Google

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

http://pneumatikotita.forumotion.com/

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ


Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ


Tον καιρό που τα μαύρα σύννεφα της ειδωλολατρείας σκέπαζαν απειλητικά όλη την οικουμένη, στα τέλη δηλαδή του τρίτου αιώνα μετά Χριστόν, γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας ο Άγιος μεγαλομάρτυρας Παντελεήμων. Την εποχή εκείνη αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο φοβερός διώκτης των Χριστιανών, ο Μαξιμιανός.Ο πατέρας του λεγόταν Ευστόργιος και ήταν ειδωλολάτρης αξιωματούχος, μέλος της συγκλήτου. Η μητέρα του λεγόταν Ευβούλη και ήταν θερμή Χριστιανή. Το όνομα που έδωσαν στο παιδί τους ήταν Παντολέον.Ο Παντολέον ήταν πολύ έξυπνος, ευγενικός, επιμελής, ταπεινός και πράος, γεμάτος αρετή, παρ' όλο που ακόμη δεν είχε βαπτιστή Χριστιανός. Όταν μεγάλωσε, ο πατέρας του τον παρέδωσε σ'ένα φημισμένο γιατρό, τον Ευφρόσυνο , για να του διδάξει την ιατρική επιστήμη. Σε λίγο καιρό ο Παντολέον ξεπέρασε όλους τους συνομήλικους του στη μόρφωση και όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για το χαρακτήρα του. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μαθαίνοντας για την αρετή και την εξυπνάδα του, τον προόριζε για να γίνει γιατρός στο παλάτι, ο γιατρός των ανακτόρων.Τον ίδιο καιρό ο γέροντας ιερέας της Νικομήδειας Ερμόλαος, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα κάλεσε στο σπίτι που κρυβόταν τον Παντολέοντα για να τον γνωρίσει. Αφού συνομίλησαν για πολλή ώρα, ο Ερμόλαος κατενθουσιάστηκε από τις αρετές που κοσμούσαν τον νέο και αποφάσισε να του γνωρίσει την πίστη στο Χριστό. Έτσι αναπτύχθηκε ανάμεσα τους μια άριστη πνευματική σχέση. Ο Παντολέον επισκεπτόταν καθημερινά τον Άγιο Ερμόλαο και απολάμβανε τους Χριστιανικούς του λόγους. Στερεωνόταν έτσι σιγά σιγά στην αληθινή πίστη.Ένα εντυπωσιακό γεγονός κάνει τον Παντολέοντα να πάρει τη σοβαρή και γενναία απόφαση να δεχθεί το Άγιο Βάπτισμα, να γίνει Χριστιανός. Ενώ περπατούσε στο δρόμο συνάντησε ένα παιδί που το δάγκωσε μια οχιά και πέθανε. Λέει λοιπόν στον εαυτό του: Θα προσευχηθώ στο Χριστό να αναστήσει αυτό το παιδί και αν πράγματι το παιδί αναστηθεί, εγώ πια δεν υπάρχει λόγος να καθυστερώ τη βάπτισή μου, θα γίνω Χριστιανός, θα πιστέψω ότι ο Χριστός είναι ο Θεός ο αληθινός, ο Σωτήρας του κόσμου. Αυτά σκέφτηκε και προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο.Αμέσως το παιδί ζωντάνεψε και το φίδι απέθανε.Γεμάτος χαρά ο Παντολέον τρέχει στο γέροντα Ερμόλαο, του διηγείται το θαύμα και του ζητά να τον βαπτίσει. Και ο Ερμόλαος, επειδή γνώριζε ποιος οδηγείται στην τελειότητα, γεμάτος συγκίνηση οδήγησε στο φωτισμό του θείου βαπτίσματος τον Παντολέοντα.Απο τότε ο Παντολέον έγινε ανάργυρος ιατρός.Θεράπευε με τη δύναμη του Ιησού Χριστού τους ασθενείς, χωρίς να παίρνει καθόλου χρήματα. Ακόμη, όταν εύρισκε φτωχούς τους βοηθούσε ποικιλότροπα, δίνοντας τους χρήματα και άλλα αναγκαία είδη. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά θαύματα του Αγίου ήταν η θεραπεία ενός τυφλού, με τη δύναμη και πάλι του παντοδύναμου Θεού μας, του Χριστού.Οι θαυμαστές θεραπείες του Αγίου προκάλεσαν το θαυμασμό των κατοίκων της Νικομήδειας, αλλά και το μίσος και το φθόνο των άλλων ιατρών της πόλης. Οι τελευταίοι κατάγγειλαν τον Παντολέοντα στον Αυτοκράτορα Μαξιμιανό, το φοβερό αυτό διώκτη του Χριστιανισμού.Ο Μαξιμιανός κάλεσε τον Άγιο στα ανάκτορα για να ζητήσει εξηγήσεις. Ο Άγιος ομολόγησε με θάρρος ότι είναι Χριστιανός. Ο αυτοκράτορας στην αρχή προσπάθησε να τον πείσει με διάφορες κολακείες και υποσχέσεις να αρνηθεί το Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Παντολέον όμως έμεινε πιστός και ακλόνητος. Δεν αρνήθηκε. Δεν πρόδωσε το Χριστό.Ο αυτοκράτορας εξαγριωμένος, διέταξε φοβερά βασανιστήρια, για να κλονίσει τον Άγιο και να τον εξαναγκάσει να θυσιάσει στα είδωλα.Οι στρατιώτες του αυτοκράτορα, άρχισαν να του ξέουν τη σάρκα με μαχαίρια και να καίνε τις πληγές με λαμπάδες. Ο Χριστός, όμως,ήλθε σε βοήθεια του Αγίου και του θεράπευσε τις πληγές, φωτίζοντάς τον με αστραπές. Στη συνέχεια έβαλαν τον Παντολέοντα μέσα σε ένα καζάνι που έβραζε. Με τη βοήθεια όμως και πάλι του Θεού ο Άγιος έμεινε σώος και αβλαβής και η φωτιά θαυματουργικά έσβησε. Ακολούθως βύθισαν τον Άγιο στα βάθη της θάλασσας, αφού έδεσαν στο λαιμό του μια τεράστια πέτρα. Ο Χριστός, όμως, έκανε την πέτρα πιο ελαφριά από φύλλο και έδωσε στον Παντολέων τη δύναμη να περπατά πάνω στα νερά. Έτσι σώος και αβλαβής, βγήκε στη στεριά. Στη συνέχεια έρριξαν τον Άγιο σε πεινασμένα άγρια θηρία. Όμως τα ζώα, αντί να τον κατασπαράξουν, έγλειφαν ήρεμα και ειρηνικά με τη γλώσσα τους τα πόδια του, κουνόντας τις ουρές τους.Έκπληκτος αλλά και εξαγριωμένος ο ηγέμονας, διατάσσει τον αποκεφαλισμό του Αγίου. Θαυματουργικός το ξίφος λυγίζει και αντί αίμα τρέχει γάλα. Λίγο πριν από το μαρτυρικό δια αποκεφαλισμού θάνατο του Αγίου, ακούσθηκε φωνή απ' τον ουρανό. Ήταν η φωνή του Θεού που του έδωσε το όνομα Παντελεήμων, που σημαίνει τον Άγιο που όλους τους βοηθά και τους ελεεί ακόμη και τους εχθρούς του.Το Τίμιο Σώμα του Αγίου τάφηκε με τιμές από τους Χριστιανούς. Η εκκλησία μας τιμά την μνήμη του την 27 η Ιουλίου.

ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ


"Όσον ο άνθρωπος καταφρονεί τούτον τον κόσμον και καταγίνεται εις τον φόβον του Θεού μετά σπουδής, τοσούτον και η Θεία πρόνοια πλησιάζει εις αυτόν"

"Δεν θα μας ζητήσει λόγο ο Θεός γιατί δεν κάναμε προσευχή,αλλά γιατί δεν είχαμε επαφή με τον Χριστό και μας ταλαιπώρησε ο Διάβολος"

"Η μετάνοια είναι το πλοίο,ο Θείος Φόβος οι κωπηλάτες και η αγάπη είναι το Θεϊκό λιμάνι" "Η ταπείνωσις και χωρίς έργα, συγχωρεί πολλές αμαρτίες. Τα έργα όμως, χωρίς την ταπείνωση, όχι μόνο είναι ανωφελή, αλλά προξενούν και πολλά κακά"

"Να μη λυπάσαι όταν συναντάς στενοχώριες και οι δυσκολίες στην ζωή σου, γιατί ολ' αυτά γίνονται κατά παραχώρηση Θεού για την ψυχική σου ωφέλεια"

"Μια νεφέλη μικρά, δύναται προς στιγμήν να σκεπάσει τον κύκλο του ηλίου. Αφού όμως διαλυθεί, ο Ήλιος και λαμπρότερος και θερμότερος καθίσταται"

(Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).

ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΡΟΣΤΩΦ ΠΕΡΙ ΥΠΟΜΟΝΗΣ


ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΟΥ ΡΟΣΤΩΦ ΠΕΡΙ ΥΠΟΜΟΝΗΣ

«Υπομονής έχετε χρείαν, ίνα το θέλημα του Θεού ποιήσαντες κομίσησθε την επαγγελίαν» (Εβρ. 10. 36). Αυτοί που υπομένουν αγόγγυστα και με καρτερία τα πάντα, μένουν πιστοί στο θέλημα του Θεού. Κι αυτοί που μένουν πιστοί στο θέλημα του Θεού, θα πάρουν την αμοιβή που υποσχέθηκε Εκείνος: τη βασιλεία των ουρανών. Γιʼ αυτό κι εσύ «μη νικώ υπό του κακού, αλλά νίκα εν τω αγαθώ το κακόν... Μηδενί κακόν αντί κακού αποδιδόντες· προνοούμενοι καλά ενώπιον πάντων ανθρώπων· μη εαυτούς εκδικούντες, αγαπητοί, αλλά δότε τόπον τη οργή· γέγραπται γαρ· εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος» (Ρωμ. 12. 21, 17, 19). Στον Κύριο ανήκει η κρίσις και η καταδίκη όσων σε αδικούν. Σε σένα η καλωσύνη και η μακροθυμία. Στον Κύριο ανήκει η τιμωρία και η πάταξις του κακού. Σε σένα η ανεξικακία και η υπομονή. Η υπομονή στις δοκιμασίες είναι ένα ασφαλές μέσο για να ενωθούμε με τον Θεό. Όσο ο γογγυσμός, χωρίζει από τον Θεό, τόσο η υπομονή σφυρηλατεί την ενότητα μας μαζί Του. Αν λοιπόν υπομένης μʼ ευγνωμοσύνη όλες τις δοκιμασίες για χάρι Του, θα σου ανταποδώση την αιώνια μακαριότητα. Μέσω της θλίψεως και της υπομονής εισέρχεσαι στον χώρο της αληθινής γνώσεως και καθαρίζεσαι από το πλήθος των αμαρτιών σου. Πρόσεχε ωστόσο να μην εκθέτης θεληματικά τον εαυτό σου σε κινδύνους. Να προσεύχεσαι στον Κύριο με τα λόγια της προσευχής που Εκείνος δίδαξε: «Μη εισενέγκης με εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι με από του πονηρού»! Μην επιδιώκης εσύ τις δοκιμασίες, για νʼ ασκηθής τάχα στην υπομονή. «Μη δώης εις σάλον τον πόδα σου, μηδέ νυστάξη ο φυλάσσων σε» (Ψαλμ. 120.3). Μην εκτίθεσαι ο ίδιος σε κινδύνους και πειρασμούς. Να είσαι όμως πάντα έτοιμος να υπομείνης με ευγνωμοσύνη όσους θα παραχωρήση ο Θεός. Ο ίδιος ο Κύριος μας διδάσκει με το παράδειγμα Του. Όταν πριν από το πάθος προσευχόταν στον Πατέρα Του, έλεγε: «Πάτερ μου, ει δυνατόν έστι, παρελθέτω απʼ εμού το ποτήριον τούτο». Θυμήσου ακόμη πόσες φορές φυλαγόταν από τους Ιουδαίους και τους ξέφευγε, ή προφυλασσόταν από τους κινδύνους που τον απειλούσαν. Ήταν όμως έτοιμος πάντα να υποταχθή στο θέλημα του Πατρός: «πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλʼ ως συ» (Ματθ. 26. 39). Ο λόγος για την υπομονή δεν τελειώνει εύκολα. Θυμάται πάλι τους λόγους του Κυρίου: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών» (Λουκ. 21. 19). «ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται.» (Ματθ. 10. 22) Αλλά και στο διάστημα της επιγείου ζωής Του ο Κύριος έγινε για μας πρότυπο υπομονής, μακροθυμίας και ανεξικακίας· «ος λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως» (Αʼ Πετρ. 2. 23). Υπόμεινε κι εσύ με χαρά τα πάντα, για νʼ ακούσης τη φωνή Του να λέη: «Ότι ετήρησας τον λόγον της υπομονής μου, καγώ σε τηρήσω εκ της ώρας του πειρασμού της μελλούσης έρχεσθαι επί της οικουμένης όλης, πειράσαι τους κατοικούντας επί της γης» (Αποκ. 3. 10). «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεως μου» (Ψαλμ. 39. 1). Ο Κύριος δέχεται σαν θυσία ευάρεστη την ανδρεία υπομονή, ενώ αποστρέφει το πρόσωπο Του από τη μικροψυχία. Οι άνθρωποι της υπομονής ακολουθούν πιστά τα ίχνη Του, οι δειλοί και οι μικρόψυχοι απομακρύνονται από κοντά Του· «πολλοί απήλθον εκ των μαθητών αυτού εις τα οπίσω και ουκέτι μετʼ αυτού περιεπάτουν» (Ιω. 6. 66) Ποιός τραυματισμένος θεράπευσε ποτέ την πληγή του χωρίς υπομονή στον πόνο και στα θεραπευτικά μέσα του γιατρού; Ποιός μπορεί νʼ ακολουθήση πίσω από τον Χριστό χωρίς να σηκώση στους ώμους τον σταυρό της υπομονής; Κανένας. Όλοι όσοι Τον ακολούθησαν και Τον ακολουθούν ήταν και είναι έτοιμοι νʼ αντιμετωπίσουν με υπομονή τις δοκιμασίες που οπωσδήποτε θα τους βρουν, καθώς τονίζει και ο σοφός Σειράχ,: «Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν Κυρίω Θεώ, ετοίμασον την ψυχήν σου εις πειρασμόν» (2.1) «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. 16. 24). Τί μας λέει μʼ αυτά τα λόγια Του ο Κύριος; «Ότι όποιος θέλει να βαδίση στα ίχνη Του πρέπει πρώτα νʼ αρνηθή τον εαυτό του, δηλαδή τη φιλαυτία του και το θέλημα του, έπειτα να σηκώση τον σταυρό του, σταυρό υπομονής και ανδρείας, και τέλος να Τον ακολουθήση. Αγωνίσου να παραμείνης χωρίς μεταπτώσεις σε κατάστασιν πνευματικής εγρηγόρσεως, υπομονής και ανδρείας, γιατί μόνο έτσι θα καταβάλης τον νοητό Αμαλήκ που επιβουλεύεται την ψυχή σου, θʼ απαλλαγής από βάσανα και θλίψεις και θʼ αξιωθής των αιωνίων αγαθών, όταν θα επανέλθη ο Κύριος για να κρίνη τον κόσμο. «Ουαί υμίν τοις απολωλεκόσι την υπομονήν· και τί ποιήσετε όταν επισκέπτηται ο Κύριος;» (Σοφ. Σειράχ 2. 14).

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ


ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ


Ἐκ τῆς Ἐκδόσεως «Παρακλητικὸς Κανὼν εἰς τὸν Ὅσιον Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ», ὑπὸ τοῦ Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Σιμωνοπετρίτου, Ὑμνογράφου Μ.Χ.Ε.
Ὁ ὅσιος Σεραφείμ, τὸ ὁλοφώτεινο ἀστέρι τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, ἔζησε, ἔδρασε καὶ ἔλαμψε στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα (1759-1833).
Γεννήθηκε στὶς 19 Ἰουλίου τοῦ 1759 στὴν πόλη Κοὺρκ καὶ παρέμεινε ἐκεῖ μέχρι τὰ δεκαεννέα του χρόνια. Στὴν ἡλικία αὐτὴ πῆρε τὴ γενναία ἀπόφαση ν᾿ ἀφοσιωθεῖ ὁλόψυχα στὸ Θεό· κι Ἐκεῖνος ὁδήγησε τὰ βήματά του στὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ.
Ἐνῷ ἦταν ἀκόμη δόκιμος, ἀρρώστησε βαριὰ ἀπὸ ὑδρωπικία. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἀσθενείας, θεραπεύθηκε θαυματουργικὰ μὲ ἐπίσκεψη τῆς Θεοτόκου.
Στὴ μοναχική του κουρὰ (1786) ὀνομάστηκε Σεραφεὶμ -προηγουμένως εἶχε τὸ ὄνομα Πρόχορος. Τὸ ἴδιο ἔτος χειροτονήθηκε διάκονος καὶ μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια, σὲ ἡλικία 34 ἐτῶν, ἱερεύς. Ὅταν λειτουργοῦσε, πετοῦσε στὰ οὐράνια, καὶ πολλὲς φορὲς ἀξιωνόταν νὰ βλέπει θαυμαστὰ ὁράματα καὶ ν᾿ ἀκούει ἀγγελικὲς μελῳδίες.
Διψώντας νὰ πλησιάσει περισσότερο τὸ Θεό, Τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἀξιώσει ν᾿ ἀποσυρθεῖ σὲ κάποια ἐρημικὴ περιοχή. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ χειροτονία του σὲ ἱερέα, ἔλαβε ἄδεια ἀπὸ τὴ μονὴ ν᾿ ἀφοσιωθεῖ στὴ μελέτη, στὴ σιωπή, στὴν ἄσκηση, στὴν ἔντονη προσευχή. Γιὰ δεκαέξι χρόνια, βαθιὰ μέσα στὸ δάσος, ἀγωνιζόταν ν᾿ ἀνεβαίνει, μέρα μὲ τὴ μέρα, τὴν κλίμακα ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό. Τότε ἔκανε καὶ τὴ γνωστὴ ἄσκηση, τὶς «χίλιες νύχτες προσευχῆς»: Πάνω σὲ μιὰ μεγάλη πέτρα, ξαγρύπνησε προσευχόμενος ἐπὶ χίλιες νύχτες.
Μαζὶ μὲ τὴν προσευχή, διάβαζε ἀκατάπαυστα τὴν Ἁγία Γραφή. «Πρέπει νὰ τρέφεις, ἔλεγε, τὴν ψυχὴ μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ λόγος τοῦ θεοῦ εἶναι ὁ «ἄρτος τῶν ἀγγέλων». Μ᾿ αὐτὸν πρέπει νὰ τρέφονται οἱ ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦν μὲ πάθος τὸ Θεό». Εὐλαβεῖτο ἀφάνταστα τὴ Θεοτόκο. Στὸ πρόσωπό Της ἔβρισκε ἀνέκφραστη πνευματικὴ ἀγαλλίαση. Συχνὰ ἔλεγε: «Ἡ Παναγία εἶναι ἡ χαρά, ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τὶς χαρές».
Στὸ διάστημα ποὺ ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, δέχθηκε ἐπίθεση λῃστῶν, ποὺ τὸν τραυμάτισαν βαριά, θεραπεύθηκε καὶ πάλι θαυματουργικὰ ἀπὸ τὴ Θεοτόκο.
Τὸ 1810 ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἔρημο στὴ Μονὴ τοῦ Σάρωφ καὶ ἔμεινε ἔγκλειστος στὸ κελλί του, ἀσκούμενος στὴ σιωπή. Στὴν ἀρχὴ ἀπέφευγε τὸν κόσμο. Ἀργότερα ὅμως, τὸ 1815, σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν, ἄνοιξε τὸ κελλί του καὶ δεχόταν κάθε ἐπισκέπτη. Εἶχε ἀποκτήσει πιὰ φήμη ἁγίου καὶ φωτισμένου ἀνδρὸς καὶ ὁ κόσμος ἔτρεχε κοντά του νὰ ξεδιψάσει. Ὁ ἴδιος, ὡστόσο, δὲν βγῆκε ποτὲ ἀπὸ τὸ κελλί του γιὰ ἄλλα δέκα χρόνια.
Σὲ ἡλικία 66 ἐτῶν, κατόπιν ὁράματος καὶ προσταγῆς τῆς Θεοτόκου, ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴ διακονία τοῦ πλησίον καὶ ἄρχισε στὸ ἑξῆς τὸ ἔργο τοῦ «στάρετς», τοῦ πνευματικοῦ καθοδηγητοῦ.
Ἡ δράση τοῦ ὡς «στάρετς» ὑπῆρξε καταπληκτική. Ἀναρίθμητες ψυχὲς ἔτρεχαν κοντά του, γιὰ νὰ βροῦν τὴ γαλήνη, τὴ χάρη, τὴ σωτηρία. Καὶ ὅσοι δὲν μποροῦσαν νὰ φθάσουν μέχρι τὸ κελλί του, τὸν κατέκλυζαν μὲ ἐπιστολές.
Οἱ ἐπισκέπτες του ἐπέστρεφαν ἄλλοι ἄνθρωποι. Καθὼς προσευχόταν γι᾿ αὐτούς, καθὼς τοὺς εὐλογοῦσε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καθὼς μύρωνε τὸ μέτωπό τους μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τῆς Παναγίας, καθὼς τοὺς ἔδινε πνευματικὲς συμβουλές..., μιὰ μυστικὴ δύναμη ἁπλωνόταν στὶς ψυχές τους. «Ὁποιοσδήποτε ἐρχόταν στὸν στάρετς Σεραφείμ, ἔνιωθε νὰ τὸν ἀγγίζει ἡ θεϊκὴ φλόγα ποὺ ὑπῆρχε σ᾿ αὐτὸν καὶ ν᾿ ἀγκαλιάζει τὴν ψυχή του». Σ᾿ ὅλους μοίραζε εἰρήνη, χαρά, θεϊκὲς εὐλογίες.
Συνιστοῦσε συχνὰ τὴν εἰρήνη: «Ἀπόκτησε τὴν πνευματικὴ εἰρήνη καὶ τότε χιλιάδες ψυχὲς ὁλόγυρά σου θὰ βροῦν τὴ λύτρωση». Σχετικὰ μὲ τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, δίδασκε: «Ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μιλοῦσε πολὺ γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Χαιρετοῦσε τοὺς ἐπισκέπτες του μὲ τὰ λόγια: «Χαρά μου, Χριστὸς ἀνέστη!». Καὶ κάθε φορὰ ποὺ κοινωνοῦσε, ἀπήγγελλε τὸν πασχαλινὸ κανόνα «Ἀναστάσεως ἡμέρα...».
Ἀπὸ τὰ πνευματικά του χαρίσματα, τί νὰ πρωτοαναφέρουμε; Τὸ μάτι του διέσχιζε τὰ βάθη τῶν καρδιῶν. Εἶχε βλέμμα προφήτου. Προέβλεπε τὰ μέλλοντα. Ἀπαντοῦσε σὲ ἐπιστολὲς χωρὶς νὰ τὶς ἀνοίξει, γιατὶ γνώριζε τὸ περιεχόμενό τους. Θεράπευε μὲ τὴν προσευχή του πλῆθος ἀρρώστων. Πολλὲς φορὲς τὸ πρόσωπό του ἄστραφτε σὰν ἥλιος. Καὶ μέσα στὸ δάσος, ὅταν ἀσκήτευε, εἶχε φιλίες μὲ τὰ ἄγρια πουλιὰ καὶ ζῷα, καὶ μάλιστα μὲ μιὰ πελώρια ἀρκούδα, ποὺ κάθε μέρα ἐρχόταν νὰ φιλευθεῖ ἀπὸ τὸ χέρι του! Ζωὴ προπτωτική, παραδεισένια!
Ὁ θάνατός του ὑπῆρξε ὀσιακός. Στὶς 2 Ἰανουαρίου τοῦ 1833 βρέθηκε νεκρός, γονατισμένος, μὲ τὰ μάτια προσηλωμένα στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Τὴν προηγούμενη μέρα εἶχε κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ εἶχε ἀποχαιρετήσει τοὺς πατέρες τοῦ μοναστηριοῦ.
Τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὴ γῆ θὰ μείνει ἀξέχαστο. Ἢ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ λίγες παρόμοιες μορφὲς γνώρισε. Τὰ λόγια του καὶ τὰ ἔργα του θὰ δυναμώνουν πάντα τοὺς πιστούς.
Ἅγιος ἀνακηρύχθηκε ἐπίσημα τὸ 1903. Ἢ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 2 Ἰανουαρίου, ἀλλὰ καὶ στὶς 19 Ἰουλίου -ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ ἁγίου λειψάνου του. Ἡ ἁγιότητά του γίνεται ὅλο καὶ περισσότερο γνωστὴ στὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ κόσμο.
Συγκλονιστικὸ γεγονὸς γιὰ τὴ Ρωσία ὑπῆρξε ἡ εὕρεση τῆς σοροῦ του, τὸ 1990, καὶ ἢ μεταφορά της στὴ γυναικεία Μονὴ τοῦ Ντιβέγιεβο (τὴν ὁποία ὁ ὅσιος εἶχε ὑπὸ τὴν πνευματική του καθοδήγηση καὶ προστασία).
Εἴθε οἱ πρεσβεῖες του νὰ μᾶς ἐνισχύουν στὸ δρόμο τῆς ζωῆς μας, καὶ τὸ παράδειγμά του νὰ μᾶς ἐμπνέει.

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ


Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ

Ο Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω υπήρξε μια μεγάλη και υπέροχη ασκητική φυσιογνωμία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατά πάντα εφάμιλλος και ισοστάσιος των μεγάλων και θεοφόρων Πατέρων «των εν ασκήσει λαμψάντων».
Ήταν μια χαρισματούχα και πολυτάλαντη προσωπικότητα. Εκπλήσσεται κανείς, πώς συνδυάζονται αρμονικότατα στο λαμπρό βίο του η προδρομική του ασκητικότητα με τον αποστολικό ζήλο και την κοινωνική δράση, ο αναχωρητισμός του ησυχαστή με την οργανωτικότητα και το διοικητικό χάρισμα του ηγέτη, οι μυστικές αναβάσεις του θεωρητικού με τους αιματηρούς αγώνες του πρακτικού, και τέλος η προσήλωση προς την «ακρίβεια» των κανόνων με τη φιλάνθρωπη συγκαταβατικότητα και την οικονομία.
Σπάνια βλέπει κανείς πρόσωπα με τόση ευρύτητα διάνοιας και καρδιάς!
Υπήρξε πράγματι μια ολύμπια μορφή!
Ο οσιακός βίος του καθώς και τα αναρίθμητα θαύματά του συνετέλεσαν ώστε να καταξιωθεί σαν άγιος στη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας και να καταστεί παμμακεδονική μορφή της Ορθοδοξίας, καύχημα και προστάτης της Πιερίας και του Βελβεντού της Κοζάνης εκούσιος συνοικιστής, προστάτης και δάσκαλος.
Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε λίγο πριν από το 1.500 μ.Χ. στο χωριό Σκλάταινα της επαρχίας Φαναρίου του Νομού Καρδίτσας, σημερινή Δρακότρυπα.
Οι γονείς του ήταν φτωχοί. Το πρώτο του όνομα ήταν Δημήτριος και από νωρίς έδωσε δείγματα αφοσίωσης στο Χριστό και αγάπης στο μοναχισμό. Σε ηλικία περίπου 18 ετών και μετά το θάνατο των γονιών του, πηγαίνει στα Μετέωρα και κείρεται ρασοφόρος μοναχός με το όνομα Δανιήλ.
Αργότερα, ζητώντας ησυχαστικώτερο τόπο, πηγαίνει στο Άγιον Όρος και γίνεται μεγαλόσχημος και πρεσβύτερος (παπάς), με το όνομα ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ. Έμενε στη σκήτη της Μονής Καρακάλου, με αυστηρή άσκηση, προσευχή και νηστεία. Η ισάγγελη ζωή του τον επέβαλε σε όλους τους Πατέρες του Άθω, γι’ αυτό και αργότερα εκλέχτηκε Ηγούμενος της Μονής Φιλοθέου. Στη Μονή αυτή, η οποία τότε ήταν βουλγαρική, ο Άγιος συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις, γι’ αυτό και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Άγιον Όρος.

Μετά το Άγιον Όρος, γύρω στο 1524, ήρθε στην περιοχή της Βέροιας, στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου, την οποία ανεκαίνισε και την κατέστησε, στα δύσκολα τότε χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου όλα «τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», φάρο πνευματικό για όλη την κεντρική Μακεδονία και για όλα τα παραποτάμια χωριά του Αλιάκμονα. Η επιρροή που άσκησε ο Άγιος Διονύσιος στο λαό της ευρύτερης αυτής περιοχής είναι αισθητή και στις μέρες μας.
Η παράδοση λ.χ. θέλει τους Βελβεντινούς να επισκέπτονται με τα ζώα το Μοναστήρι του Προδρόμου Βέροιας, να λειτουργούνται και να κοινωνούν σ’ αυτό. Αλλά και αργότερα όταν ο Άγιος θα πάει στον Όλυμπο, οι Βελβεντινοί θα τον ακολουθήσουν και θα επισκέπτονται με τα πόδια και με τα ζώα τους, το Μοναστήρι στον Όλυμπο, για να ζητήσουν τη βοήθεια του Αγίου.
Από το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου της Βέροιας, ο Άγιος γνωρίζεται με έναν άλλο μεγάλο Ασκητή, τον Άγιο Νικάνορα, που ασκήτευε στο Μοναστήρι της Ζάβορδας. Ανάμεσα στους δύο άνδρες υπήρχε μεγάλη εκτίμηση. Γράφει ο μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανός: «Ο Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, είπε κάποτε στους συνασκητάς του για τον πανάριστο μιμητή των Οσίων, που ασκήτευε στο Καλλίστρατον όρος. «Βλέπετε, αδελφοί, μέγαν θησαυρόν κρύπτει υποκάτω εκείνο το ευτελές τριβώνιον». Κάτω από το απλό και φτωχό ένδυμα του ταπεινού μοναχού κρυβόταν ένθεη ψυχή. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι ό,τι φορεί, αλλά ό,τι έχει μέσα του, μέσα στην ψυχή του. Η αγάπη και η εκτίμηση των δύο Αγίων ήταν αμοιβαία. Όχι σαν αίσθημα «ψυχικό» και σαν ανθρώπινη φιλοφροσύνη, μα σαν αποκάλυψη Θεού μέσα στις καθαρμένες συνειδήσεις των. Γράφοντας τη διαθήκη του ο όσιος Νικάνωρ, εκεί που ομιλεί για τον ηγούμενο του μοναστηριού της Ζάβορδας, δίνει οδηγία και εντολή στους αδελφούς μοναχούς. Αν δεν βρεθή κατάλληλο πρόσωπο για ηγούμενος στα μοναστήρια των Μετεώρων, τότε «πηγαίνετε εις το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου του εν τη σκήτει της Βεροίας, εις το κτίριον του εμού αδελφού και συνασκητού κυρ Διονυσίου». (Ακολουθίαι του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Νικάνορος του θαυματουργού, Αθήναι 1970).
Από το μοναστήρι του Προδρόμου της Βέροιας, ο Άγιος Διονύσιος, αργότερα, έφυγε κρυφά, θέλοντας να αποφύγει την εκλογή του σαν Επισκόπου Βεροίας, όπως ζητούσε ο λαός, όταν χήρευσε η Επισκοπή αυτή.
Έτσι τον βλέπουμε να γίνεται «οικιστής του Ολύμπου», όπου οι σπάνιες ομορφιές του και τα δροσερά νερά του, φαίνεται τον ανέπαυσαν πλήρως.
Στην αρχή ασκήτευε μέσα σ’ ένα σπήλαιο, που σώζεται μέχρι σήμερα μ’ ένα μικρό παρεκκλήσιο.
Στο μεταξύ υφίσταται πολλές ταλαιπωρίες, διωγμούς, συκοφαντίες, όπως όλοι οι Άγιοι, εξαιτίας των οποίων αναγκάζεται να εγκαταλείψει προσωρινά τον Όλυμπο και να πάει στο Πήλιο, χτίζοντας εκεί τη Μονή της Αγίας Τριάδας.
Αργότερα όμως επιστρέφει στον Όλυμπο και χτίζει, γύρω στο 1524 το πρώτο Μοναστήρι, που σώζεται μέχρι σήμερα, προς τιμήν και πάλι της Αγίας Τριάδας.
Στον Όλυμπο ο Άγιος έζησε σαν επίγειος άγγελος και γρήγορα συγκέντρωσε γύρω του ένα πλήθος Μοναχών, που έκανε το Μοναστήρι του πραγματική Λαύρα. Ωστόσο ο ίδιος χρησιμοποιούσε ακόμα για προσευχή και ησυχία τα σπήλαια που υπήρχαν γύρω από το Μοναστήρι και που τα είχε μετατρέψει σε ναΐσκους. Εκεί έμεινε τον περισσότερο χρόνο, ζώντας μέσα στο γνόφο της νοεράς προσευχής. Πολλές φορές καθώς ερχόταν από αυτές τις σπηλιές στο Μοναστήρι τον έβλεπαν να λάμπει ολόκληρος, λουσμένος στο αναστάσιμο φως του μέλλοντα αιώνα,«μέσα στη παράφορη άνοιξη».
Ο Άγιος δεν παρέλειπε να περιέρχεται, σαν άλλος Πρόδρομος του Πατροκοσμά του Αιτωλού, τα γύρω χωριά, για να μιλήσει στους υπόδουλους, να εξομολογήσει, να στηρίξει, να αφυπνίσει τους Έλληνες. Είχε απέραντη αγάπη για το λαό. Αγκάλιαζε τους πάντες και τους βοηθούσε πνευματικά και υλικά. Όταν τον πλησίαζε κάποιος, είχε την αίσθηση ότι πλησιάζει τον ίδιο το Χριστό.
Όταν ο Άγιος έφτασε στο τέρμα του βίου του, σαν πρωταθλητής γενναίος, πήρε το στεφάνι από τα χέρια του Χριστού.
Άφησε τις τελευταίες του σοφές υποθήκες στα πνευματικά του παιδιά και φτερούγισε σαν ερωδιός στον ουρανό, μέσα στο χειμώνα, στις 23 Ιανουαρίου. Αυτήν την ημέρα τελείται και η σεπτή μνήμη του.