺ περιγράφει τὴν ἰδιότητα τῆς προσευχῆς, μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει «τὸν δὲ φωτισμὸν διαδέχονται διακοπὴ τῆς εὐχῆς καὶ συχναὶ θεωρίαι. Ἁρπαγὴ τοῦ νοός, κατάπαυσις τῶν αἰσθήσεων, ἀκινησία καὶ ἄκρα σιγὴ τῶν μελῶν, ἕνωσις Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου εἰς ἕν». Συνεχεῖς ἐμπειρίες του ἦταν ἡ εἰρήνη τῶν λογισμῶν, ἡ συνάντηση μὲ ἄλλον ἀέρα, ἡ «ζωοποιὸς νέκρωση» καὶ γαλήνη τῶν μελῶν, ἡ αἴσθηση λεπτῆς αὔρας, ἡ ἄρρητη εὐωδία, τὸ ἄϋλο, ὑπέρλευκο καὶ ἄκτιστο φῶς. Γι᾿ αὐτὸ συχνὰ μᾶς μιλοῦσε μὲ τέτοιες ἐκφράσεις. Χαρακτηριστικό του ἦταν ἐπίσης ἡ εὐχέρεια νὰ ἑρμηνεύει τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς σὲ ὅλο τὸ στάδιο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα καὶ ἰδίως στὸ πρακτικὸ μέρος. Αὐτὸ ἦταν ἐπισφράγιση καὶ ἀπόδειξη τοῦ αἰωνίου κύρους τῆς Πατερικῆς παραδόσεως, ποὺ συνεχίζεται καὶ παρατείνεται ἀδιάκοπα καὶ ἀπαραχάρακτα ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες ὡς τὶς ἡμέρες μας.
Τὸν πατρικὸ χαρακτήρα τῆς χαριτωμένης καὶ ἀληθινῆς προσευχῆς τοῦ Γέροντος ἐπισφράγιζε καὶ ἡ κοινωνία του μὲ τὸν πανανθρώπινο πόνο. Νοιώθαμε ὅτι αὐτὸ τὸ ζοῦσε ἔντονα καὶ σχεδὸν διαρκῶς. Πολλὲς φορὲς τὸν βλέπαμε νὰ βυθίζεται ἤρεμα στὸν ἑαυτό του, καὶ φαινόταν ὅτι δὲν ἦταν κοντά μας. Ἀλλοιωνόταν ἡ ἔκφρασή του καὶ μὲ λυπημένο ὕφος ἀναστέναζε ἐλαφρά. «Γέροντα, τί συμβαίνει;», ρωτούσαμε μὲ τὴν νεανική μας περιέργεια. «Κάποιος πάσχει, παιδιά» μᾶς ἔλεγε. Ἡ διαπίστωση γινόταν ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες λαμβάναμε ἕνα γράμμα μὲ τὴν περιγραφὴ κάποιας περιπέτειας. «Πῶς γίνεται, Γέροντα, αὐτοὶ ποὺ προσεύχονται περισσότερο νὰ γίνονται κοινωνικότεροι τῶν ἄλλων;». Γιατὶ βλέπαμε ὅτι αὐτοὶ αἰσθάνονται τὸν πλησίον καὶ κοινωνοῦν μὲ αὐτὸν πρακτικότερα, μολονότι οἱ ἴδιοι εἶναι σχεδὸν κρυμμένοι καὶ ἄγνωστοι. Μὲ τὸ δικό του λεξιλόγιο μᾶς ἀποδείκνυε τότε τὴν καθολικότητα τῆς προσευχῆς, ποὺ εἶναι ὁ κυριότερος φορέας τῆς οἰκουμενικότητος. Μὲ τὴν προσευχὴ πραγματοποιεῖται τελειότερα ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεό, καὶ ἔτσι τὰ πάντα καταλήγουν στὴν Χριστοένωση καὶ Χριστοκοινωνία. Ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὰ θέματα ποὺ «ἔπασχε», ἴσως νὰ μειονεκτοῦσε μερικὲς φορὲς στὴν δυνατότητα ἐκφράσεως. Δὲν μποροῦσε νὰ διατυπώσει πλήρως τὰ πνευματικὰ βιώματά του μὲ τοὺς λεπτοὺς φιλοσοφικοὺς ὅρους τῆς θεολογίας. Μᾶς πληροφοροῦσε ὅμως μὲ λεπτομέρεια γιὰ τὸ κάθε νόημα ποὺ περικλείεται στὸν πνευματικὸ ἀγώνα τῆς ἐν Θεῷ ζωῆς γενικά, ἀλλὰ καὶ εἰδικὰ σὲ ὅ,τι ἀναφέρεται στὴν προσευχή, μὲ ἕναν ἐπαγωγικὸ τρόπο, ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ ἐλευθερία τῆς ἐμπειρίας του.
Μᾶς ἔλεγε: «Ἡ μάχη πρὸς τὰ πάθη εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς πορείας πρὸς τὴν καθαρὰ προσευχή. Εἶναι ἀδύνατον νὰ προοδεύσει κάποιος στὴν εὐχή, ὅταν ἐνεργοῦν τὰ πάθη. Στὴν ἀγριότητα τῆς μάχης κατὰ τῶν παθῶν, ἐνῶ ὁ ἀγωνιστὴς πολεμάει μὲ σωστὸ τρόπο καὶ πρόθυμα, συμβαίνει κάποτε νὰ τὸν «ὑποκλέπτουν» τὰ πάθη, εἴτε ἀπὸ ἀπειρία γιὰ τὸ ἄγνωστο εἶδος τοῦ πολέμου εἴτε ἀπὸ ἀδυναμία. Παρόλα ὅμως αὐτά, δὲν ἐμποδίζεται ἡ παρουσία τῆς Χάριτος τῆς προσευχῆς. Ὅταν ὅμως ὁ «ὑποσκελισμός» τῶν παθῶν προέρχεται ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἔχει κάποια κενοδοξία, τότε ἡ παρουσία τῆς Χάριτος εἶναι ἀδύνατη. Ἔπειτα ὁ νοῦς, κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἀπαλλαγῆς του ἀπὸ τὰ πάθη, παίρνει διὰ τῆς Χάριτος Θάρρος καὶ δύναμη στὸν πόλεμο κατὰ τῶν λογισμῶν καὶ στέκεται μὲ ἐπιμονὴ στὴν προσευχὴ καὶ γενικότερα στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ».
... Πάμπολλα παραδείγματα στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων μᾶς πείθουν γιὰ τὴν σωτηρία ἀπὸ ἐπικείμενους ὀλέθρους ἐξαιτίας τῆς προσευχῆς ἐναρέτων ἀνθρώπων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐκδηλώνουν οἱ τέλειοι ἐν Θεῷ τὶς δυὸ κύριες ἀρετές τους. Τὴν ἀγάπη καὶ τὴν προσευχή. Ἡ ἀγάπη συνιστᾶ τὴν οὐσία τῆς προσωπικότητος τῶν τελείων, ἐνῶ ἡ προσευχὴ τὸ ἀποδεικνύει.
Ὁ Γέροντας μᾶς ἔλεγε ὅτι σὲ ὅποιον προσεύχεται ἀληθινὰ ἀποκαλύπτεται ἡ αἴσθηση τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Καὶ πιὸ συγκεκριμένα, «ὅταν ἡ Χάρις ἐνεργήσει στὴν ψυχὴ τοῦ εὐχομένου, τότε τὸν πλημμυρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ ἄλλο νὰ ἀντέξει αὐτὸ ποὺ αἰσθάνεται. Στὴν συνέχεια, στρέφεται ἡ ἀγάπη αὐτὴ πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο ἀγαπᾶ τόσο, ὥστε νὰ θέλει νὰ πάρει ἐπάνω του ὅλο τὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ τὴν δυστυχία γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ ἄλλοι. Συμπάσχει σὲ κάθε θλίψη καὶ δυσκολία, θλίβεται ἀκόμα καὶ γιὰ αὐτὰ τὰ ἄλογα ζῷα καὶ κλαίει, ὅταν σκεφθεῖ ὅτι πάσχουν! Αὐτὰ εἶναι χαρακτηριστικὰ ἀγάπης, ποὺ τὰ προκαλεῖ καὶ τὰ δραστηριοποιεῖ ἡ προσευχή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅσοι πρόκοψαν στὴν προσευχὴ δὲν παύουν νὰ εὔχονται ὑπὲρ τοῦ κόσμου. Σὲ αὐτοὺς ἀνήκει καὶ ἡ παράταση τῆς ζωῆς του - ὅσο καὶ ἂν αὐτὸ φαίνεται παράδοξο καὶ τολμηρὸ - καὶ νὰ ξέρετε ὅτι, ἂν αὐτοὶ ἐκλείψουν, τότε θὰ ἔρθει τὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου» .
Ὁ Θεός, ὡς ἡ αὐτούσια Παναγάπη, μεταδίδει καὶ μεταφέρει μέρος ἀπὸ τὴν Παναγαθότητά Του στὰ κτίσματά Του, ὅπως καὶ ὅσο Αὐτὸς γνωρίζει. Αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια νὰ κάνουν τὸ ἴδιο πράγμα καὶ οἱ θεούμενοι δοῦλοι Του, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐπίκλησή τους μεταδίδουν ἐπίσης τὴν ἀγάπη στὸν κόσμο. Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι, ἂν ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ σῶμα, ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ δύναμή του. Καὶ ἀποδεικνύεται ὅτι μὲ τὴν προσευχὴ κατορθώνεται ἐπιτυχέστερα ἡ ἐκπλήρωση τῆς ἀγάπης σὲ παγκόσμια κλίμακα, ἐκεῖ ὅπου ἀδυνατοῦν οἱ τόσοι ἄλλοι πόροι καὶ τρόποι...
ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ
Απολυτίκιο.
ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ
Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης
Ο Οσιότατος Αρσένιος ο Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στα 1840 στα Φάρασα ή Βαρασιό, στο Κεφαλοχώρι των έξι Χριστιανικών χωριών της περιφερείας Φαράσων της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι σε αρετές και μέτριοι σε αγαθά. Είχαν αποκτήσει δύο αγόρια, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο (τον Άγιο Αρσένιο). Από μικρή ηλικία έμειναν ορφανά και τα προστάτεψε η θεία τους, αδελφή της μητέρας τους. Ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβηκε στα παιδιά και την θαυματουργική διάσωση του μικρού τότε Θεόδωρου από τον Άγιο Γεώργιο που τον έσωσε από βέβαιο πνιγμό, είχε ως αποτέλεσμα, για τον μεν Βλάσιο να δοθεί με τον δικό του τρόπο στον Θεό, να τον δοξολογεί ως δάσκαλος της Βυζαντινής Μουσικής και κατέληξε αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, για τον Θεόδωρο δε να θέλει να γίνει καλόγερος. Στη συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στη Νίγδη και μετά στη Σμύρνη όπου τέλειωσε τις σπουδές του. Στα είκοσι έξι του περίπου χρόνια πήγε στην Ιερά Μονή Φλαβιανών του Τιμίου Προδρόμου όπου αργότερα κάρηκε Μοναχός και πήρε το όνομα Αρσένιος. Δυστυχώς όμως δε χάρηκε πολύ την ησυχία του, διότι εκείνη την εποχή είχαν ανάγκη μεγάλη από δασκάλους και ο Μητροπολίτης Παϊσιος ο Β΄, τον χειροτόνησε Διάκο και τον έστειλε στα Φάρασα για να μάθει γράμματα στα εγκαταλειμμένα παιδιά. Αυτό φυσικά γινόταν στα κρυφά, με χίλιες δυο προφυλάξεις, για να μη μάθουν τίποτε οι Τούρκοι. Στο τριακοστό έτος της ηλικίας του χειροτονήθηκε στην Καισαρεία πρεσβύτερος με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτου και την ευλογία ως Πνευματικός. Άρχισε πια η πνευματική του δράση να γίνεται μεγαλύτερη και να απλώνεται. Με την άφθονη Θεία Χάρη που τον προίκισε ο Θεός θεράπευε τις ψυχές και τα σώματα των πονεμένων ανθρώπων. Είχε πολλή αγάπη στον Θεό και προς την εικόνα Του, τον άνθρωπο και όχι στον εαυτό του, διότι , όταν έβλεπε πολύ πόνο και καταπίεση Τουρκική, η αγάπη τον έβγαζε έξω από τον εαυτό του και έξω από το χωριό του και αγκάλιαζε και τα γύρω χωριά. Θεράπευε αδιάκριτα τον ανθρώπινο πόνο όπου τον συναντούσε σε Χριστιανούς ή Τούρκους. Για τον Άγιο δεν είχε καμιά σημασία, διότι έβλεπε στο πρόσωπό τους, την με πολλή αγάπη πλασθείσα εικόνα του Θεού. Αναρίθμητα είναι τα θαύματα που επετέλεσε ο Άγιος με τη Χάρη του Θεού. Στείρες γυναίκες τεκνοποιούσαν, αφού τις διάβαζε ευχή ή έδιδε "φυλακτό" που ήταν ένα κομμάτι χαρτί γραμμένο με κάποιες ευχές που τις έγραψε ο ίδιος. Διάβαζε το Άγιο Ευαγγέλιο σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως στους τυφλούς, βουβούς, χωλούς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους και γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε την ανάγνωση. Πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι είχαν θεραπευθεί, αφού πήραν χώμα από το κατώφλι του κελιού του και αναμιγνύοντάς το με λίγο νερό το έπιναν, πιστεύοντας ότι θα εθεραπεύοντας ότι θα εθεραπεύοντο και η πίστη τους που είχαν στον Άγιο, έκανε το θαύμα. Χρήματα φυσικά δε δεχόταν ποτέ ούτε κι έπιανε στα χέρια του. Συνήθιζε να λέγει "η πίστη μας δεν πουλιέται". Βίωνε ολοκληρωτικά και "έπασχε τα Θεία". Ζούσε με αυταπάρνηση, διότι αγαπούσε πολύ πρώτα τον Θεό και μετά την εικόνα Του, τον Θεό και μετά την εικόνα Του, τον πλησίον. Αιματηρούς αγώνες και προσπάθειες κατέβαλε για να διατηρήσει τους συγχωριανούς και τους συμπατριώτες του στην πίστη, για να μην κλονιστούν και αλλαξοπιστήσουν στις χαλεπές εκείνες ημέρες και εποχές, από τις πολλές και διάφορες πιέσεις που δεχόντουσαν από τους Τούρκους, αλλά και από διάφορους προβατόσχημους λύκους, τους προτεστάντες, που προσπαθούσαν να ποιμάνουν την ποίμνη του Χριστού. Το κελί του, μικρό, απέριττο, ευρισκόταν μέσα στον κόσμο. Ζούσε μέσα στον κόσμο, αλλά συγχρόνως κατόρθωνε να ζει και εκτός του κόσμου. Σε αυτό, καθώς και για τα θεία του κατορθώματα, πολύ τον βοηθούσαν οι δύο ημέρες (η Τετάρτη και η Παρασκευή) που έμενε έγκλειστος στο κελί του, προσευχόμενος. Οι οποίες καρποφορούσαν περισσότερο πνευματικά τότε, διότι αγίαζαν και την εργασία των άλλων ημερών. Ώρες έμενε γονατιστός προσευχόμενος στον Θεό για τον λαό Του, που τον είχε εμπιστευθεί στα ασκητικά χέρια του δούλου Του Αρσενίου. Η μεγάλη ευαισθησία του Αγίου Πατρός δεν άντεχε να κάνει κανένα κακό στην πλάση. Ιδιαίτερα στα ζώα. Ποτέ του δεν κάθισε σε ζώο να το κουράσει, για να ξεκουράσει τον εαυτό του. Προτιμούσε πάντοτε να βαδίζει πεζός και όπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Είχε πάντοτε μπροστά του τον Χριστό που ποτέ Του δεν κάθισε σε ζώο - μόνο μια φορά - και όπως χαρακτηριστικά έλεγε: "Εγώ που είμαι χειρότερος και από το γαιδουράκι, πως να καθίσω σ' αυτό;" Για να κρύψει τις αρετές του από τα μάτια των ανθρώπων και να αποφύγει έτσι τους επαίνους, κατάφευγε σ' ορισμένες "ιδιοτροπίες". Παρουσιαζόταν σαν σκληρός θυμώδης, οξύθυμος, απόπαιρνε τις διάφορες γυναίκες, που από αγάπη γι' αυτόν και ευγνωμοσύνη προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, με διάφορους τρόπους, να του μαγειρεύουν και να του στέλνουν φαγητό. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε στον πιστό του φίλο και ψάλτη Πρόδρομο τα εξής: "Εάν ήθελα να με υπηρετούν γυναίκες, θα γινόμουν έγγαμος ιερεύς και θα με υπηρετούσε παπαδιά. Τον καλόγηρο που τον υπηρετούσε γυναίκες, δεν είναι καλόγηρος". Όταν ύψωνε τα χέρια του για να παρακαλέσει για κάτι τον Θεό, άρχιζε να τον παρακαλεί προσευχόμενος και φωνάζοντας, "Θεέ μου! λες και ξεκοβόταν η καρδιά του εκείνη την ώρα, και θαρρείς πώς έπιανε τον Χριστό από τα πόδια και δεν του έκανε το αίτημά του. Εμείς όπως έλεγαν οι Φαρασιώτες "στην Πατρίδα μας τι θα πει γιατρός, δεν ξέραμε στον Χατζεφεντή τρέχαμε. Στην Ελλάδα μάθαμε από γιατρούς, αλλ' αν τα πούμε στους εντόπιους, τους φαίνονται παράξενα". Εκτός από τα άλλα του χαρίσματα είχε και το προορατικό χάρισμα. Είχε πληροφορηθεί από τον Θεό, πως θα έφευγαν για την Ελλάδα και έγινε στις 14 Αυγούστου του 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Γνώριζε από προηγουμένως και τον θάνατό του και ότι αυτός θα συνέβαινε σ' ένα νησί. Η αγία του μορφή συνέχεια σκοπούσε Χάρη και παρηγοριά. Το πρόσωπό του έλαμπε από την ασκητική γυαλάδα, που έμοιαζε σαν το χρώμα του φτιασμένου κυδωνιού. Είχε πια εξαϋλωθεί από τους υπερφυσικούς πνευματικούς αγώνες, που έκανε από αγάπη στον Χριστό, καθώς και από τους πολλούς του κόπους για την αγάπη προς το ποίμνιο του, που το ποίμανε πενήντα χρόνια σαν καλός Ποιμένας. Τρεις μέρες πριν την εκδημία του ήλθε η Παναγία, τον γύρισε σ' όλο το Άγιο Όρος, τα Μοναστήρια, τους Ναούς που τόσο επιθυμούσε να δει και δεν είχε αξιωθεί και του είπε ότι σε τρεις ημέρες θα παρουσιαστεί στον Κύριο, που τόσο πολύ αγάπησε και έδωσε όλο του τον εαυτό σ' Αυτόν. Έφυγε στις 10 Νοεμβρίου το 1924. Με λίγα λόγια αυτός ήταν ο Άγιος Αρσένιος. Ας έχομε όλοι τις Αγίες του Ευχές.
Ήχος γ' Θείας πίστεως.
Βίον ένθεον, καλώς ανύσας, σκεύος τίμιον, του Παρακλήτου, ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε, και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος, πάσιν πάρέχεις ταχείαν βοήθειαν. Πάτερ όσιε Χριστόν τον Θεόν ικέτευε δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.