Google

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

http://pneumatikotita.forumotion.com/

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Η θρησκεία της χαράς


Το χαμόγελο του Γέροντα Ιωσήφ



Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Η Ορθοδοξία είναι η θρησκεία της χαράς. Θρησκεία της χαράς δεν είναι ο παγανισμός, με τις οργιαστικές τελετουργίες του (δίπλα στις ανθρωποθυσίες και τη λατρεία δαιμονικών «θεοτήτων»), αλλά η Ορθοδοξία – στην οποία εντάσσω και την παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας, των πρώτων χιλίων ετών, ανατολής και δύσης.

Η ορθόδοξη υμνογραφία, εκτός από ύμνος προς το Θεό, είναι και ένας ύμνος στη χαρά: «Ευφραίνεσθε, δίκαιοι· ουρανοί αγαλλιάσθε· σκιρτήσατε, τα όρη, Χριστού γεννηθέντος!». «Τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται». «Χαίρετε, λαοί, και αγαλλιάσθε». «Χορεύουσιν άγγελοι πάντες εν ουρανώ». «Τέρπου, χόρευε και αγάλλου, Ιερουσαλήμ». «Δέχου παρ’ ημών χαράς ευαγγέλια της αναστάσεως Χριστού!». «Ησαΐα, χόρευε».

Ίσως βέβαια ένας αθεϊστής θεωρήσει σκανδαλώδες ότι αιτίες των παραπάνω χαρμόσυνων εκφράσεων είναι η γέννηση και η ανάσταση του Χριστού. Ασφαλώς σ’ εκείνον θα έδινε μεγαλύτερη χαρά ένα μεγάλο χάμπουργκερ. Αν είναι πιο εκλεπτυσμένος, θα προτιμούσε μια όπερα ή μια έκθεση ζωγραφικής – τι να κάνουμε, ο καθένας χαίρεται με ό,τι προτιμά. Μόνο που η δική μας χαρά είναι η αιώνια χαρά, ενώ η δική του –ας μου επιτραπεί να το πω– είναι υποκατάστατο…

ΓΕΛΟΥΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ;

Ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας, ολοζώντανος και γελαστός!...

Είναι αλήθεια ότι οι άγιοι Πατέρες δε συμπαθούν τον «άτακτο γέλωτα» (χαχανητό), γιατί τον θεωρούν ξέσπασμα κι όχι έκφραση αυθεντικής χαράς. Και το ξέσπασμα αυτό μπορεί να φανερώνει επιπολαιότητα, να έχει ως αιτία χυδαία ή χοντροκομμένα αστεία ή να είναι κοροϊδία σε βάρος του συνανθρώπου. Ο γέλωτας αυτός συμβαίνει σε συμπόσια και είναι αποτέλεσμα μέθης, συνοδεύεται από “χοντρά αστεία”, παρέα με γυναίκες ελευθέρων ηθών κ.λπ. κ.λπ.

Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο γίγαντας της φιλανθρωπίας:

Επειδή γαρ ως τα πολλά εν συμποσίοις ο διάβολος εφεδρεύει μέθην και αδηφαγίαν έχων αυτώ συμμαχούσαν, και γέλωτα άτακτον, και ψυχήν ανειμένην, μάλιστα τότε δει και προ τραπέζης, και μετά τράπεζαν, επιτειχίζειν αυτώ την από των ψαλμών ασφάλειαν, και κοινή μετά της γυναικός και των παίδων αναστάντας από του συμποσίου, τους ιερούς αδειν ύμνους τω Θεώ (Χρυσόστομος, Εις τους Ψαλμούς, PG 55,157).

Σε απλά νεοελληνικά:

«Επειδή τις πιο πολλές φορές στα γλέντια καραδοκεί ο διάβολος, έχοντας συμμάχους το μεθύσι, την πολυφαγία, το άτακτο γέλιο και την ψυχή που αγαπά την αμαρτία [ανειμένη = χωρίς περιορισμούς], κυρίως τότε πρέπει (και πριν το φαγητό και μετά το φαγητό) να οχυρώνεται ο άνθρωπος με ψαλμούς, να σηκώνεται από το γλέντι μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του και να ψάλλει».

Το εκπληκτικό αυτό απόσπασμα ΔΕΝ αποτρέπει τους ανθρώπους από το να διασκεδάσουν, αλλά προτρέπει τους άντρες να διασκεδάσουν μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά τους, δηλ. με την οικογένειά τους!!! Όχι μόνο με τους φίλους τους, γιατί τότε καραδοκεί ο κίνδυνος εκτροπής! Και φυσικά να συνοδεύσουν το γλέντι τους με προσευχή (πάλι όλοι μαζί), για να προστατευτούν από πράξεις που δεν ταιριάζουν με την προσευχή [ευχαριστώ το φίλο που μου επισήμανε το χωρίο].

Όμως, ακόμη και τον «άτακτο γέλωτα» οι άγιοι δεν τον θεωρούν αμαρτία – πολύ περισσότερο, το γέλιο γενικά δεν θεωρείται αμαρτία: αλλιώς θα υπήρχαν εκκλησιαστικοί κανόνες, που θα ζητούσαν να απέχει από τη θεία Μετάληψη για ένα διάστημα όποιος γελά, ή έστω όποιος χαχανίζει. Κάτι τέτοιο όμως (που θα ήταν και παράλογο) δεν υπάρχει. Ας σημειώσουμε εδώ ότι το τρανταχτό γέλιο του σύγχρονου αγίου Ευμένιου Σαριδάκη, που θα αναφέρουμε παρακάτω (το οποίο μάλιστα μετέδιδε και στους άλλους), φανερώνει ότι μια αθώα καρδιά γελάει όπως θέλει χωρίς να βλάπτεται ψυχικά. Η Ορθοδοξία δεν έχει αλύγιστους ηθικούς νόμους, αλλά μόνο ψυχοθεραπευτικές συμβουλές.

Το παιδικό χαμόγελο του Γέροντα Σωφρόνιου

Αυθεντική έκφραση χαράς, κατά τους ορθόδοξους αγίους, είναι η ιλαρότητα (φωτεινότητα του προσώπου). Γι’ αυτό και στον εσπερινό ο Χριστός εξυμνείται με έναν αρχαίο χριστιανικό ύμνο, στον οποίο χαρακτηρίζεται “Φως ιλαρόν” (=χαρούμενο).

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό βέβαια της Ορθοδοξίας είναι η έντονη παρουσία της χαρμολύπης (συνύπαρξης χαράς και λύπης). Η χαρμολύπη οφείλεται σε ταυτόχρονες αιτίες για να είναι χαρούμενος και για να είναι λυπημένος. Είμαι χαρούμενος π.χ. γιατί είμαι υγιής, γιατί βλέπω την ομορφιά της μέρας ή της φύσης, γιατί βρίσκομαι κοντά στους αγαπημένους μου, γιατί (ακόμη κι αν δεν είμαι υγιής ούτε κοντά στους δικούς μου) ζω την παρουσία του Χριστού στην καρδιά μου, είμαι όμως ΚΑΙ λυπημένος γιατί δεν ξεχνώ πως είμαι αμαρτωλός, καθώς και γιατί γύρω μου υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που κουβαλάνε πληγές και λύπες.

Ίσως γι’ αυτό ο π. Ευμένιος, ο Γελαστός Άγιος, είπε σε κάποια που παρατήρησε γι’ αυτόν πως γελούσε πολύ και τον σύγκρινε με κάποιον άλλο, που δε γελούσε: «Αυτούς που δε γελάνε, τους αγαπάει πιο πολύ ο Θεός». Το είπε ασφαλώς από ταπείνωση, επειδή ο ίδιος γελούσε πάρα πολύ, ενώ πρέπει και να ξέρουμε πως ο Θεός αγαπάει εξίσου όλους τους ανθρώπους (άπειρα), όμως θα εννοούσε πως η συνειδητοποίηση των αμαρτιών μας και ο πόνος των συνανθρώπων (για τον οποίο συχνά έχουμε κι εμείς ευθύνη) παρακινεί τους πιο ευαίσθητους σε σοβαρότητα και αυτή η σοβαρότητα (ετοιμότητα για μετάνοια [δηλ. αλλαγή προς το καλύτερο] και συμμετοχή στον πόνο του άλλου) ανοίγει την καρδιά μας προς το Θεό. Αυτή τη σοβαρότητα την είχε πολλές φορές και ο ίδιος, αν και τόσο γελαστός, όπως θα δούμε πιο κάτω.

[Αν τα παραπάνω λόγια σκανδαλίζουν κάποιον αδελφό μας, άθεο ή έστω αρνητικό προς «τους παπάδες», έχω να του πω ότι δε θα σκανδαλιζόταν αν είχε μπροστά του έναν καλλιτέχνη μονίμως συνοφρυωμένο λόγω της τέχνης του ή έναν ερευνητή πάντα σκεφτικό ή έναν ακτιβιστή μελαγχολικό (ή και οργισμένο) λόγω του ανθρώπινου πόνου, με τον οποίο παλεύει. Ας μη βιάζεται λοιπόν να σκανδαλίζεται και για τα λόγια ενός αγίου, έστω κι αν δεν τα καταλαβαίνει ή αν «δε συμφωνεί» μ’ αυτά].

Επίσης υπάρχει το παράδοξο χάρισμα των δακρύων, που εκδηλώνεται όταν η ψυχή έχει γίνει πάρα πολύ λεπτή & ευαίσθητη μπροστά

α) στις δικές της αμαρτίες

β) στη δυστυχία των άλλων,

γ) στον κίνδυνο να μη σωθεί όχι μόνον η ίδια, αλλά και ο αμαρτωλός συνάν-θρωπος,

δ) στη χαρμόσυνη επίσκεψη του ολόφωτου και ηθικά πεντακάθαρου Θεού, του Χριστού, που έρχεται να γιατρέψει τις ηθικές πληγές της ψυχής του αμαρτωλού και ώς τότε απελπισμένου ανθρώπου (για την αυθεντικότητα αυτής της εμπειρίας δες εδώ).

Τα δάκρυα αυτά ξεπλένουν την ψυχή και, κατά τους αγίους Πατέρες, δεν απελπίζουν, αλλά γιατρεύουν την απελπισία και αναζωογονούν (1).

Στα βιβλία των αγίων Πατέρων υπάρχουν πολλά σημεία όπου κάνουν χιούμορ.

Από τις βιογραφίες σύγχρονων αγίων Γερόντων, όπως ο Παΐσιος, ο Πορφύριος, η Γερόντισσα Γαβριηλία κ.ά., ξέρουμε ότι γελούσαν και έκαναν χιούμορ. Επίσης, μια από τις πιο γνωστές φωτο του (γενικά μάλλον εσωστρεφούς) αγίου Γέροντα Σωφρόνιου του Essex είναι εκείνη που τον εμφανίζει να γελάει, και μάλιστα με ένα γέλιο εντελώς παιδικό (την είδες πιο πάνω)! Γελάει στη φωτογραφία της και η αγία Μαρία Σκόμπτσοβα, η ακτιβίστρια της Γαλλίας και Νεομάρτυρας (από τους Ναζί).

Το χαμόγελο της αγίας Μαρίας Σκόμπτσοβας

Οι βιογραφίες των παλαιών αγίων συνήθως δεν είναι τόσο αναλυτικές, ώστε να ξέρουμε «αν γελούσαν». Ωστόσο είναι φανερό, από μια συγκριτική μελέτη βιογραφιών παλαιών και σύγχρονων αγίων, ότι όλοι είχαν και έχουν το ίδιο πνεύμα. Οι σύγχρονοι άγιοι είναι παρόμοιοι με τους παλιούς. Άρα, όπως σήμερα έχουμε γελαστούς αγίους, είχαμε πάντα.

«Χαρά μου, Χριστός ανέστη!» ήταν η φράση, με την οποία χαιρετούσε τους ανθρώπους ο μεγάλος άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (1759-1833).

Φυσικά μπορεί ένας άγιος να είναι μελαγχολικός ή και αγέλαστος λόγω ιδιοσυγκρασίας – μήπως πρέπει να τον λασπολογήσουμε γι’ αυτό ως δήθεν «άνθρωπο που καταπνίγει τη χαρά της ζωής»; Αστείο πράγμα.

ΤΡΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Υπενθυμίζω μερικά περιστατικά, που έχουν να πουν κάτι για το θέμα μας:

1) Κάποτε ένας κυνηγός είδε στην έρημο το Μέγα Αντώνιο να παίζει με τους μαθητές του (δηλ. με αρχάριους αναχωρητές, ενήλικες προφανώς, που είχαν τεθεί υπό την πνευματική του καθοδήγηση). Ο κυνηγός σκανδαλίστηκε και σκέφτηκε ότι οι ασκητές έπρεπε να είναι πάντα σοβαροί και εσωστρεφείς, όχι να παίζουν. Ο άγιος, που έπιασε τη σκέψη του, τον κάλεσε κοντά του.

«Τέντωσε το τόξο σου» του είπε. Ο κυνηγός το τέντωσε. «Τέντωσέ το κι άλλο. Κι άλλο». «Δε μπορώ να το τεντώσω άλλο» είπε στο τέλος ο κυνηγός, «γιατί θα σπάσει».

«Και την ψυχή του ανθρώπου» είπε ο άγιος «δε μπορείς να την τεντώνεις διαρκώς, γιατί θα σπάσει».

2) Ο άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας, πρώην ληστής που μετανόησε, μπήκε στην έρημο κι έγινε μεγάλος ερημίτης της αρχαίας εποχής, ήταν πολύ φιλόξενος και «εδέχετο μετά χαράς» τους επισκέπτες του (προφανώς όχι αγέλαστος και σκυθρωπός), γνωστούς και άγνωστους, τους οποίους περιποιόταν με όσα μέσα είχε και έκανε μαζί τους ωφέλιμες συζητήσεις. Αντίθετα, ο άγιος Αρσένιος ο Μέγας ήταν εσωστρεφής, ζούσε μακριά από τους άλλους και δύσκολα του παίρνανε κουβέντα οι επισκέπτες του, ακόμη και αναχωρητές που έρχονταν να τον δουν επειδή είχαν ακούσει για την αγιότητά του.

Ένας αναχωρητής, που είχε επισκεφτεί και τους δύο Γέροντες, απορούσε πώς γίνεται να είναι και οι δύο άγιοι. Έτσι, είδε ένα όραμα: δυο όμοια πλοία έπλεαν σε ποτάμι και στο καθένα βρισκόταν ο ένας άγιος· ο άγιος Αρσένιος ήταν γαλήνιος και πανευτυχής, γεμάτος από τη θεία χάρη, ενώ ο άγιος Μωυσής είχε μια συντροφιά αγγέλους που τον τάιζαν κερήθρες με μέλι!

Το όραμα αυτό φανερώνει ότι και οι δύο ήταν άγιοι, απλά με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Οι άγιοι δεν είναι φωτοτυπίες – κι αν αυτό δεν είναι αποδοχή της διαφορετικότητας, τότε τι είναι; Κι αν ο άγιος Μωυσής δεν είναι απάντηση στο θέμα της χαράς, τότε τι είναι;

Ο άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας

3) Με το χιούμορ στα έργα και στην αλληλογραφία των Τριών Ιεραρχών ασχολείται ο Κωνσταντίνος Νικολακόπουλος στα Ερμηνευτικά μελετήματα από ρητορικής και υμνολογικής απόψεως, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 231-254.

Εκεί εντοπίζει σημεία όπου οι τρεις μεγάλοι άγιοι (αλλά και επιστήμονες και φιλόσοφοι και αγωνιστές της φιλανθρωπίας) κάνουν χιούμορ, είτε μεταξύ τους (οι άγιοι Βασίλειος και Γρηγόριος, που ήταν φίλοι – ενώ ο Χρυσόστομος έζησε μια γενιά μετά) είτε προς άλλους.

Γράφει μεταξύ άλλων:

Ενυπωσιακά παραδείγματα γραφής του παιδαγωγικού χιούμορ και των Τριών Αγίων βρίσκουμε σε όλα τα είδη των κειμένων τους και σε όλες τις συνάφειες περιεχομένου, όπως στην αλληλογραφία με φίλους, στα εποικοδομητικά ποιμαντικά κηρύγματά τους, στα θέματα εκκλησιαστικής πολιτικής ή ακόμη και στα αντιαιρετικά τους έργα.

Από τα παραδείγματα που αναφέρει τα πιο χαριτωμένα φυσικά είναι όσα περιέχονται στην αλληλογραφία τους. Επιλέγω ένα:

Ένα αντιπροσωπευτικό χωρίο, σχετικά με τη χιουμοριστική αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, μας έχει διασωθεί στα κείμενα του αγίου Γρηγορίου, ο οποίος υπέφερε από αρθρίτιδα. Αναφερόμενος λοιπόν περιπεκτικά και αυτοσαρκαστικά στην αρρώστια του, δικαιολογείται και δηλώνει αδυναμία να παρευρεθεί σε κάποιον γάμο, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του «παντελώς άωρον και ου γαμικόν, δύο ποδαλγοί περιφερόμενοι και γελώμενοι» [=εντελώς αταίριαστο και μη γαμήλιο, δυο πονεμένα πόδια που θα τριγυρνάνε και θα τα κοροϊδεύουν].

Ο ΚΑΤ’ ΕΞΟΧΗΝ «ΓΕΛΑΣΤΟΣ ΑΓΙΟΣ» π. ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ

Ο μεγάλος αυτός σύγχρονος δάσκαλος της ορθόδοξης αγιότητας ήταν Κρητικός και ζούσε στο Νοσοκομείο Λοιμωδών στην Αγία Βαρβάρα Αττικής, όπου λειτουργούσε και συμπαραστεκόταν στους λεπρούς και τους άλλους ασθενείς, στους επισκέπτες και τους συγγενείς των ασθενών, αλλά και σε πλήθος ανθρώπων που τον είχαν γνωρίσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και τον επισκέπτονταν για πνευματική ωφέλεια. Μάλιστα, είχε εισαχθεί αρχικά στο νοσοκομείο λεπρός, θεραπεύτηκε με φαρμακευτική αγωγή και μετά δεν έφυγε, αλλά, συγκλονισμένος από τον ψυχικό και σωματικό πόνο που αντίκρισε, αποφάσισε να αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή του στην υπηρεσία των ανθρώπων που ζούσαν εκεί (εγώ θα έφευγα τρέχοντας με 1000, δυστυχώς – γι’ αυτό εγώ είμαι αμαρτωλός, ενώ ο π. Ευμένιος είναι άγιος). Είχε μάλιστα ως δικό του Γέροντα (=πνευματικό δάσκαλο) ένα λεπρό και τυφλό άγιο, τον άγιο Νικηφόρο. Ήταν τελείως άφραγκος και η απόλυτη παιδική ψυχή! Η βιογραφία του εδώ και αναφορά στην προσευχή του για αυτόχειρα εδώ.

Ο άγιος αυτός Γέροντας λοιπόν είχε χαρακτηριστικό του το τρανταχτό γέλιο! Έτσι φανερώνεται και η διάκριση ανάμεσα στο αληθινό γέλιο, που δεν πειράζει την αθώα ψυχή, και στο «άτακτο γέλιο» που είναι ξέσπασμα πάθους, το οποίο απορρίπτουν οι άγιοι Πατέρες. Στο βιβλίο του π. Σίμωνος Μοναχού π. Ευμένιος – Ο κρυφός άγιος της εποχής μας, σελ. 137-146 αναφέρεται σχετικά:

«Ο παππούλης μας γελούσε, γελούσε πολύ. Γελούσε με εμάς τους ανθρώπους και μας μετέδιδε τη χαρά του. Γελούσε με τους αγίους, με την Κυρία Θεοτόκο, με τους αγγέλους και μας μετέδιδε πάλι τη χαρά των αγίων, της Κυρίας Θεοτόκου, των αγγέλων, γι’ αυτό, όταν πηγαίναμε εκεί, μπορεί να ήμαστε στενοχωρημένοι και κουρασμένοι ψυχικά ή σωματικά, αλλά φεύγαμε… πετώντας.

Ο π. Ευμένιος γελούσε πολλές φορές και κατά τη διάρκεια των ακολουθιών, μπορεί την ώρα που διάβαζε το ιερό ευαγγέλιο ή όταν εθυμίαζε την Κυρία Θεοτόκο στην «Τιμιωτέρα» [σημαντικό τροπάριο για την Παναγία, που ψάλλεται σε ειδικό σημείο της καθημερινής πρωινής ακολουθίας (όρθρου)] ή την ώρα των παρακλήσεων [παράκληση ή "παρακλητικός κανόνας" = μουσικό + ποιητικό έργο, που αποτελεί προσευχή προς την Παναγία ή προς έναν άγιο (οι χριστιανοί συχνά διαβάζουν παρακλήσεις στο σπίτι τους, αλλά ψάλλονται & στην εκκλησία - δες πολλά δείγματα εδώ)]».

Ο Γέροντας Ευμένιος

Χαρμολύπη

«Ήταν πολύ χαριτωμένος και είχε το χάρισμα των δακρύων, της χαρμολύπης. Ενώ κάναμε ακολουθίες, πολλές φορές, ο Γέροντας ήταν μέσα στο Ιερό και προσευχόταν με το κομποσχοίνι και παρακολουθούσε και όσα διαβάζαμε. Εμείς απ’ έξω τον ακούγαμε που έκλαιγε. Και όταν έφτανε στο τέλος η ακολουθία, έβγαινε έξω από το Ιερό και έβλεπες τα μάτια του ή βουρκωμένα ή να τρέχουν δάκρυα. Και να χαμογελάει. Το συνηθισμένο χαρακτηριστικό του χαμόγελο. Εβίωνε την χαρμολύπη. Όπως το αντιλήφθηκα εγώ, τα δάκρυα της μετάνοιας, της κατάνυξης, ήταν που δημιουργούσαν αυτή την ανέκφραστη, την ανεκλάλητη χαρά. Τα ζούσε παράλληλα και τα δύο ο Γέροντας. Ήταν κάτι μοναδικό, που δεν το έχω ζήσει σε άλλους Γέροντες. Να γελάει τόσο πολύ και την ίδια στιγμή, παράλληλα, να κλαίει».

Ασυγκράτητα γέλια

«Όποιος τον πλησίαζε, έβλεπε έναν ιερέα, έναν καλόγερο, με έντονη χαρά στο πρόσωπό του. Αυτή η χαρά, πολλές φορές, εκφραζόταν με πολλά γέλια, που αναμιγνύονταν με τα λόγια του ή ξεχύνονταν από τις άκρες των κλειστών χειλιών του, όταν έμενε σιωπηλός. Το καταλάβαινες ότι ήταν γέλια ενός χαριτωμένου ανθρώπου [δηλ. ανθρώπου με θεία χάρη], μιας καρδιάς ξέχειλης από αληθινή, θεία γαλήνη και χαρά, που χυνόταν έξω και δρόσιζε, ξενίζοντας [=παραξενεύοντας] τους άλλους.

Ήταν εμφανές ότι ο π. Ευμένιος προσπαθούσε να συγκρατηθή από ταπείνωσι, να μη φανή αυτή η αγία ιδιαιτερότητα, μα δεν το κατάφερνε πάντοτε.

Όποτε τον επισκεπτόμουν έπαιρνα αυτό το δώρο, τη χαρά δηλαδή και τα «αλλιώτικα» γέλια του, που κυλούσαν ώς την δική μου καρδιά. Όταν φορούσε την ιερατική του στολή και έβγαινε στην Ωραία Πύλη για το «Ειρήνη πάσι» ή θυμίαζε την Παναγία μας στο τέμπλο, το πρόσωπό του, συγκρινόμενα με τα απαστράπτοντα άμφια, έλαμπε περισσότερο. Ιδιαίτερα μπροστά στην Θεοτόκο, στην Τιμιωτέρα ή στους Χαιρετισμούς, την χαιρετούσε πραγματικά πλημμυρισμένος χαρά και γελούσε μόνος αυτός, σαν να του είπε η Θεοτόκος μιαν ευχάριστη είδηση. […]»

Τα θεϊκά γέλια

«Το πρόσωπό του, φωτεινό, χαρούμενο και γελαστό. Κάποτε τον ερώτησε η σύζυγός μου Μαρία: «Γέροντα, πώς το καταφέρνετε αυτό;». Και η απάντηση δόθηκε αμέσως: Αυτά, ευλογημένη, είναι τα θεϊκά γέλια».

Μεγάλη κατάνυξι

«Υπήρχαν στιγμές, που ερχόταν σε κατάνυξη μεγάλη και τον άκουγα να κλαίει, είχε και φορές που τον άκουγα να γελά. Μια φορά, με κάποιον, κάναμε ο ένας στον άλλο ένα πείραγμα, κάναμε ένα λογοπαίγνιο, αλλά τόσο χαμηλόφωνα, που μόνον οι δυο μας το ακούγαμε. Το αποτέλεσμα ήταν ν’ ακούσουμε ένα ακατάσχετο γέλιο του Γέροντα μέσα στο Ιερό, γι’ αυτό που εμείς κάναμε απ’ έξω μυστικά. Και διορθώματα επίσης των λαθών τα έκανε από το Ιερό.

Όταν έβγαινε έξω, έβλεπες έναν άνθρωπο αλλοιωμένο να βγαίνη από την πόρτα του Ιερού, να είναι βρεγμένα τα μάγουλά του, τα γένια του, να είναι μυσταγωγημένος. Νόμιζες ότι κατέβαινε ένας άνθρωπος από πάνω, αυτό αισθανόσουν. Ήταν τόσο συγκλονιστική η στιγμή, που έλεγες: «Τώρα, πώς θα βγη ο Γέροντας από κει μέσα;». Τις περισσότερες φορές έβγαινε πάρα πολύ κατανενυγμένος και δακρύβρεκτος. Ήταν πάρα πολύ ωραίο περιβάλλον, δηλαδή, και αυτό εντός του ναού, και αυτό που ακολουθούσε αργότερα, με την τράπεζα. Τις περισσότερες φορές ήταν κλίμα χαράς».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το χρώμα του blog μας είναι μαύρο κι έχει για σημαία ένα οστεοφυλάκιο με κρανία κι ένα καντήλι. Το μαύρο, σε μας, είναι το χρώμα του πένθους. Τι σχέση έχουν αυτά με το γέλιο και τη χαρά;

Κι όμως έχουν! Ακόμα κι αυτό το πένθος οι άγιοι Πατέρες το ονομάζουν «χαροποιόν πένθος» = πένθος που δημιουργεί χαρά! Είναι μια εκδήλωση της ορθόδοξης χαρμολύπης.

Για να καταλάβεις πώς συνδέονται όλα αυτά, πέρνα μια βόλτα απ’ αυτά τα ιδρυτικά μας posts:

Κάτι τύποι με μαύρα που ζουν στον κόσμο τους

και

«Νεκρός για τον κόσμο»: τι σημαίνει;

Τότε θα καταλάβεις πως αυτά είναι τα ειρηνικά όπλα που σκοτώνουν το πένθος και τη λύπη (την κατάθλιψη, τη μελαγχολία, την κατήφεια…) κι ανασταίνουν την αιώνια και ουράνια χαρά. Αυτήν που ο σοφός λαός μας ονομάζει χαρά Θεού. Και είναι πολύ πιο αληθινή και ποιοτική απ’ τις καταναλωτικές ή σεξιστικές απολαύσεις που προπαγανδίζει -για ύποπτους λόγους- ο σύγχρονος κόσμος. Αν και είμαι ανάξιος αμαρτωλός, ας προσκαλώ σ’ αυτήν!

Χαρά μου, Χριστός ανέστη!

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

(1) Από το βιβλίο Η ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ του π. Κάλλιστου Ware [το βρήκα εδώ]:

Τα πνευματικά δάκρυα, όπως δείχνει το όνομά τους, είναι δώρο της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, και όχι απλώς αποτέλεσμα των δικών μας προσπαθειών, και συνδέονται στενά με την προσευχή μας. Τα πνευματικά δάκρυα μας οδηγούν στην καινούρια ζωή της Ανάστασης.

Τα πνευματικά δάκρυα, σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων, ανήκουν σε δύο κύριους τύπους.

Στο κατώτερο επίπεδο είναι πικρά στο υψηλότερο επίπεδο, είναι γλυκά. Στο κατώτερο επίπεδο αποτελούν μια μορφή εξαγνισμού. Στο ανώτερο είναι δάκρυα φωτισμού. Στο κατώτερο επίπεδο εκφράζουν συντριβή, λύπη για την αμαρτία, θλίψη για τον χωρισμό μας από τον Θεό – είναι δάκρυα του Αδάμ που θρηνεί έξω από τις πύλες του Παραδείσου. Στο ανώτερο επίπεδο εκφράζουν τη χαρά για την αγάπη του Θεού, την ευχαριστία για την αποκατάστασή μας στην υιοθεσία του Θεού που δεν αξίζουμε.

Παράδειγμα του κατώτερου επιπέδου είναι ο άσωτος υιός που βρίσκεται στην εξορία και θρηνεί για την χαμένη του πατρίδα· παράδειγμα του ανώτερου επιπέδου είναι το κλάμα του ασώτου για τη χαρά της γιορτής στο σπίτι του πατέρα του.

Στο κατώτερο επίπεδο είναι σαν «το αίμα που τρέχει από τις πληγές της ψυχής μας», όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Στο ανώτερο επίπεδο, δηλώνουν τις κεκαθαρμένες αισθήσεις και διαμορφώνουν μιαν όψη της καθολικής μεταμόρφωσης του ανθρώπινου προσώπου από την θεούσα [θεοποιό] Χάρη.

Λυπούμενοι, αεί δε και χαίροντες.

Πηγή: http://o-nekros.blogspot.com/2011/01/blog-post_09.html

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΠΟΙΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

Από την Κλίμακα


ΛΟΓΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ


Περί του χαροποιού πένθους



ΤΟ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ πένθος είναι η σκυθρωπότητα της ψυχής, η διάθεσις της πονεμένης καρδιάς, η οποία δεν παύει να ζητή με πάθος εκείνο για το οποίο είναι διψασμένη. Και όσο δεν το κατορθώνει, τόσο περισσότερο κοπιάζει και το κυνηγά και τρέχει πίσω του με οδυνηρό κλάμα.


2. Ας το χαρακτηρίσωμε και έτσι: Πένθος είναι ένα χρυσό καρφί της ψυχής. Το καρφί αυτό απογυμνώθηκε από κάθε γήϊνη προσήλωσι και σχέσι, και καρφώθηκε από την ευλογημένη λύπη (στήν πόρτα) της καρδιάς για να την φρουρεί.


3. Κατάνυξις είναι ένας συνεχής βασανισμός της συνειδήσεως, ο οποίος με την νοερά εξομολόγησι κατορθώνει να δροσίζη την φλογισμένη καρδιά.


4. Εξομολόγησις σημαίνει το να λησμονούμε την ίδια την φύσι μας. Κάποιος εξ αιτίας της «ελησμονούσε ακόμη να φάγη τον άρτο του» (Ψαλμ. ρα´ 5).


5. Μετάνοια είναι το να στερηθής κάθε σωματική παρηγορία, χωρίς καθόλου να λυπηθής.


6. Χαρακτηριστικό εκείνων πού προώδευσαν κάπως στο μακάριο πένθος είναι η εγκράτεια και η σιωπή των χειλέων. Εκείνων πού προώδευσαν περισσότερο, η αοργησία και η αμνησικακία. Και αυτών πού έφθασαν στην τελειότητα, η ταπεινοφροσύνη, η δίψα της ατιμίας, η εκούσια πείνα των ακουσίων θλίψεων, το ότι δεν κατακρίνουν τους αμαρτάνοντας, και το ότι αισθάνονται υπερβολική συμπάθεια προς αυτούς.


Ευπρόσδεκτοι ενώπιον του Θεού οι πρώτοι. Αξιέπαινοι οι δεύτεροι. Μακάριοι όμως οι τελευταίοι πού πεινούν για θλίψι και διψούν για ατιμία. Διότι αυτοί θα χορτάσουν από τροφή πού δεν χορταίνεται.


7. Όταν κατακτήσης το πένθος, κράτα το με όλη τη δύναμί σου. Διότι προτού αποκτηθή μόνιμα και οριστικά, χάνεται εύκολα από τους θορύβους και τις μέριμνες του σώματος και την καλοπέρασι, και μάλιστα από την πολυλογία και την αστειολογία, και διαλύεται όπως το κερί από την φωτιά.


8. Ανώτερη από το βάπτισμα αποδεικνύεται η μετά το βάπτισμα πηγή των δακρύων (τής μετανοίας), αν και είναι κάπως τολμηρό αυτό πού λέγω. Διότι εκείνο μάς καθαρίζει από τα προηγούμενά μας κακά, ενώ τούτο, το βάπτισμα των δακρύων, από τα μετέπειτα. Και το πρώτο, εφ όσον το ελάβαμε όλοι στην νηπιακή ηλικία, το εμολύναμε. Ενώ με το δεύτερο καθαρίζομε πάλι και το πρώτο. Και εάν η φιλανθρωπία του Θεού δεν το είχε χαρίσει αυτό στους ανθρώπους, οι σωζόμενοι θα ήταν πράγματι σπάνιοι και δυσεύρετοι.


9. Οι στεναγμοί και η κατήφεια φωνάζουν δυνατά προς τον Κύριον. Τα δάκρυα πού προέρχονται από φόβο μεσιτεύουν. Και τα δάκρυα πού προέρχονται από την παναγία αγάπη μάς φανερώνουν ότι η ικεσία μας έγινε δεκτή.


10. Αφού τίποτε δεν ταιριάζει τόσο με την ταπεινοφροσύνη, όσο το πένθος, και τίποτε πάντως δεν είναι τόσο πολύ αντίθετό της, όσο το γέλιο.


11. Να κρατής σφικτά την μακαρία χαρμολύπη, η οποία προέρχεται από την ευλογημένη κατάνυξι· και ακατάπαυστα να την καλλιεργής μέχρις ότου σε ανυψώση από τα γήϊνα και σε παρουσιάση καθαρόν εμπρός στον Χριστόν.

Θάνατος και χαρά (Αρχ. Βασίλειος Γοντικάκης)


Κάθε φορά που ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο, τα συναισθήματα που κυριαρχούν είναι η θλίψη, η απογοήτευση και ο φόβος. Ο π. Βασίλειος Γοντικάκης στην ιστορική, πλέον, ομιλία του στην Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. το 1986 έδειξε, με αφορμή την πορεία προς Εμμαούς, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζουμε το θάνατο.

«Σήμερα, λοιπόν, θα μιλήσουμε για τον θάνατο και μου ήρθε στο νου η αγωνία, αν θέλετε και η απογοήτευση των μαθητών μετά τον θάνατο του Χριστού και ο φόβος τους. Για αυτό θα ήθελα να σας υπενθυμίσω την προς Εμμαούς πορεία.
Θα το πω με δύο λόγια μιας και είναι γνωστή η πορεία: Δύο μαθητές, τρεις μέρες μετά τον θάνατο του Κυρίου, προχωρούν εις Εμμαούς, συζητούν μεταξύ τους για τον Ιησού, αγωνιούν, μιλούν για τα γεγονότα. Έρχεται ο Χριστός, χωρίς να τον αναγνωρίσουν, και τους ερμηνεύει τις γραφές. Εν τέλει Τον αγαπούν αυτόν τον Συνοδοιπόρο. Του λένε "μείνε μαζί μας". Μένει. Φτάνουν στο τραπέζι και στην κλάση του άρτου Τον γνωρίζουν. Τότε Αυτός γίνεται άφαντος, εκείνοι γεμίζουν χαρά και προχωρούν προς τα Ιεροσόλυμα.
Oι δύο μαθητές, λοιπόν, μιλούσαν και συζητούσαν για τον Χριστό. Και εκείνος παρουσιάστηκε δίπλα τους να συμπορεύεται. "Οι δε οφθαλμοί αυτών εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν". Τα μάτια τους ήταν ακόμα κλειστά και δεν Τον γνώρισαν. Νομίζω ένα μεγάλο πράγμα είναι το εξής: ο Χριστός είναι η οδός και είναι και ο αληθινός Συνοδοιπόρος μας. Κι αν τυχόν αγωνιούμε, αν συζητάμε, αν ψάχνουμε, αν βαδίζουμε, αν τυχόν για κάπου πάμε, Αυτός είναι μαζί μας. Μα, λέει κάποιος: "δεν Τον ξέρουμε". Αλλά πρέπει να ξέρουμε ένα πράγμα: μαζί με την αγωνία μας και Αυτός συμπορεύεται. Και ας μην Τον διακρίνουμε.
O Χριστός, στη συνέχεια, δεν θέλει να τους κάνει διδασκαλία, αλλά θέλει να τους δώσει τη δυνατότητα να πουν αυτά που έχουν μέσα τους. Γι' αυτό προσποιείται άγνοια και μάλιστα επιμένει. Τότε «του εξηγούν» για τον Ιησού τον Ναζωραίο τον οποίο παρέδωσαν "οι άρχοντες ημών εις κρίμα θανάτου" και Tον σταύρωσαν. Στη συνέχεια λένε κι οι δυο τους τον πόνο τους: «Εμείς ελπίζαμε ότι αυτός θα λύτρωνε το Ισραήλ. Αλλά ήδη πέρασαν τρεις μέρες αφού έγιναν αυτά, αφού Τον σταύρωσαν και δεν είδαμε ακόμη τίποτε που να στηρίξει τις ελπίδες μας. Μας παραξένεψαν μερικές γυναίκες από τη δική μας συντροφιά, γιατί πήγαν πρωί στο μνημείο και λένε ότι δεν βρήκαν το σώμα Του. Ήλθαν και μας είπαν ότι είδαν οπτασία αγγέλων κι ότι οι άγγελοι λένε ότι ζει. Και πήγαν και μερικοί από μας στο μνημείο και το βρήκαν έτσι όπως είπαν οι γυναίκες, "Αυτόν δε ουκ είδον"».
Τους δίνει, λοιπόν, τη δυνατότητα ο Χριστός να πουν το λογισμό τους. Αυτοί, με τετράγωνη λογική, λένε ότι "Εμείς ελπίζαμε. Τώρα δεν ελπίζουμε. Τι να ελπίζουμε; Εφ' όσον Αυτός σταυρώθηκε, πέθανε και είναι τρεις μέρες που πέρασαν, τελείωσε η ιστορία". Αποδεικνύουν τετραγωνικά ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να ελπίζει κανείς. Νομίζω ότι ο μεγάλος δάσκαλος, ο Χριστός, αυτό ήθελε να πουν κι αυτοί. Αυτό ήθελε να βγάλει από μέσα τους: ότι, κοίταξε, με την τετράγωνη λογική, η υπόθεση τελείωσε - και νομίζω ότι είναι καλό να τελειώνουν οι υποθέσεις.
Όμως αρχίζει Εκείνος και μιλά: "Ώ ανόητοι και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται". Επειδή και ο Κύριος ένιωθε ότι ήταν φίλοι Του, τους μιλάει αυστηρά. Και λέει τη φράση τη μεγάλη παρακάτω: "Ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξα αυτού;" Δεν έπρεπε να πάθει αυτά ο Χριστός για να περάσει στη δόξα Του; Στο σημείο αυτό μπαίνουμε στο μεγάλο μυστήριο και λέμε: Αν τυχόν έπρεπε να πάθει Αυτός, που ήταν ο ίδιος ο Χριστός, εμείς τι πρέπει να πάθουμε;
Άρχισε από τον Μωυσή και όλους τους προφήτες και εξήγησε σε όλες τις γραφές αυτά που αφορούσαν το πρόσωπό Του. Μαζί με την πορεία προχωρούσε και η ερμηνεία, κι έβλεπαν οι μαθητές ότι κάπου αλλού τους πηγαίνει. Μόλις έφτασαν στην πόλη που πήγαιναν, Αυτός προσποιήθηκε ότι πάει κάπου αλλού. Αλλά αυτοί: "παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες μείνον μεθ' ημών, ότι πρός εσπέραν εστί καί κέκλικεν η ημέρα". Νομίζω ότι οι μαθητές είπαν: Τώρα πού πάς; Τελείωσε η μέρα, τελειώνει η πορεία. Έτσι που μας έκανες δεν μπορούμε να φύγουμε από κοντά Σου, ούτε Εσύ από μας, έλα να μείνεις μαζί μας. Και ο Χριστός πέρασε μαζί τους.
Και "εν τω κατακλινθήναι αυτόν μετ' αυτών λαβών τόν άρτον ευλόγησε, καί κλάσας απέδιδον αυτοίς, αυτών δέ διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί, καί επέγνωσαν αυτόν, καί αυτός άφαντος εγένετο απ' αυτών". Μετά από τον λόγο, την ιερολογία, φτάσαμε στην ιερουργία. Έγιναν οι εξηγήσεις και δεν έμενε πια τίποτα άλλο παρά η πράξη της ιερουργίας. O Χριστός δεν είπε τίποτα, αλλά τεμάχισε τον άρτο. Eν τη κλάσει του άρτου Τον γνώρισαν και μόλις Τον γνώρισαν έγινε άφαντος, χάθηκε. Φυσικά, εγώ νομίζω ότι όταν λέμε χάθηκε εννοούμε βρέθηκε. Γιατί αν τυχόν έμενε θα τον έχαναν? θα έλεγαν ότι "Αυτός είναι εδώ, εκεί", θα Τον εντόπιζαν, ενώ Αυτός είναι πανταχού παρών. Oπότε αφού Τον κατάλαβαν, παίρνουν δύναμη, ανοίγονται οι οφθαλμοί τους. Επομένως "διηνοίχθησαν οi οφθαλμοί τους" σημαίνει ότι άρχισαν να βλέπουν τα αόρατα, να καταλαβαίνουν τα περασμένα και να έχουν δύναμη για να προχωρήσουν στα μέλλοντα, δηλαδή να συνεχιστεί η πορεία.
Oπότε γνωρίζουν τώρα μέσα στην Θεία Ευχαριστία, μέσα στη Θεία Λειτουργία, εν τη κλάσει του άρτου, τις γραφές αληθινά. Γνωρίζουν αυτά που πέρασαν και παίρνουν δύναμη για να προχωρήσουν. O Κύριος γνωρίζεται ως άρτος κλώμενος και αίμα εκχυνόμενον. Στην κλάση του άρτου γνωρίζεται ο Κύριος και ταυτόχρονα γνωρίζουμε κι εμείς τον Κύριο "εν τη κλάσει τη ημετέρα". Εάν τυχόν και εμείς δεν πονέσουμε, εάν τυχόν και εμείς δεν πεθάνουμε, δεν σταυρωθούμε, δεν πρόκειται να γνωρίσουμε τον Κύριο. Όπως και Κείνος έπρεπε να πάθει για να μπει στη δόξα Του, και εμείς πρέπει να πάθουμε, πρέπει να υποφέρουμε. Όλα αυτά τα βάσανα είναι ευλογία για να ανοιχτούν τα μάτια μας και έτσι να Τον βλέπουμε διαφορετικά.
Είμαστε άνθρωποι, πονάμε και έχουμε τη δική μας λογική. Κι ο Χριστός επιτρέπει τον λογισμό μας. Δίδει τις αφορμές, στους μαθητές, να ακούν το λογισμό τους και να δικαιολογήσουν τετραγωνικά την απελπισία τους. Αλλά όμως όταν απελπίζεσαι, όταν ψάχνεις, όταν πορεύεσαι, Αυτός είναι μαζί σου. Στη συνέχεια θα έρθει καιρός, όταν φτάσεις πια στην κλάση του άρτου, όταν φτάσεις στον πολύ πόνο και είσαι μαζί Του, να διανοιχτούν οι οφθαλμοί σου. Τότε Τον βλέπεις, Eκείνος χάνεται, δηλαδή, μένει διαρκώς μαζί σου...
Εντάξει η λογική μας, εντάξει η αναζήτησή μας αλλά είμαστε πλασμένοι για κάτι μεγαλύτερο. Ό,τι κι αν πετύχουμε με τη δική μας αναζήτηση, με τη δική μας γνώση δεν μας ικανοποιεί. O Χριστός έχει να δώσει σε μας κάτι πολύ μεγαλύτερο και δεν μας το έδωσε πριν Αυτός πάθει και μπει στη δόξα Του. Δηλαδή, μπορούμε να πεθάνουμε και να ζήσουμε. Μπορούμε να χαθούμε και να βρούμε την ψυχή μας, κι αν κανείς θέλει να την σώσει, θα την χάσει. Κι αν την χάσει ενσυνείδητα, όπως λέει, "ένεκεν εμού καί τού ευαγγελίου" αυτός θα την σώσει. Oπότε νομίζω ότι το μεγάλο πράγμα που έχουμε και κουβαλάμε δεν είναι το τι έχουμε αλλά το τι είμαστε. Αυτό που λέει και ο 'Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: το μεγάλο πράγμα είναι ότι μπορούμε να γίνουμε όλοι κοινωνοί του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, δηλαδή μπορούμε σιγά σιγά να αναχθούμε σε αυτή την άλλη λογική. Oπότε τα πάντα είναι ευλογία.
Όπως για παράδειγμα οι νεομάρτυρες, οι οποίοι ζούσαν σε αυτή την κατάσταση, και ζούσαν σε αυτόν τον παράδεισο. Oπότε λένε: "αν τυχόν μας αφήσετε να ζήσουμε σας είμαστε ευγνώμονες γιατί ζούμε στον παράδεισο, μέσα σε αυτήν την λογική της Θείας Λειτουργίας, την άλλη λογική, εάν μας σκοτώσετε, σας είμαστε χίλιες φορές πιο ευγνώμονες γιατί το συντομότερο θα δοκιμάσουμε αυτό το πράγμα το οποίο δεν παρέρχεται και το οποίο είναι χαρά εν όλω τω κόσμω και για όλο τον κόσμο. Κι ο καθένας τότε γεννιέται, όταν πεθαίνει και τότε αγκαλιάζει όλους και βρίσκει μες την καρδιά του όλους.
Και ταυτόχρονα ενώ μιλάμε με αυτόν τον τρόπο, δεν υποτιμούμε το σώμα αλλά αντίθετα βλέπουμε ότι θεώνεται. Κι αυτή είναι η αντίθετη κίνηση που γίνεται μέσα εδώ. Δηλαδή, δεν ενώνεται μόνο η πορεία με τη στάση, η θεότης με την ανθρωπότητα, αλλά γίνεται και μια αντίστροφη κίνηση, όπως λέει το Συναξάρι των Αγίων Πάντων, "τό Πνεύμα κάτεισιν καί ο Νούς άνεισιν". Το πνεύμα κατέρχεται, ο λόγος σαρκούται και το χώμα, η φύση μας, αναλαμβάνεται, θεώνεται. Και το πιστεύουμε αυτό και το περιμένουμε να γίνει κάποτε, αλλά γίνεται από τώρα. Ήδη προγεύεται κανείς, νομίζω, προπαντός ο πονεμένος και σφαγμένος, ο τιμημένος με το να δεχτεί πολλές δοκιμασίες, νιώθει σαν άλλο σκαμμένο χωράφι που μπαίνει μέσα μια νωτίδα ουράνια, έτσι μπαίνει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και μέσα στο σώμα του ανθρώπου μια άλλη παράκληση θεϊκή και προχωρεί εις πάντας αρμούς, εις νεφρούς, εις καρδίαν.
Oπότε το θέμα, νομίζω, δεν είναι αν θα μπορέσουμε να κάνουμε μια ψεύτικη ερώτηση ή να δώσουμε μια ψεύτικη απάντηση σχετικά με τον θάνατο. Το θέμα είναι αν είναι δυνατόν να μπορούμε να κάνουμε υπομονή. Αυτό που λέει ο Κύριος, ότι το χωράφι το αγαθό, η γη η καλή είναι αυτοί που δέχονται το λόγο του Θεού και καρποφορούν εν υπομονή. Μπορούμε να κάνουμε υπομονή; Κάποιος γεωργός υπάρχει που φροντίζει για μας. Μπορούμε να περιμένουμε;

"Βρε παιδάκι μου, πεθαίνουμε"

Mα λέει κανείς: "βρε παιδάκι μου, πεθαίνουμε". Βλέπουμε στο Ευαγγέλιο ότι το άρρωστο παιδί που έφερε ο πατέρας, έπεσε κάτω ξερό σαν νεκρό και πολλοί άρχισαν να λένε πως πέθανε. Νομίζω ότι δεν έχει σημασία αν νομίζουμε εμείς ότι πεθάναμε, αν νομίζουν όλοι οι άλλοι ότι και εμείς πεθάναμε. Αυτό που έχει σημασία είναι να μένουμε κοντά στα πόδια κάποιου ο οποίος υπήρχε προτού τον κόσμον είναι, προτού υπάρξει ο κόσμος κι ο οποίος "τά πάντα διά τό πλήθος του ελέους του εξ ουκ όντων εις τό είναι παρήγαγε". Oπότε εάν τυχόν είσαι δίπλα σε Αυτόν, άσχετα αν είσαι πεθαμένος ή ζωντανός ελπίζεις και περιμένεις να έρθει η ζωή. Αλλά νομίζω ότι η ζωή έρχεται δια του θανάτου. Όπως ο σπόρος, εάν δεν πέσει στη γη να πεθάνει, μένει μόνος, έτσι και εμείς, αν δεν πονέσουμε θα μείνουμε μόνοι.
Το θέμα είναι το εξής: Ότι πολύ πονούμε και λίγο ζωογονούμαστε, πολύ υποφέρουμε και λίγο μπαίνουμε στη χαρά. Νομίζω ότι το μήνυμα το χαρούμενο του Χριστού είναι ότι μας δίνει τη δυνατότητα να περάσουμε τη ζωηφόρο νέκρωση. Όταν ζήτησαν δυο μαθητές να δοξαστούν και να καθίσει ο ένας εκ δεξιών και ένας εξ ευωνύμων, Αυτός είπε, όπως αναφέρεται στο Τριώδιο, ότι ο Κύριος δεν δίδει τέτοια πράγματα στους δικούς Του, υπόσχεται ποτήριο θανάτου. Το μεγάλο γεγονός είναι ότι μπορούμε να πεθάνουμε περιμένοντας. Όταν περνάμε την Γεσθημανή, δεν μπορούμε να μιλάμε. Τώρα το ότι μιλάμε σημαίνει ότι δεν περνάμε Γεσθημανή. Αλλά τι γίνεται; Τα χάνουμε. Μπορεί να τα χάσουμε, μπορεί να πέσουμε κάτω, μπορεί να μας εγκαταλείψει κάθε δύναμη σωματική, ψυχική, πνευματική. Το θέμα είναι αν μπορείς και ξερός να περιμένεις και να ευγνωμονείς. Κάποιος υπάρχει μέσα μας και δίπλα μας, που ιερουργεί διαφορετικά το μυστήριο της ζωής.
Θα μπορούσε εύκολα να μας πει ψεύτικα πράγματα, δεν θέλει. Θέλει να μας φέρει στην αιώνια ζωή. Και για να μπεις στην αιώνια ζωή πρέπει να περάσεις από τον θάνατο. Θα μπορούσε ο Χριστός, αν ήταν ταχυδακτυλουργός, να έκανε αυτό που ζήτησαν οι Εβραίοι, όταν έλεγαν "κατέβα από τον Σταυρό και θα πιστέψουμε". Θα μπορούσε να το κάνει. Δεν ήρθε για να εντυπωσιάσει. Κατέβηκε από τον Σταυρό νεκρός. Νεκρός για να νικήσει τον θάνατο για πάντα, για όλους μας.
Όποτε ένα πράγμα μπορούμε να πούμε ότι μπορούμε να πετύχουμε. Ότι υπάρχει μέσα μας ένας συγκεκριμένος δυναμισμός και δια του θανάτου, μέσα στη γη την καλή και αγαθή της Εκκλησίας, αυτός ο δυναμισμός εκρήγνυται και προχωρούμε σε άλλο τόπο, σε άλλο χώρο, όπου τα φοβερά τελεσιουργείται και τα πάντα λειτουργούν διαφορετικά. Αυτός ο άλλος χώρος και ο άλλος χρόνος είναι αυτός εδώ που ζούμε. Αν θα πάμε με πύραυλους στα αστέρια δεν αυξάνει ο χώρος της ζωής μας και η ελευθερία μας. Αν τυχόν παρατείνουμε τη ζωή μας με μεταμόσχευση καρδιάς δεν γευόμαστε της χάριτος της αιωνιότητος.
Σε μια στιγμή μπορεί να χωρέσει η αιωνιότης και μέσα σε ένα μικρό άγιο μαργαρίτη να χωρέσει όλος ο Χριστός. Ακριβώς γι' αυτό ο Κύριος ενώ έρχεται να μας φέρει τη χαρά , ενώ έρχεται να μας φέρει τη ζωή, λέει: "μακάριοι οι πενθούντες, μακάριοι οι κλαίοντες καί ουαί οι γελώντες". Ακριβώς γιατί θέλει να μας φέρει τον πραγματικό γέλωτα, την πραγματική χαρά και την αιώνια ζωή από σήμερα...

Η ψυχή μετά τον θάντο

Τι γίνεται η ψυχή του ανθρώπου μετά τον θάνατο; Νομίζω δεν μπορούμε να τα λύσουμε και όλα τα προβλήματα. Ξέρετε, είναι πολύ μεγάλο δράμα να νομίζεις ότι έχεις λύσει τα προβλήματά σου. Επίσης, είναι άσχημο ένας δάσκαλος, όποιος από μας κάνει τον δάσκαλο, να δίδει απαντήσεις και να κλείνει τα θέματα. Στην πορεία προς Εμμαούς ο Κύριος κατ' αρχήν δίνει τη δυνατότητα στον άλλον να βγάλει τα απωθημένα του. Για να εκτονωθούν οι άνθρωποι, για να πουν το λογισμό τους, για να δείξουν την απογοήτευσή τους, για να φτάσουν στην απόγνωση. Λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο όπλο από την απόγνωση. Γιατί όταν κανείς απογοητευθεί από όλα τα εγκόσμια, όπως λέει κι ο άγιος Νικόδημος, όταν φτάσουμε στην απιστία για τον εαυτό μας τότε αρχίζει να αναδύεται μια άλλη πίστη και μια άλλη δύναμη να υπάρχει μέσα μας.
Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν θα πούμε μια κουβέντα σαν απάντηση. Μπορούμε να δεχτούμε τη χάρη του Θεού μέσα μας και να αναχθεί όλο το είναι μας σε ένα άλλο χώρο; Μπορούμε να ελπίζουμε στην ανάσταση των σωμάτων; Αυτό είναι που δίδει η Εκκλησία. Αυτό που έχει σημασία είναι όχι να λύνουμε τις απορίες μας με ένα τρόπο εγκυκλοπαιδικό, με τη λογική του κομπιούτερ, αλλά ει δυνατόν να μετανοούμε, να μπαίνουμε στην άλλη λογική, τη λογική της Εκκλησίας. Τότε καταλαβαίνουμε ότι όταν ο Χριστός φανερώνεται, κρύπτεται. Όταν γίνεται άφαντος φανερώνεται. Αυτό που λέει ο Αγ. Γρηγόριος Νύσσης: «ο Χριστός απαντά δι' ων αρνείται να απαντήσει». Αν, λοιπόν, δεν μπορούμε να ακούμε τη σιωπή Του, σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουμε τον λόγο Του. Αν τυχόν νομίζουμε ότι τον καταλαβαίνουμε, κάτι δεν πάει καλά μέσα μας.
Tο μεγάλο πράγμα είναι ότι υπάρχει η μητέρα μας Εκκλησία, μπορούμε να βάλουμε τον εαυτό μας μέσα εκεί ώστε σιγά-σιγά να παίρνει αυτήν την άλλη λογική. Πρέπει με ταπείνωση να τρεφόμαστε από την στερεά τροφή που προσφέρει η Εκκλησία και τότε νομίζω ότι συνέχεια η καρδιά μας θα ευφραίνεται. Έχουμε ένα μεγάλο χρέος: δια της ταπεινώσεως και δια της υπομονής να δεχτούμε αυτά τα μεγάλα τα οποία τελεσιουργείται στον υπερώον τόπο τον λειτουργικό, για να μπορέσουμε και εμείς να καταλάβουμε τι είναι άνθρωπος, να χαρούμε τη ζωή μας και μετά χωρίς άλλα σχόλια να δώσουμε τη δυνατότητα και στους άλλους να χαρούν την ζωή τους.
Αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι να νιώσουμε ότι η αγάπη "εκ του μή όντως εις τό είναι ημάς παρήγαγε" και εάν τυχόν υπομένομε, στο τέλος από τη δακιμασία βγαίνει μια χαρά και μια αγαλλίαση η οποία ξεπερνά όλες τις δοκιμασίες.
Μια στιγμή στον καθένα μας μπορεί να δημιουργηθούν διάφορες απορίες: Τι σημαίνει θάνατος, τι σημαίνει ανυπαρξία, μια στιγμή να νιώσουμε ότι όλα είναι άχρωμα και άοσμα, τότε τι να κάνουμε; Εγώ λέω ένα πράγμα: Να περιμένομε. Να περιμένομε πού; Μέσα στην Εκκλησία όπου νιώθεις ότι υπάρχει μία ζεστασιά και μία ευρυχωρία. Όπως λέμε το έμβρυο μένει μέσα στη μήτρα της μάνας του και επειδή μένει εκεί, συνέχεια αυξάνει. Έτσι και εμείς πρέπει να μένομε μέσα στη μήτρα της μητέρας μας Εκκλησίας, αυτό που λέμε μετά από την πορεία: "μείνον μεθ' ημών", μείνε μαζί μας και εμείς θα μείνουμε μαζί Σου. Άλλα σχόλια δεν θέλουμε πια. Εμείς θέλουμε να μείνουμε μαζί Σου. Αυτό μας φτάνει. Έχει μεγάλη σημασία να μείνουμε κάπου και να δούμε αυτό «το κάπου», το Ένα για το οποίο είμαστε και το οποίο μας εκκολάπτει. O πόνος έχει νόημα επειδή βρισκόμαστε στη μήτρα κάποιου που μας αγαπάει. Εκεί όποιος πολύ πονάει σημαίνει ότι είναι ηλεημένος και μπορεί να δεχτεί μεγάλα χαρίσματα.
Κλείνοντας, εγώ λέω ένα πράγμα για το οποίο είμαι σίγουρος: Προσωπικά είμαι χαμένος αλλά σας λέω αδελφικά ότι ΜΠOΡΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ O ΑΝΘΡΩΠOΣ. Και αυτή η ζωή η απεριόριστη, η αιώνια που αρχίζει από τώρα ιερουργείται και υπάρχει στην Oρθόδοξη Εκκλησία, την μικρή την ελάχιστη και περιφρονημένη η οποία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η ελπίς πάντων των περάτων της γης...
Μη μου κάνετε άλλες ερωτήσεις, δώστε άλλες απαντήσεις. Εγώ θα σας πω μόνο αυτό: Κοιτάξτε, είμαστε χαμένοι, μπορεί εν στιγμή χρόνου να σταματήσει η καρδιά μας αλλά κάτι δεν σταματά, βρε παιδάκι μου, και εγώ θέλω από εκεί και πέρα να πάμε. Και από εκεί και πέρα πάμε με το σώμα και έρχεται η αγαλλίαση και η χάρη της θεότητας μέσα στο σώμα μας και αγιάζεται η ψυχή και το σώμα και ο τρόπος με τον οποίο ζούμε».

Σημείωση (Πηγή: Χριστιανική Φοιτητική Ένωση)

Η ΘΕΜΕΛΙΩΔΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Ο ΘΕΑΝΡΩΠΟΣ


Η θεμελιώδης αλήθεια της Ορθοδοξίας, ο Θεάνθρωπος


Αρχιμανδρίτη Ιουστίνου Πόποβιτς 1979

Όλες οι αλήθειες της Ορθοδοξίας, πηγάζουν και απολήγουν στην μία αλήθεια, την απεριόριστη και αιώνια. Η αλήθεια αυτή είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός. Αν βιώσετε μέχρι τέλους οποιαδήποτε αλήθεια της Ορθοδοξίας, θα ανακαλύψετε υποχρεωτικά ότι η καρδιά της είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός. Στη πραγματικότητα, όλες οι αλήθειες της Ορθοδοξίας δεν είναι τίποτε περισσότερο από διαφορετικές παραλλαγές της μίας Αλήθειας: του Θεανθρώπου Χριστού.

Η ορθοδοξία είναι Ορθοδοξία εν τω Θεανθρώπω, εν ουδενί άλλω. Από αυτό και η άλλη ονομασία της Ορθοδοξίας είναι Θεανθρωπότης. Μέσα της, τίποτε δεν συντελείται κατά άνθρωπον και εξ ανθρώπου αλλά τα πάντα προέρχονται από του Θεανθρώπου και συντελούνται κατά Θεάνθρωπον. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος βιώνει και γνωρίζει την θεμελιώδη και αιώνια αλήθεια της ζωής και του κόσμου μόνο διά του Θεανθρώπου, εν τω θεανθρώπω. Και κάτι ακόμα: την πλήρη αλήθεια περί ανθρώπου, περί του σκοπού και του νοήματος της υπάρξεώς του, γνωρίζει ο άνθρωπος αποκλειστικά μέσω του Θεανθρώπου. Εκτός Εκείνου και πέραν Εκείνου δεν υφίσταται πραγματικός άνθρωπος επειδή ο άνθρωπος είναι πραγματικός μόνον διά του Θεανθρώπου και εν τω Θεανθρώπω.

Έξω από Εκείνον, ο άνθρωπος μετατρέπεται σε φάντασμα, σε σκιάχτρο, σε κάτι ανοημάτιστο. Έτσι, στη θέση του ανθρώπου θα βρείτε υπολείμματα ανθρώπου, αποσπάσματα ανθρώπου, τεμάχια ανθρώπου. Ένεκα τούτου και η αληθινή ανθρωπιά βρίσκεται μονάχα στην Θεανθρωπότητα. Δεύτερη δεν υπάρχει κάτω από τον ουρανό.

Γιατί ο Θεάνθρωπος αποτελεί τη θεμελιώδη αλήθεια της Ορθοδοξίας;

Επειδή έλυσε όλα τα ζητήματα που βασανίζουν και κατατρώγουν το ανθρώπινο πνεύμα: το ζήτημα ζωής και θανάτου, το ζήτημα καλού και κακού, το ζήτημα γης και ουρανού, το ζήτημα αληθείας και ψεύδους, το ζήτημα αγάπης και μίσους, το ζήτημα δικαίου και αδικίας. Με ένα λόγο: το ζήτημα Θεού και ανθρώπου.

Γιατί ο Θεάνθρωπος αποτελεί τη θεμελιώδη αλήθεια της Ορθοδοξίας;

Επειδή με την επίγειο ζωή Του, κατέδειξε με τον πιο εναργή τρόπο ότι ο Ίδιος είναι η σαρκωμένη, ενανθρωπήσασα, προσωποποιημένη και αιώνια Αλήθεια, η αιώνια Δικαιοσύνη, η αιώνια Αγάπη, η αιώνια Χαρά, η αιώνια Δύναμις: Παναλήθεια, Πανδικαιοσύνη, Παναγάπη, Παντοχαρά, και Παντοδύναμις. Εκείνος κατέβασε όλες τις θείες τελειότητες από τον ουρανό στη γη. Και όχι μονάχα τις κατέβασε μα και μας δίδαξε και μας έδωσε τη χαριτωμένη δύναμη να τις μεταποιούμε σε δική μας ζωή, σε δικές μας σκέψεις, σε δικά μας αισθήματα, σε δικά μας έργα. Από εδώ πηγάζει και η κλήση η δική μας: να τις σαρκώσουμε μέσα μας και στον κόσμο που μας περιβάλλει.

Παρατηρήστε τους αρίστους των αρίστων στο ανθρώπινο γένος. Σε όλους αυτούς, ο Θεάνθρωπος είναι ό,τι πιο καλό έχουν, ό,τι πιο σημαντικό, ό,τι πιο αιώνιο. Επειδή Εκείνος είναι: η Αγιότης στους αγίους, το Μαρτύριο στους μάρτυρες, η Δικαιοσύνη στους δικαίους, η Αποστολικότης στους αποστόλους, η Αγαθότης στους αγαθούς, το Έλεος στους ελεήμονες, η Αγάπη στους αγαπώντας.

Γιατί ο Θεάνθρωπος είναι όλα και τα πάντα στην Ορθοδοξία;

Επειδή Εκείνος είναι, ως ο Είς εκ της Αγίας Τριάδος, ο σαρκωμένος Υιός του Θεού, ανυπέρβλητος και ως Θεός, και ως Παράκλητος, και ως Σκεπαστής, και ως Διδάσκαλος, και ως Σωτήρας. Ταλανιζόμενος μέσα στην επίγεια τραγωδία ο άνθρωπος, μονάχα σε Εκείνον, στον πανελεήμονα Κύριο Ιησού, βρίσκει: τον Θεό που μπορεί αληθινά να νοηματοδοτήσει το πάθος, τον Παράκλητο που μπορεί αληθινά να παρηγορήσει σε κάθε συμφορά και θλίψη, τον Προστάτη που μπορεί αληθινά να προστατέψει από κάθε κακό, τον Σωτήρα που μπορεί αληθινά να σώσει από το θάνατο και την αμαρτία, τον Διδάσκαλο που μπορεί αληθινά να διδάξει την αιώνια Αλήθεια και Δικαιοσύνη.

Ο Θεάνθρωπος είναι μέσα στην Ορθοδοξία το όλον και τα πάντα επειδή έχει δώσει ανυπέρβλητο μεγαλείο στον άνθρωπο: τον ανύψωσε μέχρι του Θεού, τον έκανε Θεόν κατά Χάριν. Και το έπραξε αυτό, όχι με το να υποτιμήσει τον άνθρωπο υπέρ του Θεού αλλά με το να πληρώσει τον άνθρωπο με κάθε τελειότητα. Ο Θεάνθρωπος εδόξασε τον άνθρωπο όσο κανένας άλλος: του χάρισε την αιώνιο ζωή, την αιώνιο Αλήθεια, την αιώνιο Αγάπη, την αιώνιο Δικαιοσύνη, την αιώνιο Χαρά, το αιώνιο Αγαθό, την αιώνιο Μακαριότητα. Ο άνθρωπος απέκτησε διά του Θεανθρώπου το θείο μεγαλείο.

Ενώ ο Θεάνθρωπος είναι η θεμελιώδης αλήθεια της Ορθοδοξίας, η βασική αλήθεια κάθε αλλοδοξίας είναι ο άνθρωπος η τα θραύσματα της υπάρξεώς του, η διάνοια, η θέληση, οι αισθήσεις, η ψυχή, το σώμα, η τεχνολογία. Πουθενά στην αλλοδοξία δεν υπάρχει ακέραιος άνθρωπος, είναι ολόκληρος κατακερματισμένος σε άτομα, σε μόρια. Και όλο αυτό προς δόξαν του ανθρωπίνου μεγαλείου.

Όμως, όσο ανόητη είναι η ρήση: «η τέχνη για την τέχνη» άλλο τόσο ανόητη είναι και η ρήση: «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο». Αυτή η οδός οδηγεί στο πιο ποταπό πανδαιμόνιο όπου το ύψιστο είδωλο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Και δεν υπάρχει πιο ποταπό είδωλο από αυτόν.
Αφετηριακή αλήθεια για την Ορθοδοξία είναι η εξής: δεν είναι ο άνθρωπος για τον άνθρωπο αλλά για τον Θεό, η ακόμα πληρέστερα: για τον Θεάνθρωπο. Γι' αυτό και εμείς, στο όνομα του ανθρώπου, είμαστε υπέρ του Θεανθρώπου. Δι' Εκείνου αποκλειστικώς, είναι δυνατός ο λογικός χαρακτήρας του ανθρώπου, είναι δυνατή η νοηματοδότηση της ανθρωπίνης υπάρξεως. Μέσω αυτής της αλήθειας αποκτώνται όλα τα μυστήρια του ουρανού και της γης, όλες οι αξίες όλων των κόσμων τις οποίες μπορεί να φανταστεί ο άνθρωπος, όλες τις χαρές όλων των τελειοτήτων τις οποίες ο άνθρωπος μπορεί να επιτύχει. Έμμεσα η άμεσα στην Ορθοδοξία ο Θεάνθρωπος είναι το πάν και άρα εν Αυτώ και ο άνθρωπος, ενώ στην αλλοδοξία μονάχα ο γυμνός άνθρωπος.

Στην ουσία, Ορθοδοξία δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά το θαυμαστό Πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού, παρατεινόμενο σε όλους τους αιώνες, παρατεινόμενο ως η Εκκλησία. Η Ορθοδοξία έχει τη σφραγίδα και το σημείο της δια του οποίου καθίσταται γνωστή Πρόκειται για το φωτεινό Πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού. Κάθε τι το οποίο δεν φέρει τούτο το Πρόσωπο, δεν είναι ορθόδοξο. Κάθε τι το οποίο δεν έχει την θεανθρώπινη Δικαιοσύνη, την Αλήθεια, την Αγάπη, την Αιωνιότητα δεν είναι ορθόδοξο.

Κάθε τι το οποίο επιδιώκει να πραγματώσει σε τούτο το κόσμο το Ευαγγέλιο του Θεανθρώπου με τις μεθόδους του κόσμου τούτου και τις μεθοδείες του βασιλείου του κόσμου τούτου, δεν είναι ορθόδοξο αλλά υποδηλώνει υποδούλωση στον τρίτο πειρασμό του πονηρού.

Το να είσαι ορθόδοξος θα πεί: να έχεις μόνιμα τον Θεάνθρωπο στην ψυχή σου, να ζείς εν Εκείνω να σκέφτεσαι εν Εκείνω, να αισθάνεσαι εν Εκείνω, να ενεργείς εν Εκείνω. Με άλλα λόγια: το να είσαι ορθόδοξος σημαίνει να είσαι Χριστοφόρος και Πνευματοφόρος. Αυτό το πετυχαίνει ο άνθρωπος όταν εν τω σώματι του Χριστού - εν τη Εκκλησία, γεμίσει όλο του το είναι από τη κορυφή μέχρι τον πυθμένα, με τον Θεάνθρωπο Χριστό. Γ' αυτό και ο ορθόδοξος άνθρωπος είναι κρυμμένος με τον Χριστό εν τω Θεώ.

Ο Θεάνθρωπος είναι ο άξονας όλων των κόσμων: Από τον κόσμο των ατόμων μέχρι τον κόσμο των Χερουβείμ. Αν από τούτον τον άξονα αποκοπεί οποιοδήποτε όν, σφραγίζεται με τη φρίκη, τον πόνο και τα πάθη. Αποκόπηκε ο Εωσφόρος και κατέληξε να γίνει Σατανάς. Αποκόπηκαν οι άγγελοι και κατέληξαν δαίμονες. Αποκόπηκε εν πολλοίς και ο άνθρωπος και κατέληξε απάνθρωπος. Μόλις οποιοδήποτε κτίσμα αποκοπεί από τον άξονα αυτό, κρημνίζεται αναπόφευκτα στο χάος και τη θλίψη. Και όταν ένας λαός στο σύνολό του απαρνηθεί τον Θεάνθρωπο, τότε η ιστορία του μετατρέπεται σε ταξίδι μέσα από την κόλαση και τα δεινά της.

Ο Θεάνθρωπος είναι, όχι μονάχα η θεμελιώδης αλήθεια της Ορθοδοξίας μα και η παντοδυναμία της αφού μόνον Εκείνος σώζει τον άνθρωπο από το θάνατο, την αμαρτία και τον διάβολο. Αυτό είναι κάτι που ποτέ δεν μπόρεσε, δεν μπορεί και ούτε θα το μπορέσει ο άνθρωπος, οποιοσδήποτε άνθρωπος μα ούτε και η ανθρωπότητα ως σύνολο. Η ήττα είναι πάντοτε το τέλος του ανθρωπίνου αγώνα με το θάνατο, την αμαρτία και τον διάβολο, εφόσον τη μάχη αυτή δεν τη διεξάγει ο Θεάνθρωπος. Μόνο δια του Θεανθρώπου Χριστού νικά ο άνθρωπος και το θάνατο και την αμαρτία και το διάβολο. Από αυτό πηγάζει και το νόημα του ανθρώπου: να πλημμυρίσει από Θεάνθρωπο μέσα στο σώμα Του - στην Ορθόδοξη Εκκλησία - να μεταμορφωθεί εν Αυτώ δια της χαριτωμένης ασκήσεως, να γίνει παντοδύναμος.

Όσο θα προχωρά με το σώμα δια της προσευχής μέσα στη θλιβερή μυρμηγκοφωλιά της γης, με τη ψυχή του θα κατοικεί άνω, εκεί που ο Χριστός κάθεται στα δεξιά του Θεού. Επειδή η ζωή του είναι μόνιμα σταυρωμένη με την προσευχή μεταξύ ουρανού και γης σαν το ουράνιο τόξο που ενώνει την κορυφή του ουρανού με τα βάθη της γης. Δι' Αυτού πρέπει με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος να αθανατοποιηθούμε, να θεωθούμε, να θεανθρωποποιηθούμε. Αυτό είναι το νόημα, το πραγματικό νόημα ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους. Αυτό είναι και η χαρά, η μόνη χαρά σε τούτο τον κόσμο της αμέτρητης θλίψεως και της φαρμακερής πίκρας. Η Ορθοδοξία, είναι Ορθοδοξία δια του Θεανθρώπου. Και εμείς οι ορθόδοξοι, ομολογώντας τον Θεάνθρωπο, έμμεσα ομολογούμε το χριστοειδές του ανθρώπου, την θεία του καταγωγή, την θεία του ανωτερότητα και ταυτόχρονα την θεία αξία και το ανυπέρβλητον του ανθρωπίνου προσώπου. Στην ουσία, ο αγώνας για τον Θεάνθρωπο είναι αγώνας για τον άνθρωπο. Όχι οι ουμανιστές, αλλά οι άνθρωποι της ορθοδόξου θεανθρωπίνης πίστεως και ζωής είναι αυτοί που αγωνίζονται για τον αληθινό άνθρωπο, εκείνον τον θεοειδή και χριστοειδή.

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Η πνευματική αντιμετώπιση της ασθένειας (Ιερομόναχος Γρηγόριος, Ιερόν Κουτλουμουσιανόν Κελλίον Άγ. Ιωάννης ο Θεολόγος, Καρυές Άγιον Όρος)

Η πνευματική αντιμετώπιση της ασθένειας (Ιερομόναχος Γρηγόριος, Ιερόν Κουτλουμουσιανόν Κελλίον Άγ. Ιωάννης ο Θεολόγος, Καρυές Άγιον Όρος)

Η προϋπόθεση για να ωφεληθεί ο άνθρωπος από την δοκιμασία της αρρώστιας του είναι να την αντιμετωπίσει πνευματικά. Τότε ευχαριστεί τον Θεό, ο οποίος σαν καλός πατέρας τον αξίωσε της παιδείας Του, ενθυμούμενος τον προφητικό λόγο: Ον αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται. Ενθυμείται ακόμη τον λόγο του Αποστόλου «Τις εστιν υιός ον ου παιδεύει πατήρ», και αφήνεται στην πρόνοια του Θεού, του μοναδικού Ιατρού της ψυχής και του σώματος. Ας δούμε αναλυτικότερα ποια είναι η πνευματική αντιμετώπιση της ασθενείας.

α. Με προσευχή

Ο πιστός χριστιανός ασκεί σε όλη του την ζωή το έργο της προσευχής. Πολύ περισσότερο όμως αισθάνεται την ανάγκη να καταφύγει με την προσευχή στον Θεό, κατά την περίοδο της ασθενείας του. Εν ημέρα θλίψεώς μου τον Θεόν εξεζήτησα, λέγει και ο προφήτης Δαυΐδ.
Αναφέρεται στο Γεροντικό για κάποιον άρρωστο μοναχό που ζήτησε την προσευχή του αγίου Βαρσανουφίου για να θεραπευθεί. Κι εκείνος του απάντησε: «Αδελφέ, γιατί φωνάζεις; Γιατί στέλνεις μακριά δεήσεις, ενώ έχεις πολύ κοντά σου τον Ιησού να στέκει και να ποθεί να Τον καλέσεις σε βοήθεια σου; Φώναξε Του: "Κύριε, Ιησού ελέησε με!", και θα σου αποκριθεί. Άγγιξε την άκρη του ιματίου Του και θα σου θεραπεύσει, όχι μόνο την μία, την σωματική αρρώστια, άλλα όλες σου τις αρρώστιες... Μην θλίβεσαι, είναι κοντά το έλεος του Θεού».
Η προσευχή, έστω και αν δεν έχει σαν αποτέλεσμα την άμεση θεραπεία, πολύ ωφελεί τον άρρωστο. Τον ενισχύει πνευματικά και τον δυναμώνει στην πίστη. Τον ανανεώνει ολόκληρο και τον βοηθά να αντιμετωπίσει σωστά την αρρώστια του και να ωφελείται από αυτήν.
Είναι σημαντικό βέβαια να τονίσουμε ότι ο πιστός θα πρέπει από υγιής να ασκηθεί και να αγαπήσει την προσευχή. «Πριν αρρωστήσεις αναζήτησε τον θεραπευτή», μας προτρέπουν οι Άγιοι. Διότι όταν η αρρώστια συνοδεύεται από αβάσταχτο πόνο, είναι πολύ δύσκολο ο νους, και ειδικά ο αγύμναστος, να συγκεντρωθεί και να υψωθεί προς τον Θεό. Ο πόνος του σώματος αναγκάζει τον νου να προσηλωθεί στο σημείο του πόνου.
Ρώτησαν τον γέροντα Παΐσιο πώς αντιμετωπίζει κανείς έναν ανυπόφορο πόνο, κι εκείνος απάντησε: «Αν (ο άρρωστος) είναι κοσμικός, με το τραγούδι, αν είναι πνευματικός άνθρωπος, με την ψαλμωδία». Και συνέχισε ό Γέροντας: «Μια μέρα κρύωσα και είχα έναν πονοκέφαλο, που πήγαινε να σπάσει το κεφάλι μου. Άρχισα λοιπόν μια πολύ ωραία ψαλμωδία, και μου έφυγε ο πονοκέφαλος. Πραγματικά η ψαλμωδία μαζί με την ευχή πολύ βοηθάει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, απαλαίνει την ψυχή, την γλυκαίνει».

β. Με υπομονή και ευχαριστία

Η προσευχή μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε σωστά την ασθένεια μας. Και η σωστή και πνευματική αντιμετώπιση της ασθενείας βρίσκεται στην υπομονή και την ευχαριστία. Οι άγιοι Πατέρες παρομοιάζουν την αρρώστια με φωτιά που δοκιμάζει το μέταλλο του αρρώστου, και γι’ αυτό καλούν τον πιστό να δείξει μεγαλοψυχία και να ευχαριστεί τον Θεό. Ώστε, «αν μεν είναι σίδηρος, δηλαδή αμαρτωλός, θα αποβάλει την σκουριά με την φωτιά της ασθενείας. Και αν είναι χρυσάφι, μένει καθαρός και λαμπρός δια της υπομονής, της ανδρείας, της ταπεινώσεως και ελπίδος» που δείχνει. «Αν υπομένεις την ασθένεια με ευχαριστία, εκείνη γίνεται για σένα αφορμή στεφάνων», μας λένε οι Άγιοι.
Ο ιερός Χρυσόστομος μας βοηθά να τοποθετηθούμε σωστά απέναντι στην δοκιμασία της ασθενείας, στην ιατρική αυτή του Θεού: «Ας μην δυσανασχετούμε, ούτε να δειλιάζουμε όταν μας συμβεί κάτι απροσδόκητο, αλλά ας αφήνουμε Αυτόν που τα γνωρίζει καλά αυτά, να δοκιμάζει στην φωτιά την ψυχή μας, όσο καιρό θέλει. Διότι αυτό το κάμνει για το συμφέρον και την ωφέλεια των δοκιμαζόμενων... Ένας γιατρός είναι γιατρός όχι μόνον όταν λούζει και τρέφει τον άρρωστο... αλλά και όταν καυτηριάζει και κόβει... Γνωρίζοντας λοιπόν ότι ο Θεός είναι περισσότερο φιλόστοργος από όλους τους γιατρούς, μην εξετάζεις με περιέργεια, ούτε να ζητάς από Αυτόν λόγο για την θεραπεία».
Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε άρρωστο φίλο του: «Να φιλοσοφείς την αρρώστια... και να την θεωρείς παιδαγωγία για το συμφέρον σου... Άφησε το σώμα να πάσχει τα δικά του, αφού οπωσδήποτε, ή τώρα ή αργότερα, θα διαλυθεί σύμφωνα με τον φυσικό νόμο. Την ψυχή όμως κράτα την ψηλά, και με τους λογισμούς να βρίσκεσαι μαζί με τον Θεό». Ο ίδιος Άγιος, αναφερόμενος στην δική του περίπτωση, γράφει: «Πονώ στην αρρώστια μου, αλλά χαίρομαι». Η χαρά αυτή είναι η χαρά του Χριστού που γεμίζει την ψυχή του δοκιμαζόμενου πιστού, γι’ αυτό είναι ανεξήγητη για τον άνθρωπο που δεν πιστεύει στον Χριστό.
Όταν ο πιστός βλέπει την ασθένεια του με καλό λογισμό, παίρνει πνευματική δύναμη. Βλέπει π.χ. σε πόσο χειρότερη θέση βρίσκονται άλλοι ασθενείς, και νοιώθει να αλαφρώνει το βάρος της δικής του ασθενείας. Βλέπει με πόση καρτερία αντιμετωπίζουν άλλοι την ασθένεια τους και παραδειγματίζεται. Φέρνει στον νου του τα πάθη του Χριστού και το μέγεθος της θείας αγάπης, και συντρίβεται. Χαρακτηριστική είναι η ευχή του γέροντος Παϊσίου σε ασθενή: «Καλή υπομονή. Εύχομαι ο Χριστός να σου αυξάνει την αγάπη Του, για να ξεχνιέται ο πόνος σου». Για την αντιμετώπιση των ασθενειών έλεγε επιγραμματικά: «Ο πνευματικά υγιής γλεντά την αρρώστια του. Ο άρρωστος (πνευματικά), υποφέρει»!
Οι Άγιοι όχι μόνο χαίρονται στην αρρώστια τους, αλλά, επειδή γνωρίζουν την ωφέλεια που προξενείται από αυτήν, ανησυχούν όταν μένουν πολύ καιρό υγιείς! Διαβάζουμε στο Γεροντικό:
Ήταν ένας Γέροντας που συνεχώς κακοπαθούσε και αρρώσταινε. Κάποτε λοιπόν πέρασε έναν ολόκληρο χρόνο χωρίς να πάθει κακό και γι’ αυτό στενοχωριόταν υπερβολικά και έκλαιγε, λέγοντας:
— Μ’ εγκατέλειψε ο Θεός και δεν μ’ επισκέφθηκε!


(«ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ Ο ΠΙΣΤΟΣ» ΚΕΦ. Α', Εκδόσεις Δόμος 2005)